Υπερπλεόνασμα και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα

Το υπερπλεόνασμα προέκυψε από την επιστράτευση των εξελιγμένων τεχνικών μέσων (ηλεκτρονικές πληρωμές, διασύνδεση ταμειακών με ΑΑΔΕ κ.λπ.), που οδήγησε στο «άσπρισμα» ενός σημαντικού μέρους της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο μέχρι πρότινος διέφευγε από τα ραντάρ των φορολογικών μηχανισμών.Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση αυτού του ενδημικού χαρακτηριστικού της ελληνικής πραγματικότητας που αφορούσε

την σημαντική βαρύτητα της άτυπης οικονομίας (και συνακολούθως τις στρεβλώσεις που εκείνη προκαλούσε).

Υπάρχουν όμως εδώ δύο μεγάλα αλλά.

Κατ’ αρχάς, το υψηλό επίπεδο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας επιβαλλόταν τόσα χρόνια ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η ενδημική φοροδιαφυγή (αφού έχουμε διαφυγόντα έσοδα από την άμεση φορολογία, ενισχύουμε την έμμεση). Βέβαια έτσι καταλήγαμε το σύστημα να είναι πιο άδικο καθώς η έμμεση φορολογία είναι οριζόντια και επιβαρύνει περισσότερο όσο πιο χαμηλό είναι το εισόδημα. Υπήρχε και μια διάσταση κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς, η ισοστάθμιση αυτή επικροτούσε εμμέσως εκείνους που δεν τα δήλωναν όλα, και τιμωρούσε εκείνους που τα δήλωναν όλα. Βεβαίως εδώ υπάρχει το αντεπιχείρημα από πλευράς κυβέρνησης πως οποιαδήποτε μείωση στο ΦΠΑ δεν θα καταλήξει στους τελικούς καταναλωτές, αλλά θα απορροφηθεί από παραγωγούς, μεσάζοντες, ή/και τους πωλητές λιανικής. Το επιχείρημα αν και ρεαλιστικό, συνιστά ταυτοχρόνως και μια παραδοχή για την ανικανότητα του κράτους να ρυθμίσει την αγορά ώστε να προστατέψει τους καταναλωτές από αθέμιτες πρακτικές (και κατά συνέπεια μια παραδοχή αδυναμίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την ανικανότητα αυτήν).

Ύστερα η ενδημική φοροδιαφυγή λειτουργούσε ως τεχνητή υποστήριξη σε μια μικροϊδιοκτησία παρασιτικού τύπου, η οποία είχε απωλέσει προ πολλού την βιωσιμότητά της. Η πάταξή της συνεπάγεται την αιώρηση σημαντικών μερίδων από τα μεσαία και χαμηλά στρώματα στο φάσμα της οικονομικής καταστροφής. Γι’ αυτό και χρειάζεται, έστω και μέσα από την διαδοχή των γενεών, να συμβεί η παραγωγική ανασύνθεση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, κάτι που απαιτεί ειδική εκπαιδευτική πολιτική, βιομηχανική πολιτική κ.ο.κ. Εδώ το κράτος, και συγκεκριμένα η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται στην αρνητική πλευρά του μεταρρυθμιστικού ισοζυγίου.

Το πρόβλημα δεν εκδηλώνεται βραχυπρόθεσμα καθώς τα φορολογικά έσοδα αυξάνουν, και τα υπερπλεονάσματα μπορούν να διοχετευθούν σε στοχευμένες παροχές προς τους ασθενέστερους. Εντούτοις μεσομακροπρόθεσμα, και δίχως την παραγωγική ανασύνθεση των μίκρο/μέσο στρωμάτων, θα υπάρξει περιορισμός των εισοδημάτων (άρα και των φορολογικών εσόδων), όξυνση του χάσματος των ανισοτήτων, και συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας θα «μείνουν πίσω».

Η εξυγίανση του ελληνικού μοντέλου, επομένως, δεν μπορεί να έχει μόνον φορολογικό χαρακτήρα, αλλά να αυξάνει τον βαθμό της οικονομικής πολυπλοκότητας, και να ενθαρρύνει τις παραγωγικές δραστηριότητες πέραν της «οικονομίας του φρέντο». Το έλλειμμα πολιτικών για την παραγωγική μεταβολή στο μείγμα της οικονομίας είναι σοβαρό, και αποτελεί αιχμή μιας δημιουργικής κριτικής στην κυβέρνησης.

Στεγαστικό πρόβλημα. Απαιτεί όπως σωστά τονίζεται από μέτρα τόνωσης της προσφοράς (δηλαδή, ανανέωσης του γερασμένου, και περιορισμένου στεγαστικού αποθέματος) και όχι μόνον παρεμβάσεις από την σκοπιά της ζήτησης. Εδώ οι πολιτικές πρέπει να υπερβούν την διελκυστίνδα κρατισμού-φιλελευθερισμού και να καινοτομήσουν ώστε να προχωρήσει το κράτος σε παρεμβάσεις για την διάθεση ακινήτων στην αγορά. Παράδειγμα, το ενδεχόμενο τριμερών συμπράξεων κράτους-τοπικής αυτοδιοίκησης (ή άλλων κοινωνικών φορέων) και ιδιωτών θα πρέπει να διερευνηθεί ώστε να απελευθερωθούν και να ανακαινιστούν ακίνητα δημοσίων χρήσεων.

Επίσης, θα πρέπει να αποπαγκοσμιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό η αγορά της κατοικίας (που διεθνοποιήθηκε αρχικώς δίχως κανένα φραγμό μέσω πρακτικών όπως η Χρυσή Βίζα ή η αλόγιστη επέκταση του Airbnb μέσα στις πόλεις).

Τέλος, καθώς τα κέντρα των πόλεων είναι ήδη κορεσμένα, και η αποσυμφόρησή τους δεν συντελείται με «θεραπείες σοκ» αλλά απαιτείται χρόνος και σύνθετες πολιτικές, θα πρέπει να συνδεθεί το στεγαστικό με μια διπλή αποκέντρωση: αφ’ ενός μέσα στις ίδιες πόλεις, προς τα ευρύτερα προάστια με άξονα την ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, και με την βοήθεια πολιτικών διάχυσης της παραγωγής και της εργασίας· αφ’ ετέρου, και κυριότερα, με την ουσιαστική αποκέντρωση και την ενίσχυση της περιφερειακότητας πράγμα που σημαίνει πολιτικές που ενθαρρύνουν τις μετακινήσεις στις μικρές και μεσαίες πόλεις της χώρας, και άρα, των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών περιφερειών.

Ένα άλλο θέμα αφορά στην υστέρηση στις κοινωνικές επενδύσεις/υπερβολική έμφαση στην επιδοματική πολιτική (και για μικροπολιτικούς λόγους). Η επιδοματική πολιτική ως γνωστόν, ενισχύει τους δείκτες εξάρτησης των μίκρο/μέσο στρωμάτων από την πρόνοια, και άρα αναπαράγει την κοινωνική τους καχεξία. Συνίσταται λοιπόν η κατά το δυνατόν αποφυγή τους. Αντίθετα, μια νέα αντίληψη που οργανώνει τις κοινωνικές δαπάνες υπό την αντίληψη των κοινωνικών επενδύσεων (και άρα δίνει προτεραιότητα στην διοχέτευση των πλεονασμάτων στην εκπαίδευση, το δημογραφικό, την υγεία, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και ευρύτερα τις υποδομές) θέτει τις βάσεις για την αυριανή οικονομική αυτοδυναμία των στρωμάτων εκείνων που τώρα εξαρτώνται από τα κρατικά επιδόματα. Αυτό, εξ άλλου, είναι και το ακριβές νόημα της «κοινωνικής ανταποδοτικότητας» των υπερπλεονασμάτων.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Υπερπλεόνασμα,yperpleonasma