Ο Προκόπης Παυλόπουλος για την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη

Για μία από τις πιο αγνές και χαρακτηριστικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης έκανε λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στην ομιλία του κατά την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, στο χωριό Συρράκο, στον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων.

Όπως τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κώστας Κρυστάλλης «θύμισε στους Έλληνες της εποχής του, μέσα από το πλούσιο έργο του, την σημασία του Λαϊκού Πολιτισμού μας και την αξία της γλώσσας του Λαού

μας, της δημοτικής».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας.

«Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και χαρά ευρισκόμενος σήμερα εδώ, ύστερα από την ευγενική πρόσκληση του Δημάρχου Βορείων Τζουμέρκων, για να συνεορτάσουμε στο πανέμορφο και εμβληματικό Συρράκο τα 150 χρόνια από την γέννηση ενός εκλεκτού του τέκνου, του Κώστα Κρυστάλλη. Μιας από τις πιο αγνές και χαρακτηριστικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης, του «ποιητή του βουνού και της στάνης».

Επιτρέψατέ μου στο σημείο αυτό να πω λίγα λόγια για την, δυστυχώς σύντομη, πλην όμως τόσο σημαντική, από πλευράς ποιοτικής παραγωγής έργου, ζωή του Κρυστάλλη.

O Κώστας Κρουστάλλης (1868-1894) γεννήθηκε στο Συρράκο το 1868, όπου και έζησε ως τα δώδεκά του χρόνια. Ο πατέρας του, Δημήτριος Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συρράκου, με έδρα της επιχείρησής του τα Ιωάννινα και ακτίνα δραστηριοτήτων που κάλυπτε ολόκληρη την Ήπειρο. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος υπήρξε ο πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα έμαθε στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 εγγράφηκε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.

Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει, και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄ άλλους βιογράφους του, διέκοψε τις σπουδές του διότι ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε ως υπάλληλο στο μαγαζί του, καθώς η επιχείρησή του οικονομικά είχε αρχίσει να φθίνει μετά το 1880.

Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε, με περιπετειώδη τρόπο, στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν, ερήμην, σε εικοσιπενταετή εξορία. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Πρωτεύουσα εργάσθηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και, παράλληλα, δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσελήφθη ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με την διεύθυνση του περιοδικού. Μετέπειτα διορίσθηκε υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου.

Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν ως αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε. Τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του, η οποία και τον φρόντισε, με αγάπη και στοργή, που τόσο στερήθηκε σε όλη του την ζωή, κατά τις τελευταίες μέρες του σύντομου βίου του. Ας σημειωθεί ότι τα χρόνια της παραμονής του στην Αθήνα, όπου, όπως προαναφέρθηκε, κατέφυγε για ν’ αποφύγει τον διωγμό του από τους Τούρκους στην Ήπειρο και ν’ αναπνεύσει τον «καθαρό αέρα» της ελεύθερης Ελλάδας, υπήρξαν χρόνια δύσκολα, κατά τα οποία έδωσε σκληρό αγώνα για τον βιοπορισμό του. Δεν του συμπαραστάθηκαν παρά ελάχιστοι φίλοι. Παραταύτα, βρήκε την ψυχική και πνευματική δύναμη να είναι εξαιρετικά παραγωγικός από συγγραφική άποψη.

Μένοντας στο ποιητικό και το πεζογραφικό του έργο, οφείλω να υπογραμμίσω τα εξής:

Tα πρώτα του ποιήματα, «Αι Σκιαί του Άδου» (1887), όπου εξυμνεί τους αγωνιστές του 1821, και «Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (αρχές του 1890), έχουν επικό χαρακτήρα και διακρίνει κανείς σ’ αυτά την επίδραση του Βαλαωρίτη.

Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσίευσε στα επόμενα χρόνια και συνιστούν ωριμότερη εκδήλωση του πηγαίου ποιητικού του ταλέντου, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», στην οποία είναι πρόδηλη η επίδραση από το δημοτικό τραγούδι αλλά και η λαογραφική της θεματολογία. Η πρώτη από αυτές τις δύο συλλογές, με τίτλο «Αγροτικά» (Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στον Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό, αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά, «Τα Μάτια της Ψυχής μου». Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» (1893), διακρίθηκε παίρνοντας έπαινο επίσης στον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό, ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη, «Έρως και Ψυχή».

Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο «Πεζογραφήματα»), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: Δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος.

Ο Κρυστάλλης, όμως, ασχολήθηκε και με την συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού: Ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το “Vie de Montagne”, που εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 και μ’ αυτό σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα, ενώ δίνει και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα. Η ενασχόλησή του με την λαογραφία αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ΄ και Δ΄ τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ άρθρα για την Ήπειρο. Επίσης εντοπίζονται, σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα όπως «Ο Γάμος της στάνης», όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής, με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το άλλο του διήγημα, «Το πανηγύρι της Καστρίτσας», το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, σε ειδικές εργασίες του, όπως «Οι Βλάχοι της Πίνδου», «Γραμμενοχώρια», «Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου».

Σε μια προσπάθεια, έστω και στοιχειώδους, αποτίμησης της αξίας του μεγάλου έργου του, δεν μπορεί κανείς παρά να υπογραμμίσει τα ακόλουθα:

Παρά τις επιδράσεις που έχει δεχθεί από το δημοτικό τραγούδι, από τον Ερωτόκριτο αλλά και από συγχρόνους ομότεχνούς του, όπως ήταν ο Βαλαωρίτης, ο Ζαλοκώστας, ο Βηλαράς και οι ρομαντικοί της Αθηναϊκής Σχολής (ιδίως ο Αχιλλέας Παράσχος), ο Κρυστάλλης υπήρξε εξαιρετικά πρωτότυπος και αυθεντικός.

Είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα λόγια από την «Εισαγωγή» που έγραψε ο Κώστας Πορφύρης στα «Άπαντα» του Κώστα Κρυστάλλη (Εκδόσεις Αυλός, χχ): «Πραγματικά, εκείνα τα χρόνια η πνευματική πρωτοπορεία του τόπου, ο Ν. Πολίτης, ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης, είχαν ανακαλύψει το «λαό». Ο Ψυχάρης είχε ρίξει τη βόμβα του «Ταξιδιού». Ο Πολίτης θεμελίωνε την ελληνική λαογραφία. Ο Παλαμάς έγραφε στα «Τραγούδια της Πατρίδος μου»: «η λαογραφία έπαιρνε στο χέρι της, κρατούσε στη σκέπη της την ποίησή μας. Το δημοτικό τραγούδι, η δημοτική παράδοση, η δημοτική γλώσσα, ο δημοτικός βίος, μας άνοιγε θύρες, μας φανέρωνε απόψεις». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κινήθηκε η ποιητική -και πεζογραφική- δημιουργία του Κρυστάλλη. Υπάρχει ωστόσο μια μεγάλη διαφορά. Ενώ οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, ξεκινούσαν από το αστικό κέντρο για να πάνε να εξερευνήσουν το χωριό, ο Κρυστάλλης κουβαλούσε μέσα του το χωριό, τη ζωή του, τη σκέψη του, τους θρύλους του. Κουβαλούσε προ παντός τη γλώσσα του».

Άλλωστε, και ο ίδιος ο Παλαμάς είχε εξάρει την ποίηση του Κρυστάλλη: «[Στα ποιήματα του Κρυστάλλη] πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζονται αυτοί από εκείνους· κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον». Ο Παλαμάς έχει, μάλιστα, γράψει και ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.

Ειδικώς, όσον αφορά το πεζογραφικό έργο του Κρυστάλλη, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Γρηγόρης Ξενόπουλος υπήρξεν ο πρώτος, ο οποίος διέγνωσε εγκαίρως την μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του σπουδαίου συμπατριώτη σας. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, ο Κρυστάλλης πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον «γεννημένο πεζογράφο». Στα διηγήματά του είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι’ αυτόν πίστωση χρόνου, η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Όπως σημειώνει και πάλι ο Κώστας Πορφύρης στην προαναφερθείσα «Εισαγωγή» του στα Άπαντα του Κρυστάλλη: «Τα πεζογραφικά προσόντα του Κρυστάλλη θα τα βρούμε στην περιγραφική του δύναμη στη σκιαγράφηση των ανθρώπων, στη ζωντάνια των διαλογικών μερών, στη θελκτική αφήγηση. Σε πολλά πεζογραφήματα θα βρούμε και τη λιτότητα κι απ’ όλα λείπει η φιλολογία, τόσο της μόδας εκείνα τα χρόνια».

Τέλος, ο Πορφύρης τονίζει ότι ο Κρυστάλλης είχε «αληθινό ταλέντο και ανησυχία ιστορικού», κάτι που οι περισσότεροι ίσως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει όσο θα έπρεπε. Συγκεκριμένα, γράφει: «Πολλοί έκαναν διάφορες υποθέσεις: αν δεν πέθαινε ο Κρυστάλλης τόσο πρόωρα, την εποχή που άλλοι ξεκινούν, θα γινόταν μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος. Άλλοι λένε το αντίθετο: ό,τι είχε να πει το είπε, στο μέλλον θα αυτοεπαναλαμβανόταν και λοιπόν ο πρόωρος θάνατός του ήρθε στην ώρα του. Υποθέσεις αναπόδειχτες κι’ η μια και η άλλη. Εκείνο που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα, είναι πως ο Κρυστάλλης είχε αληθινό ταλέντο και ανησυχία ιστορικού. Οι βιογράφοι του μας λένε –και το επιβεβαιώνει κι’ ο ίδιος- πως στις εκδρομές του, έψαχνε στα μοναστήρια, ανασκάλευε παληά βιβλία και χαρτιά, διάβαζε χειρόγραφα, κρατούσε σημειώσεις, ρωτούσε να μάθει την προφορική παράδοση, μάζευε θρύλους και λαϊκές ιστορίες, ιστορίες για ανθρώπους και πράγματα, για ήρωες, για βουνά, για βρύσες, για χωριά και για πολιτείες».

Επιτρέψατέ μου να κλείσω αυτόν τον σύντομο Χαιρετισμό μου τονίζοντας τον ιδιότυπο ρομαντισμό του Κώστα Κρυστάλλη, ρομαντισμό «ζυμωμένο» με το «αλεύρι» του Λαϊκού μας Πολιτισμού. Ειδικότερα, ο ρομαντισμός αυτός ήταν εκείνος που επέτρεψε στον Κώστα Κρυστάλλη, μεσ’ από το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου, να εκδηλώσει την τάση υιοθέτησης υψηλών αξιών και μηνυμάτων, μακριά από την τύρβη της ζωής και την μικρότητα των ανθρώπων, που τόσο τον σημάδεψαν. Για του «λόγου το ασφαλές» επιλέγω, όχι βεβαίως δίχως δόση υποκειμενικότητας και λογοτεχνικής αυθαιρεσίας, τους εξής στίχους του:

Πριν απ’ όλα τον εξής στίχο από το ποίημά του «Πόθοι»:

«Ήθελα νάμουν σταυραητός, να πέταγα τ’ αψήλου».

2. Και, δεύτερον, τους εξής ακροτελεύτιους στίχους από το ποίημά του «Στο Σταυραητό»:

«Παρακαλώσε σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο

και δώσ’ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,

πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!».

Αυτός υπήρξε ο Κώστας Κρυστάλλης, που θύμισε στους Έλληνες της εποχής του, μέσα από το πλούσιο έργο του, την σημασία του Λαϊκού Πολιτισμού μας και την αξία της γλώσσας του Λαού μας, της δημοτικής.

Σας ευχαριστώ».

Keywords
Τυχαία Θέματα