Υψηλή φορολογία ή ανάπτυξη; Το δίλημμα στην εποχή της κρίσης

Αναφορικά με τη συνεχιζόμενη επιβολή επαχθών φορολογικών μέτρων είναι αναγκαίο να παρατηρηθούν τα εξής ειδικότερα για την επιδιωκόμενη δραστική αύξηση φορολογικών εσόδων με τη λήψη μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα:

Ότι δηλαδή, από τη μια πλευρά, είναι αληθές ότι το Κράτος έχει ανάγκη από έσοδα με τον πορισμό των αναγκαίων σε αυτό οικονομικών μέσων, ώστε αφενός το ίδιο να συνεχίσει να υφίσταται, αφετέρου για παροχή αγαθών και υπηρεσιών στους πολίτες που καθιστούν μια αξιοπρεπή διαβίωση δυνατή μέσα στο πλαίσιο
της ανθρώπινης κοινωνίας. Ιδίως δε, στη σύγχρονη εποχή της οξύτατης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης το Ελληνικό Κράτος παρουσιάζει -εντονότερα από ποτέ- την ανάγκη και το συμφέρον ταχείας εκκαθάρισης των φορολογικών υποθέσεων και επίσπευσης είσπραξης δημοσίων εσόδων κατεξοχήν με τη μορφή φόρων.

Πρέπει εξάλλου να υπογραμμιστεί ότι οι εισπραττόμενοι φόροι, ως προβλέψιμα σταθερά έσοδα, επιτρέπουν την αποταμίευση πλούτου και τη δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος, λειτουργία κρίσιμη σε περιβάλλον οικονομικής ύφεσης με θηριώδη αναλογικά ελλείμματα και υψηλό δημόσιο χρέος, καθώς καθιστά δυνατή την κάλυψη των κρατικών δαπανών από τη φορολόγηση, χωρίς διαρκή ανάγκη μελλοντικής προσφυγής σε υπέρογκο εσωτερικό ή εξωτερικό δανεισμό. Επίσης, υπενθυμίζεται πως στη σύγχρονη πραγματικότητα η φορολογία, εκτός από τους κυρίως ταμιευτικούς σκοπούς, επικουρικά υπηρετεί και οικονομικούς και ιδίως κοινωνικούς σκοπούς (καταπολέμηση της ανεργίας, προστασία ευπαθών κοινωνικών ομάδων, ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων, αντιμετώπιση ειδικών κοινωνικών προβλημάτων, π.χ. ρύπανση, πολεοδομία).

Ενόψει των ανωτέρω είναι ευνόητο το συμπέρασμα ότι εν τέλει, χωρίς αποτελεσματική είσπραξη των φορολογικών εσόδων, το Κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σύγχρονό του ρόλο με την πραγματοποίηση αναγκαίων παροχών, αλλά ούτε να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση που αποτελούν τους κυριότερους Δανειστές του. Με τον τρόπο αυτό συντελείται μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, βιωσιμότητα των οικονομικών του Κράτους ή ακόμα και εξυγίανση της δημοσιονομικής διαχείρισης, όπως επισημαίνουν οι Καθηγητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Liam Murphy και Thomas Nagel.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η εξαιρετικά σοβαρή οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η Χώρα δεν μπορεί να είναι το άλλοθι εξάλειψης του Κράτους Δικαίου. Την ώρα που απειλείται η οικονομική κρατική υπόσταση και καλούμαστε όλοι να συνεισφέρουμε για τη συνέχεια του Κράτους, στο πλαίσιο αυτό της σχεδόν αγωνιώδους προσπάθειας για τη διάσωση των δημοσιονομικών, η δικαιολογία της αδήριτης ανάγκης για την πλήρωση του δημόσιου κορβανά δε μπορεί να προβάλλεται άνευ προβληματισμών.

Σοβαρά ερωτήματα εγείρονται αναφορικά με τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αρνητικές σαφώς συνέπειες εξίσου για τα οικονομικά του Κράτους και τα ατομικά δικαιώματα των φορολογουμένων, αφού η εμπειρία έχει αποδείξει ότι φορολογικό σύστημα που δε σέβεται τα ατομικά δικαιώματα των φορολογουμένων δε γίνεται αποδεκτό από τους τελευταίους και οδηγεί επομένως, στη δημιουργία στρεβλωτικών συνθηκών ενώ, ακυρώνει τη λειτουργική ουδετερότητα του φόρου και τη μακροχρόνια αποδοτικότητά του λόγω εμβάθυνσης φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.

Εξάλλου, το Σύνταγμα, ως τουλάχιστον ακόμα ισχύει, προστατεύει τον πολίτη και πρωτίστως την ανθρώπινη αξία από τυχόν αυθαίρετη άσκηση φορολογικής εισπρακτικής πολιτικής με επιβολή υψηλών και άδικων φορολογικών βαρών. Δοθέντος μάλιστα ότι αποτελεί πολιτική απόφαση και η άμεση προτεραιότητα της ανάγκης για αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, μείωσης του κόστους εργασίας, δημιουργίας κινήτρων για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, αντιλαμβανόμαστε ότι η συνύπαρξη των δεδομένων παράγει αποτελέσματα και πέραν του εισπρακτικού σκοπού του φόρου.

Πρόκειται, επομένως, για περιπτώσεις όπου η δυσχερής οικονομική κατάσταση του Κράτους -υπό τις ειδικότερες εκφράσεις της δυσκολίας αξιοπρεπούς δανεισμού, της διόγκωσης του δημοσίου ελλείμματος και αδυναμίας εξορθολογισμού του ύψους του δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με την καλπάζουσα αύξηση του πληθωρισμού που απαιτούν την αύξηση εισροής φορολογικών εσόδων, επηρεάζει, στα όρια της συνταγματικής αντοχής ή πέραν αυτής, το επίπεδο της πραγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φορολογουμένων και της ίδιας της δημοκρατίας. Ακόμη κι αν η παραπάνω συμπεριφορά είναι σαφώς εξηγήσιμη οικονομικά, η οικονομική αδυναμία και οι οργανωτικές παθογένειες της φορολογικής Διοίκησης δε συγχωρούν δημοκρατική εκτροπή με άλλοθι την εξοικονόμηση και εκμαίευση χρημάτων μέσω επιβαλλόμενων φόρων, έστω απαραίτητων για την οικονομική βιωσιμότητα του Κράτους.

Θεωρούμε ότι στο εν λόγω κρίσιμο δίλημμα που τίθεται, ορθότερη παρίσταται η θέση ότι απαιτείται ανάληψη λελογισμένων πολιτικών επιλογών που επιτυγχάνουν τον «χρυσό κανόνα» ή τη «μέση οδό» μεταξύ δημοσιονομικής εξυγίανσης με την επιβολή υψηλών φόρων και διατήρηση του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού status quo του Κράτους. Προς την κατεύθυνση αυτή με κομβικό ρυθμιστή την υιοθέτηση αποτελεσματικών μηχανισμών αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης κατά τρόπο συμβατό με τις πολλαπλές διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας, ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να σκεφθεί ενδεχόμενα πρόσφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε κάλλιστα να επιδιώκει την δια εξισορρόπησης σφόδρα αντιτιθέμενων δικαιωμάτων (φορολογουμένου, Δημοσίου, τρίτων) ικανοποίηση ποικίλων συμφερόντων με σκοπό, αφενός τη θωράκιση του φορολογουμένου έναντι της φορολογικής αυθαιρεσίας, αφετέρου την κάλυψη των δημοσίων αναγκών εντός του δημοκρατικού-κοινωνικού Κράτους, μέσω πάντως φορολογίας που θα βασίζεται στην αρχή της ισότητας και την κοινωνική συνοχή.

Εξάλλου, διαχρονικά η φορολογία αποτελεί έτσι κι αλλιώς άσκηση εξεύρεσης πολιτικής ισορροπίας και σύγκλισης μεταξύ κατεξοχήν διαφορετικών στόχων με σύνεση, αποφασιστικότητα και θετικό πνεύμα ενόψει κρίσης, προκειμένου να επιτευχθεί οικονομική βιωσιμότητα και μεγιστοποίηση των τυχόν αναπτυξιακών συνεπειών σε συνδυασμό με εμπέδωση αισθήματος δίκαιης φορολογικής επιβάρυνσης.

Στην εκπλήρωση αυτού του εγχειρήματος ισορροπίας είναι έντονη η πεποίθησή μου πως λαμβάνοντας υπόψη τις νέες εκάστοτε συγκυρίες και υπό την επιρροή των διεθνών δεδομένων, η ικανοποίηση των φορολογικών αναγκών του Κράτους αποτελεί όχι άλλο ένα στόχο, αλλά ειδικότερο μέλημα πρώτης προτεραιότητας που εντάσσεται πάντως σε μια εντατική προσπάθεια ανάκαμψης της Χώρας σε μια ισόρροπη πορεία προς ένα αναπτυξιακό μέλλον.

Οποιαδήποτε άλλη λύση διαφορετική από την εξεύρεση «εύλογης ισορροπίας» δε φαίνεται να δίδει λύση στο πρόβλημα της Χώρας, το οποίο είναι κατ' εξοχήν «αναπτυξιακό», δηλαδή η πρόσδοση αισιοδοξίας και προοπτικής και προπάντων κινήτρων ανάληψης νέων επιχειρηματικών και εργασιακών πρωτοβουλιών. Είναι σαφές ότι μια τέτοια απόπειρα πολυπρισματικής θεσμικής προσέγγισης είναι δυσχερές πολιτικό εγχείρημα που προκαλεί περισσότερο προβληματισμό, αμφιβολίες και συνεχή θέση νέων ερωτημάτων και αποριών παρά οδηγεί σε βεβαιότητες.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, η όλη ειλικρινής συζήτηση πρέπει να επακολουθήσει με σεβασμό, με ιδιαίτερη ευαισθησία, άρα λοιπόν πρέπει, καταληκτικά, να γίνει μια νηφάλιος συζήτηση όπου θα τεθούν τα επιχειρήματα όλων των πλευρών με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου και όχι ερήμην της σύγχρονης οικονομικής κατάστασης του Κράτους, ώστε μπορεί να εξευρεθεί η χρυσή τομή. Σε κάθε περίπτωση, τελικά, ανεξαρτήτως της λύσης που μπορεί πρόσκαιρα να υπερισχύσει στα φορολογικά, η διαιώνιση του ανωτέρω προβληματισμού αποτελεί μια αναπόφευκτη πραγματικότητα επιβεβαιώνοντας μέχρι τις μέρες μας τη ρήση του Προέδρου J. F. Kennedy ότι «Δίχως διάλογο, δίχως κριτική, καμία Διοίκηση και καμία χώρα δεν δύναται να επιτύχει - και καμία δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει».

-- This feed and its contents are the property of The Huffington Post, and use is subject to our terms. It may be used for personal consumption, but may not be distributed on a website.

Keywords
Τυχαία Θέματα