Πίνοντας (σ)τα μπαρ των 80s


Ο Γιώργος Εξαδάκτυλος* μας ξεναγεί μέσα από το Bitterbooze.com στα παλιά του λημέρια .

Το 1982, ήταν η πρώτη φορά που πήγα σε μπαρ “περιωπής”. Είχα ξαναβγεί έξω για ποτό, αλλά επρόκειτο για έξοδο σε άλλα μέρη της εποχής, όπως για παράδειγμα οι «Καρυάτιδες» στην Πλάκα, όπου με 120 δραχμές έπινες όσο ήθελες αρκεί να ήταν το ίδιο ποτό. Στα 17 μου λοιπόν, πήγα με συνομήλικη αγοροπαρέα στο μπαρ του G.B. Corner της Μεγάλης Βρετανίας, που πλέον μας έχει αφήσει χρόνους προ πολλού.

Θυμάμαι ότι ήταν μικρό, σε ένα παταράκι, με λίγα δερμάτινα σκαμπό στο βυσσινί χρώμα των επίπλων του

εστιατορίου. Θυμάμαι επίσης το μεσήλικα (έτσι μου φαινόταν) μπαρτέντερ, το ουίσκι με πάγο που μου σέρβιρε με επάργυρη (ή ασημένια;) σέσουλα, τα τσιγάρα που έκανα και τις “σοβαρές” φάτσες της παρέας μου. Αυτή ακριβώς η εμπειρία με συνεπήρε τότε και εξακολουθεί να μου κάνει παρέα τριάντα και βάλε χρόνια τώρα.

Γενικά, τη δεκαετία του ’80, όσον αφορά στη διασκέδαση, τα πράγματα ήταν πολύ πιο σαφή απ’ ό,τι στις επόμενες δεκαετίες. Ο κόσμος έβγαινε σε συγκεκριμένες περιοχές, και τα διάφορα «X-friendly» μαγαζιά δεν υφίσταντο. Εν ολίγοις, τότε, όταν ξεκινούσες να πας κάπου για ποτό, ήξερες από πριν τι κόσμο θα βρεις εκεί και τι μουσική θα ακούσεις.

Στο Κολωνάκι, ξεχώριζα τη Ράτκα, και λίγο πιο μετά το Απέναντι, στη Χάρητος. Στο πρώτο πηγαίναμε για ποτό και φαγητό, είτε στη μικρή του μπάρα, είτε σε τραπέζι. Η ιδιοκτήτρια ήταν παρούσα και εκτός από τις αναγκαίες δημόσιες σχέσεις σέρβιρε πού και πού, με ένα μάλλον ανασφαλές ύφος. Το δεύτερο, όσο κράτησε, ήταν ένα, ας πούμε πιο… καλλιτεχνικό μαγαζί, καθώς οι ιδιοκτήτριες ήταν ηθοποιοί, με πολύ επικοινωνιακό μπαρτέντερ (πλέον ιδιοκτήτη μαγαζιού στον από πάνω δρόμο).

Χαρακτηριστική συμπεριφορά των πιο “θαρραλέων” πελατών και των δύο μπαρ, ήταν να παίρνουμε ποτό από το ένα μαγαζί και να το πηγαίνουμε στο άλλο, και τούμπαλιν. Ήταν άλλωστε τα χρόνια της αθωότητας, επιχειρηματιών και πελατών. Πιο ψηλά, στον περιφερειακό Λυκαβηττού, πηγαίναμε στο Wild Rose από το οποίο, για κάποιο περίεργο λόγο, θυμάμαι ένα λαμπερό κιτρινοκόκκινο Mai Tai που έφτιαχναν και που έσκαγε από γρεναδίνη.

Στα Εξάρχεια δεν πολυπήγαινα, άλλα ήθη και έθιμα εκείνη την εποχή. Όταν έβγαινα προς τα εκεί όμως, τιμούσα τον Ιπποπόταμο, που βρίσκεται ακόμα στο ίδιο σημείο, όπου πίναμε μπύρες και μιλούσαμε με τις ώρες για τη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι ή το «Άλογο που Κλαίει» του Ντονσκόι ή όποια άλλη τέτοια ταινία τέλος πάντων είχαμε δει στο Άστυ της Κοραή. Όταν όμως άνοιξε το Green Door της Καλλιδρομίου, πλέον έχει γίνει σπίτι, κόλλησα για τα καλά. Ίσως να ήταν και το πρώτο μαγαζί που αντιλήφθηκα τη σεξουαλικότητα ενός χώρου τη νύχτα, συνεπικουρούμενου από αλκοόλ.

Κοντά στο Χίλτον, πηγαίναμε στα Παπάκια, το Suis Generis, το Memphis και το No Name. Απ’ το πρώτο, το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι πάντα είχε πολύ κόσμο και όλοι “καθώς πρέπει”, μάλλον αδιάφοροι δηλαδή. Τα δύο άλλα, όμως, ήταν πραγματικά εξαιρετικοί χώροι. Στο Memphis θυμάμαι τον Πλάτωνα στο μπαρ και πιο μετά τη Σούλα Φρίκη στην πόρτα, που ένα φεγγάρι είχε χρηματίσει και τέντερ στο μπαρ του Εργοστάσιου της Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Από το No Name, θυμάμαι τη Θέκλα, σύζυγο, τότε τουλάχιστον, του Δημήτρη Πουλικάκου, που έπαιζε μουσική. Και στα δύο πρωτάκουσα Depeche και Stranglers και άλλα τέτοια “ψαγμένα” της εποχής. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω γιατί πήγαινα στο υπερβολικά mainstream Suis Generis. Ίσως επειδή γινόταν πολύ “παιχνίδι”.

Τι πίναμε όταν βγαίναμε στα μπαρ της εποχής; Χμ… Εγώ τουλάχιστον στην αρχή έπινα ουίσκι. Τότε βέβαια έβρισκες όλα τα μπλέντιντ –ακόμα κι αυτά που τώρα δεν βρίσκεις παρά μόνο ξεχασμένα σε ράφι συνοικιακού ζαχαροπλαστείου, αλλά σχεδόν κανένα μολτ. Όταν όμως εμφανίστηκε η βότκα, σχεδόν όλοι που θυμάμαι πίναμε βότκες και κυρίως Absolut, υποθέτω λόγω φιάλης…

Από κοκτέιλ δε θυμάμαι και πολλά πράγματα, τότε, δεν προσφερόταν τόση ποικιλία όπως σήμερα. Το πρώτο μου Dry Martini το ήπια στο Ledra Marriott της Συγγρού, υπάρχει ακόμα, αλλά δεν ανήκει πλέον στην αλυσίδα, σε ποτήρι old-fashioned (που παρεμπιπτόντως, οπουδήποτε στις ΗΠΑ το έχω ζητήσει έτσι, δεν με έχουν στραβοκοιτάξει) ενώ, σε ένα απ’ τα μπαρ του Intercontinental, πίναμε κάτι Pina Colada και Bloody Mary, με ντεκόρ υπερπαραγωγή. Εξ άλλου, όπως μου είχε πει ο κύριος Φάνης, απ’ τους πρώτους μπαρτέντερ του Polo στο Hilton Αθηνών, τότε, ο κόσμος ζήταγε κλασικά κοκτέιλ και ποτά -και σίγουρα όχι κάτι ανακατεμένο με κόλα.

Καμιά φορά, τυχαίνει να ξαναβρεθώ με παλιούς επαγγελματίες ή θαμώνες των 80s. Ακόμη και αν δεν είμαι στενός φίλος όλων όσων συναντώ, είναι ωραίες οι συνευρέσεις αυτές επειδή χαρακτηρίζονται από σεβασμό και ρεαλιστική νοσταλγία. Αφού κάνουμε το απαραίτητο “μνημόσυνο” πελατών και εργαζομένων (ποιος και πώς έφυγε), αν υπάρχει χρόνος, πίνουμε παρέα και μιλάμε για μουσική, για χώρους, για ανθρώπους, για ποτά, για καταστάσεις. Όταν τελειώνουν αυτές οι συναντήσεις, χωρίζουμε έχοντας στο στόμα μας γεύσεις οικείες αλλά αιθέριες –όχι επειδή θυμηθήκαμε τα 18 χρόνια μας που έφυγαν ανεπιστρεπτί, αλλά επειδή μπορέσαμε και είδαμε για λίγο τα χρόνια που έρχονται, ώστε να κάνουμε τα ίδια.

*Ο Γιώργος Εξαδάκτυλος έχει υπάρξει πελάτης πολλών και διαφορετικών μαγαζιών της Αθήνας επί περίπου 30 χρόνια. Λόγω δουλειάς, έχει επισκεφτεί επίσης πολλά μαγαζιά της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Εκτιμάει τη ζωή στην πόλη τη νύχτα και σέβεται όσους εργάζονται σκληρά και έντιμα για να την προσφέρουν.

Πηγή: bitterbooze.com

Keywords
Τυχαία Θέματα