Το «ψυχικό τοπίο» στη σύγχρονη εικονογραφία

Την περίοδο αυτή παρουσιάζεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ατομική έκθεση του Γιώργου Κόρδη (έως 11/11). Φορητές εικόνες που δημιουργήθηκαν από το 2005 ως τις μέρες μας, δείχνουν το προσωπικό ιδίωμα του δημιουργού που τον καθιέρωσε ως «ανανεωτή» της εκκλησιαστικής ζωγραφικής, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και διεθνώς (αυτές τις μέρες εικονογραφεί μια μνημειακή εκκλησία στο Άινταχο των Η.Π.Α .) Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος γράφει για τον ζωγράφο ότι«κατάφερε να εγγίση τας χορδάς της ψυχής των συγχρόνων του, των συγχρόνων μας, να πείση διά τους ανεκτιμήτους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδόξου

Παραδόσεώς μας, εις μίαν εποχήν, η οποία, δυστυχώς, ταυτίζει την παράδοσιν με άγονον συντηρητισμόν».Γι’ αυτή την παράδοση και τις σύγχρονες προκλήσεις της εικονογραφίας συζητάμε με τον Γ. Κόρδη, βάζοντας στην κουβέντα τον Κόντογλου.

Το φωτογραφικό υλικό που ακολουθεί είναι από το βλέμμα και το κινητό του Πανεπιστημιακού Δασκάλου στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας, κ. Ιωσήφ Βιβιλάκη, με λεπτομέρειες των έργων του ζωγράφου από το Βυζαντινό. Τον ευχαριστώ θερμά για την παραχώρησή του.

Η τέχνη πορεύεται με τους λίγους και, επαναλαμβάνω, πρέπει να έχουμε στο νου μας τούτο: η τέχνη είναι λειτουργία, δεν είναι δόγμα.

«Μεταξύ προσευχής και εικόνας υπάρχει μια αμοιβαία σχέση» μου είχε πει ένας κορυφαίος ορθόδοξος διανοητής των καιρών μας, ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ. «Μια εικόνα ποτέ δεν είναι μόνο έργο τέχνης, αλλά έχει θρησκευτικό και λειτουργικό χαρακτήρα. Η τέχνη της ιεράς αγίας εικόνας είναι μια λειτουργική τέχνη» συμπλήρωσε. Ωστόσο, βλέποντας ο πιστός μια εκκλησία αγιογραφημένη από σένα, δεν μπορεί να μην αισθάνεται έντονη την παρουσία της τέχνης.

Γιώργος Κόρδης: Εν πολλοίς συμφωνώ με τον π. Κάλλιστο. Με έναν αστερίσκο: πρέπει να δούμε, νομίζω, τι είναι λειτουργικό στην εικονογραφία. Είναι ένας ξέχωρος προβληματισμός που δεν έχει να κάνει με την αγιότητα, ούτε με την υψηλή θεολογία, καθώς απαιτεί ένα «άνοιγμα» οριζόντων διόλου εύκολο. Το βρίσκω μάλιστα εύλογο να μην μπορούν εύκολα οι θεολόγοι να κατανοήσουν τα της τέχνης διότι σκέφτονται, συνήθως, «δογματικά». Αντιθέτως, στην τέχνη πρέπει να ξεχάσει κανείς αυτό το κομμάτι για να «κολυμπήσει» στο χώρο της. Πρέπει να μάθεις να κινείσαι αισθητικά, αναζητώντας σχέσεις, λειτουργίες. Κι αυτό είναι ένα σημείο λεπτό που απαιτεί άλλες προϋποθέσεις.

Έτσι, όπως το περιγράφεις, η αγιογραφία μοιάζει με ναρκοπέδιο.

Ακριβώς έτσι, είναι μια εύστοχη παρομοίωση. Παρ′ ότι οι πιστοί, αλλά και οι καλλιτέχνες, μέσα στους αιώνες, έχουν την τάση να αποσείσουν αυτό το ρίσκο, την «κινούμενη λάβα». Πάντοτε όμως υπάρχει η δυνατότητα να έλθει ένας αγιογράφος καλλιτέχνης και να ταράξει τα νερά, προσθέτοντας κάτι. Κι αυτή είναι η ομορφιά του πράγματος, έτσι είναι η φύση της τέχνης. Η τέχνη πορεύεται με τους λίγους και, επαναλαμβάνω, πρέπει να έχουμε στο νου μας τούτο: η τέχνη είναι λειτουργία, δεν είναι δόγμα. Μπορεί ν’ ακουστεί βαρύγδουπο, αλλά έτσι το εισπράττω∙ εν τέλει, είναι η ίδια η ψυχή του ανθρώπου όπως κινείται μέσα στη ζωή. Πώς αλήθεια μπορεί να το ορίσει κανείς αυτό; Ορίζεται η ψυχή του ανθρώπου; Μακάρι να δεχόμασταν αυτή την οριοθέτηση, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Αν είχαμε μία μόνον και κλειστή τάξη πραγμάτων, θα ήταν ίσως δυνατό. Αλλά δεν έχουμε. Η πραγματικότητα είναι ζωή και πίστη, κι αυτά τα δυο δεν επιτρέπουν στην τάξη των πραγμάτων να μένει κλειστή.

Μπορεί μια μεγάλη τέχνη να είναι υψηλή και λειτουργικά και αισθητικά;

Πώς ορίζουμε την αισθητική στην πίστη; Είναι ένα ιδεώδες, ένα αφηρημένο πράγμα; Είναι μεγάλο ερώτημα και πολλά χρόνια τώρα με απασχολεί η περίφημη φράση του Ντοστογιέφσκι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Κατ’ εμέ, είναι ένας απόηχος μιας νεοπλατωνικής αντίληψης. Παλιότερα, επειδή είχαν μια σχολαστικού τύπου −ας επιτραπεί ο όρος−, φιλοσοφική θεώρηση για τη ζωή, πίστευαν ότι η ωραιότητα είναι η αντανάκλαση του θείου επάνω στον κόσμο, στα δημιουργήματά του. Επομένως, όταν επιδιώξουμε να βρούμε και να φτιάξουμε την ομορφιά, αυτό σημαίνει ότι συναντούμε το θείο. Αυτό έχει λογική μέσα στα πλαίσια μια συγκεκριμένης φιλοσοφίας, αλλά κατά πόσο ισχύει, δεν το ξέρω. Μπορεί ο άνθρωπος να ορίσει την αντανάκλαση του θείου στον κόσμο; Μπορούν όλοι οι άνθρωποι να νιώθουν αυτή την αντανάκλαση με τον ίδιο τρόπο; Αν εμένα με συγκινεί κάτι, γιατί οι άλλοι πρέπει να το δεχτούν; Μπορούμε όλοι συλλήβδην να αναγνωρίσουμε κάτι ως όμορφο; Βλέπεις δηλαδή ότι είναι πολύπλοκο και σύνθετο.

Οπότε βγάζοντας την αισθητική από την θρησκεία, «ξεμπερδεύουμε»;

Νομίζω ότι η πραγματικότητα δίνει τον τόνο. Το ζήτημα της αισθητικής είναι μία σύμβαση και είμαστε προϊόντα μιας πολιτιστικής πραγματικότητας. Ζεις δηλαδή μέσα σε αυτό και οι προσλαμβάνουσες είναι που σε διαμορφώνουν. Μέσα στα όρια αυτά κάποια πράγματα λειτουργούν και κάποια όχι. Επομένως, δεν μιλώ για θέμα αισθητικής, αλλά σύμβασης. Έτσι εξηγείται ότι τόσον ο Πανσέληνος όσο και ο Θεοφάνης είναι μεγάλοι αγιογράφοι.

Κατανοούμε την παράδοση ως ένα τετελεσμένο κι όχι ως κάτι δυναμικό.

Στην περίπτωση της εικονογραφίας έχουμε, όμως, μία τέχνη που έρχεται από πολύ παλιά, υπερβαίνοντας κοινωνικά πλαίσια.

Ειδικά μιλώντας για την εικόνα, είναι προϊόν του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Αυτός ήταν ο τρόπος τους κι έτσι τον κληροδότησαν. Αν μάλιστα το δούμε ιστορικά, όταν αργότερα συναντούν οι προγενέστεροι τον κόσμο της Αναγέννησης, δεν έχουν καμία δυσκολία ν’ αρχίσουν να παίρνουν πράγματα από εκεί. Κι όσο προχωρούν τα χρόνια, μετά τον 15ο αιώνα ουσιαστικά, φτάνουν στο τέλος, ν’ αλλάξουν και να χρησιμοποιούν τον αναγεννησιακό τρόπο. Στις ναζαρηνές εικόνες, ας πούμε, λέγεται ότι έχουμε μία έξωθεν παρέμβαση των Βαυαρών. Δεν το πιστεύω αυτό. Αυτή η «διολίσθηση» προς τον νατουραλισμό ξεκίνησε από τον 15ο αι., γινόταν ήδη τον 16ο κι όσο προχωρούσαν τα χρόνια, απλώθηκε αυτό το «κύμα» σε βαθμό που δεν το φανταζόμαστε. Δες ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στον 18ο αι. έχουμε το κίνημα των Κολλυβάδων −ανθρώπων που “πάσχουν” για την παράδοση−, οι οποίοι ξαναβρίσκουν τα «νηπτικά» κείμενα, γράφουν την «Φιλοκαλία». Την ίδια λοιπόν εποχή ζει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά, ο οποίος γύρω στο 1730 γράφει την «Ερμηνεία» του, μια κωδικοποίηση της ζωγραφικής. Αμέσως μετά, μαθητής του είναι ο Παρθένιος ο Σκούρτος από την σκήτη των Σκουρταίων στο Άγιον Όρος. Αν δεις την ζωγραφική του Παρθενίου, θα εκπλαγείς. Παίρνει ανθίβολα – σχέδια δηλαδή - από τον Πανσέληνο και ζωγραφίζει νατουραλιστικά. Ενώ θα περίμενε κανείς μια αυστηρότητα, πηγαίνει κάθετα προς τον νατουραλισμό. Είναι ενδεικτικό δε ότι ούτε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κάνει οποιαδήποτε αναφορά για τη νατουραλιστική τέχνη που υπάρχει στις μέρες του, ούτε καν ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Θέλω να πω δηλαδή ότι στο δικό μας μυαλό, αυτά τα πράγματα έχουν αποκτήσει μια διάσταση δογματική, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας τρόπος που λειτουργεί αβίαστα, με μεγάλη φυσικότητα, μέσα στους αιώνες. Σήμερα όμως, ενώ τα βλέπουμε όλα αυτά, διαβάζουμε την ιστορία με στενό βλέμμα.

Που το αποδίδεις; Στον Κόντογλου;

Δεν είναι τόσο απλό. Είναι πολύ ευρύτερο, καθώς όλη αυτή η τάση για «επιστροφή στην παράδοση» που συντελέστηκε γενικότερα στον εκκλησιαστικό χώρο – και ο Κόντογλου βεβαίως είχε τη συμβολή του σε αυτό -, έφερε μιαν αντίληψη για την παράδοση που είναι στατική. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο πρόβλημα. Κατανοούμε την παράδοση ως ένα τετελεσμένο κι όχι ως κάτι δυναμικό. Μέχρι το ’60 ουσιαστικά, το βλέπουμε αυτό σε όλους τους χώρους. Η γενιά του ’30 «είδε» στον Κόντογλου μια μοντέρνα ζωγραφική, παρόμοια με την σπουδαία γραφή του. Ο ίδιος όμως στην πορεία των πραγμάτων το είδε πιο στενά κι απομονώθηκε. Οφείλουμε, όμως, να του δώσουμε ελαφρυντικά: είχε μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα απέναντί του, καθώς η κοινωνία ήταν μεγαλωμένη, κοντά έναν αιώνα, με μιαν άλλη ζωγραφική. Μέσα σε αυτή τη «μάχη» που έδινε, σκλήρυνε. Επικαλούμαι εδώ τον ίδιο τον δημιουργό. Έχει κυκλοφορήσει από τον «Αρμό» (1997) η αλληλογραφία του Κόντογλου με έναν ήσσονα αγιογράφο από την Σπάρτη, τον Ευάγγελο Μαυρικάκη. Γνωριστήκανε όταν ο Κόντογλου έκανε συντήρηση στον Μυστρά κι έκτοτε ανέπτυξαν σχέση προσωπική αλλά και μαθητείας. Εκεί λοιπόν ο Κόντογλου που ποτέ δεν υποψιαζόταν ότι θα δημοσιευθούν όλα αυτά, λέει πράγματα πηγαία. Σε ένα από αυτά, ο Μαυρικάκης τον ρωτά τι ν’ αντιγράψει κι ο Κόντογλου τον συμβουλεύει ν’ακολουθήσει την παλαιολόγεια σχολή κι εξομολογείται: «μην κοιτάς εμένα που κατάντησα σαν θηρίο, επειδή έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω ετούτο και τ’ άλλο». Είχε συνείδηση δηλαδή και ο ίδιος από κάποιο σημείο κι έπειτα ότι ζωγράφιζε από μία επιταγή «εξωτερική».

Λες δηλαδή ότι ο Κόντογλου είχε ενδυθεί ένα αξιακό πλαίσιο, που δεν ήταν στενά ζωγραφικό.

Έτσι ακριβώς. Εξηγούσε μέσα εκεί ότι η σημασία της αντιγραφής είναι σαν το αλφάβητο. Πρέπει να το μάθεις για να διαβάζεις. Αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος! Τον ενδιέφερε δηλαδή η δημιουργικότητα, αλλά κάποια στιγμή αυτή απέκτησε δευτερεύοντα ρόλο.

Μπαίνοντας μέσα σε ένα ναό, το πρώτο που πρέπει ν′ αντικρίσει κανείς είναι ένα ψυχικό τοπίο

Ο Κόντογλου, προς το τέλος έστω της ζωής του, κατόρθωσε να γνωρίσει μια κοινότητα ανθρώπων που τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν. Τι σημαίνει να κάνεις αγιογραφία σήμερα, σε μια εποχή που η έννοια της ενορίας, της κοινότητας δηλαδή, αν δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς, έχει αισθητά χαλαρώσει;

Είναι σίγουρα δυσκολότερο το εγχείρημα απ’ ότι στο παρελθόν. Τώρα, είτε έχουμε ένα αδιάφορο κοινό είτε ένα κοινό μαθημένο, δεν μπορεί εύκολα να δεχτεί οτιδήποτε καινούργιο στην εκκλησιά. Είναι σίγουρα πιο δύσκολο να φτιάξεις ένα πράγμα που θα λειτουργεί. Η προσωπική μου εμπειρία είναι η εξής: ευλογία είναι να σκεφτόμαστε το κοινό, να λογαριάζουμε δηλαδή κάποια δεδομένα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου − δεν λέω του ανθρώπου που έρχεται συχνά στην εκκλησία, αλλά γενικώς του ανθρώπου που ζει στην κοινωνία. Τότε επιχειρούμε ένα σημαντικό άνοιγμα. Να σκεφθείς δηλαδή απέναντί σου ως θεατή, όχι έναν πιστό με την στενή έννοια του όρου, αλλά κάποιον ο οποίος είναι ακόμη και αδιάφορος σε θέματα πίστης. Και σε αυτόν είναι ανοιχτός ο ναός. Να δεις δηλαδή τον λεγόμενο μέσο άνθρωπο ως αποδέκτη του έργου. Αυτός είναι ένας «ζαλισμένος» άνθρωπος, υπερφορτωμένος από πληροφορίες, κυριολεκτικά μαστιγωμένος από ποικίλες εικόνες. Άρα, μπαίνοντας μέσα σε ένα ναό, το πρώτο που πρέπει ν′ αντικρίσει κανείς είναι ένα ψυχικό τοπίο. Το σύνολο του ναού να είναι ένα ψυχικό τοπίο. Και μετά να δεις τις επιμέρους αισθητικές κατηγορίες, είτε αφορούν θεολογικές έννοιες, είτε οτιδήποτε άλλο. Αυτό άλλωστε συνέβαινε σε κάθε εποχή.

Τι εννοείς;

Αν παρακολουθήσει κανείς την ιστορία της εικονογραφίας, τουλάχιστον όταν αυτή διαμορφώθηκε σε επίπεδο που να δημιουργεί εικαστική «εγκατάσταση» μέσα στο ναό χωρίς να έχουμε μόνο σκόρπιες εικόνες, θα παρατηρήσει ότι στα καλοφτιαγμένα μνημεία εισέρχεσαι σε μία κατάσταση. Σε πιάνει κυριολεκτικά από τα μούτρα μια «ατμόσφαιρα». Αυτό είναι το πρώτο και βασικό μέλημα της εικονογραφίας. Σε δεύτερο επίπεδο θα του προσφέρεις επιμέρους στοιχεία που δημιουργούν συγκεκριμένα συναισθήματα και σε τρίτο επίπεδο πια θα περάσεις στο θέμα και στο νόημα. Αυτή την ιεράρχηση θα έπρεπε ν′ ακολουθούμε. Όταν όμως παίρνει ο άλλος και αντιγράφει ένα ψυχικό τοπίο του 14ου αιώνα, κάτι δεν πάει καλά. Σκέψου ότι η ζωγραφική του Θεοφάνη, η Κρητική ζωγραφική είναι ένα «πάντρεμα» του οικείου τρόπου, του ελληνικού, με την Αναγέννηση. Οπότε όταν έμπαινε κανείς στο ναό ήταν αληθινή χαρά Θεού! Άρα, αν κανείς σκεφτεί με μία τέτοια ιεράρχηση μπορεί αυτό που φτιάχνει να έχει «λειτουργία» σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Σήμερα, όμως, είναι εύκολο να λειτουργήσει αυτό;

Γνώρισα ανθρώπους στην Αμερική που έγιναν ορθόδοξοι εξαιτίας της εικονογράφησης στο ναό.

Τί συντελεί στο ψυχικό τοπίο που περιγράφεις;

Στην περίπτωσή μας παίζει τεράστιο ρόλο πώς θα διαλεχθείς με την αρχιτεκτονική για να την ολοκληρώσεις, αλλιώς θα την κομματιάσεις. Το δεύτερο είναι η χρωματική γκάμα, η παλέτα σου. Όταν σε μία ζωγραφική που πολλές φορές ξεπερνά τα 2.000 και 3.000 τ.μ. σε ναούς που, κατά κανόνα, στην Ελλάδα έχουν πολύ φως, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσεις μία γκάμα σκληρών, μεταλλικών χρωμάτων. Θεωρώ λογικό, λοιπόν, να πας σε μία ήπια, παστέλ ατμόσφαιρα η οποία θα «γεμίζει» τον χώρο χωρίς να είναι διόλου επιθετική. Κι εξηγούμαι: το ψυχικό τοπίο, όπως το εννοώ, συμπυκνώνεται στη φράση που λέει ο ιερέας πριν τη θεία κοινωνία: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», δηλαδή προχωράς για να φτάσεις σε μια στιγμή καταλλαγής, συμφιλίωσης. Δεν μπορείς να έχεις γύρω σου ένα περιβάλλον που να σε εξωθεί σε ταραχή και διάσπαση. Θέλεις μια ειρήνη στον χώρο.

Αναφέρθηκες στους σύγχρονους μνημειακούς ναούς και αυτομάτως ήρθε στο νου το ζωγραφικό εγχείρημα που δοκίμασες στην Παναγία Φανερωμένη στη Βουλιαγμένη. Έχει απήχηση στο εκκλησιαστικό κοινό;

Το εγχείρημα είναι ουσιαστικά «επιστροφή» στην αρχαία, την πολυγνώτεια τετραχρωμία, όπου στην πράξη ξεκινάς με δύο χρώματα, ένα άσπρο και μια ώχρα. Την ψήνεις κι έχεις ένα κόκκινο, παραπάνω βγάζει μαύρο. Οπότε, έχεις μια καλή βάση και οτιδήποτε κι αν φτιάξεις είναι συμφιλιωμένο. Έτσι, έχεις μια λιτότητα «ασκητική» που δεν χάνει τις ποιότητές της – δεν κάνεις ασπρόμαυρα πράγματα -, όπου τίποτα δεν κραυγάζει, αλλά όλα αγκαλιάζονται. Αυτό το δοκιμάσαμε στη Φανερωμένη και, νομίζω, πέτυχε. Αυτό που προσδοκούσα, το άκουσα, όταν ένας απλός άνθρωπος είπε «μα τι ειρήνη είναι εδώ μέσα!».

Αυτό το συνέχισα και στην Αμερική, όπου έχουμε ακόμη μεγαλύτερα μεγέθη. Λειτουργεί απευθυνόμενο ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν στενή σχέση με την Εκκλησία.

Άρα, λες ότι έχει και λειτουργικό ρόλο.

Οπωσδήποτε! Γνώρισα ανθρώπους στην Αμερική που έγιναν ορθόδοξοι εξαιτίας της εικονογράφησης στο ναό. Στην Ιντιάνα ο τρούλος έχει 50 μ. περίμετρο. Αν το χειριστείς σωστά μπορείς να δημιουργήσεις μια ιδανική ατμόσφαιρα.

Πού βλέπεις να πηγαίνει η εικονογραφία γενικότερα;

Υπάρχουν δύο βασικές τάσεις νομίζω. Στον τόπο μας εντοπίζω μια στροφή προς τον νατουραλισμό, αντλώντας κυρίως από παλαιολόγεια πρότυπα. Κάποιοι «βελτιώνουν» τη βυζαντινή ζωγραφική οδηγώντας τη σε μία νεο-ναζαρηνή συνθήκη. Δεν είναι ακόμη εκεί, αλλά σιγά-σιγά εκεί θα φτάσει. Η άλλη τάση αναπτύσσεται, κυρίως, στην ανατολική Ευρώπη, - Σερβία, Ρουμανία, Ουκρανία -, που πηγαίνει προς την άλλη κατεύθυνση. Απηχεί τα αφαιρετικά στοιχεία της βυζαντινής ζωγραφικής και τα πηγαίνει στα άκρα, με μία δισδιάστατη τέχνη, σχεδόν παιδική. Έχει λιγότερη πλαστικότητα ακόμη κι από την κοπτική τέχνη. Οδηγεί λίγο-πολύ την εικόνα σε ένα επίπεδο συμβόλου, και όχι παρουσίας.

Η βυζαντινή εικόνα όμως έχει μια εκπληκτική ισορροπία ανάμεσα στην αφαίρεση και στο νατουραλισμό. Έχει μεν αφαίρεση, αλλά δεν φτάνει ποτέ να καταργήσει την αίσθηση της παρουσίας. Αυτή η ισορροπία πάει να χαθεί είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση.

Πάντως, στην έκθεση για το Τέμπλο (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Οκτώβριος 2017 – Φεβρουάριος 2018) έδειχνες λύσεις που παραπέμπουν σε σύμβολα.

Σαφέστατα μεταδίδει νόημα το σύμβολο και δεν μπορείς να το παρακάμψεις. Ωστόσο, δεν μπορείς από την άλλη μεριά να αφαιρέσεις την αίσθηση της παρουσίας που σου παρέχει η εικόνα. Αν χαθεί αυτό το στοιχείο, τότε περνάμε σε μια διαφορετική εκκλησιολογία. Δεν θα είναι ανεικονικό, θα έχει μορφές, με τις οποίες όμως δεν θα μπορείς να επικοινωνήσεις. Κινδυνεύουμε λοιπόν να περάσουμε σε μια άλλη εκκλησιολογία με την έννοια ότι τα εικονιζόμενα υπάρχουν αλλά δεν σχετίζονται με τον πιστό. Είναι κάπου αλλού, σε μια υπερβατική πραγματικότητα. Το ίδιο πρόβλημα έχει και ο νατουραλισμός. Αν τον εξωθήσεις στα άκρα και οδηγηθείς σε μια καθαρά νατουραλιστική ζωγραφική περνάμε επίσης σε μια άλλη εκκλησιολογία, γιατί συνιστά μια δεύτερη πραγματικότητα. Αυτά έχουν «συμφιλιωθεί» στη δική μας ζωγραφική παράδοση. Επειδή, όμως, δεν διαθέτουμε τις ανάλογες προϋποθέσεις διαλόγου και άρα και εκτίμησης παλαιότερων πραγμάτων, γι’ αυτό βλέπεις χανόμαστε σε πειραματισμούς οι οποίοι δεν μας πάνε κάπου. Θέλει ισορροπία.

Ξαναλέω, λοιπόν, ότι άλλο πράγμα η τέχνη κι άλλο η θεολογία. Η τέχνη είναι ένα παιχνίδι των αισθήσεων και θέλει άλλου είδους πλησίασμα. Δεν μπορείς να εφαρμόζεις έναν τυπικό σχολαστικισμό του μεσαίωνα στην εικόνα. Αν διαβάσεις το «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα» του Έκο, θα εκπλαγείς. Ουσιαστικά, ο τρόπος σκέψης, η μέθοδος προσέγγισης των εικόνων απηχεί τον σχολαστικό τρόπο, προσαρμοσμένο «ορθόδοξα» στην εικονογραφία. Η αναζήτηση του νοήματος πίσω από οτιδήποτε. Ανοίγουμε, ίσως ένα τεράστιο κεφάλαιο, αλλά πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η εικόνα είναι ένα διττό πράγμα: είναι σαφώς θεολογία, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Για να μπορείς μιαν εικόνα και να τη θαυμάσεις αλλά και να προσευχηθείς, πρέπει να ξεφύγεις από τον σχολαστικισμό και να μπορείς να αναχθείς στο εικονιζόμενο.

Τι προϋποθέσεις θα ήθελες να έχει κάποιος απέναντι στο εικονογραφικό σου έργο.

Θα ήθελα έναν άνθρωπο ανοιχτό να βλέπει χωρίς παρωπίδες. Αν κοιτάξει έτσι την εικόνα, θα βρει ομορφιά, θα αναγνωρίσει πράγματα που ξέρει, γιατί επ’ ουδενί δεν επιθυμώ να καταστρέψω κάτι που υπάρχει.

ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΤΕ Αναστηλώνοντας την Γέφυρα της Πλάκας «Αθηναϊκές Διαδρομές Βιβλίου»: Από τις 19 Οκτωβρίου ξανά στις γειτονιές της πόλης
Keywords
αθηνα, σημαίνει, συλλήβδην, εξηγείται, ελλαδα, φως, φεβρουάριος, κινηση στους δρομους, Καλή Χρονιά, θεμα εκθεσης 2012, τελος του κοσμου, ξανα, κοινωνια, τι σημαινει, φιλοσοφικη, ντοστογιεφσκι, τμημα θεατρικων σπουδων, εικονες, ζωγραφικη, θεμα, θηριο, ιωσηφ, ομορφια, ουκρανια, πλαισιο, ρουμανια, φως, χρωματα, ωχρα, αβιαστα, αγιον ορος, αισθητικη, αλφαβητο, αμερικη, αμοιβαια, αναγεννηση, ανθρωπος, απηχηση, αρχαια, αρχιτεκτονικη, ατμοσφαιρα, αφαιρεση, βλεμμα, γεφυρα, δευτερο, δυνατοτητα, δυστυχως, δικη, δογμα, δυναμικο, ευλογια, εγχειρημα, ευκολο, ευκολα, ειπε, υπαρχει, ειρηνη, εκθεση, εκκλησια, εκο, εννοια, εξηγείται, εποχη, επρεπε, ερχεται, ευρωπη, τεχνη, ζωη, ζωγραφου, ζωης, ιδια, ιδιο, ισχυει, θειο, θεια κοινωνια, θρησκεια, εικονα, ισορροπια, κεφαλαιο, κινητο, κι αλλο, λειτουργια, λεπτομερειες, μαυρο, μνημεια, μπορεις, μυαλο, νοημα, οκτωβριος, ορια, ορος, ουσιαστικα, περιβαλλον, πιστη, ψυχη, ρισκο, ρολο, ρωτα, σερβια, σιγουρα, συγκεκριμενα, συντηρηση, συμβολα, σπαρτη, στα ακρα, συλλήβδην, σχεδια, ταση, τι ειναι, τμημα, υψηλη, φεβρουάριος, φυση, φτανει, χαρα, ψυχικο, αιωνες, ασπρο, κειμενα, κομματι, μεθοδος, μοιαζει, ναος, παιχνιδι, πληροφοριες, σημαίνει, θεια, θελω να, θεματα, θεολογια, υλικο, βεβαιως, ξεκινησε
Τυχαία Θέματα