Αυξάνονται διαρκώς τα ερωτήματα για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς

Η πιθανή εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς συνεχίζει να απασχολεί την αγορά, αλλά πλέον εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της συναλλαγής και την αποτίμηση της ασφαλιστικής εταιρείας.

Παρά τη δημόσια τοποθέτηση της Πειραιώς ότι η αξιολόγηση της επένδυσης βρίσκεται σε εξέλιξη, αναλυτές και επενδυτές εκφράζουν έντονες επιφυλάξεις για το εάν η τράπεζα

οδεύει προς ένα deal που μπορεί να αποδειχθεί ζημιογόνο.

Ένα από τα κύρια σημεία αμφισβήτησης αφορά την αποτίμηση της Εθνικής Ασφαλιστικής, η οποία φέρεται να φτάνει τα 600 εκατ. ευρώ. Η αποτίμηση αυτή θεωρείται εξωπραγματική, δεδομένων των οικονομικών επιδόσεων της εταιρείας. Το 2023 η ασφαλιστική κατέγραψε ζημίες ύψους 85,4 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω του επιβαρυμένου χαρτοφυλακίου παλαιών ασφαλιστικών συμβολαίων υγείας. Οι ζημίες αυτές δεν είναι συγκυριακές αλλά δομικές, καθώς η εταιρεία εξακολουθεί να διατηρεί ένα βάρος κόστους από συμβόλαια που δεν μπορούν εύκολα να ανατιμηθούν, ενώ το αυξανόμενο κόστος των αποζημιώσεων αναμένεται να πιέσει περαιτέρω την κερδοφορία στο μέλλον.

Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε αγοραστής της Εθνικής Ασφαλιστικής, και ειδικά η Πειραιώς, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια επιχείρηση που όχι μόνο δεν παράγει επαρκή κέρδη αλλά ενδέχεται να απαιτήσει νέα κεφάλαια για τη στήριξη των ασφαλιστικών αποθεμάτων της. Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι η ασφαλιστική δεν πληροί τα κριτήρια του Danish Compromise, που θα της επέτρεπαν να ενοποιηθεί στον ισολογισμό της Πειραιώς χωρίς σοβαρή κεφαλαιακή επιβάρυνση. Σύμφωνα με το Danish Compromise, οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι μπορούν να σταθμίζουν τον κίνδυνο των ασφαλιστικών τους συμμετοχών (risk-weight insurance participations) αντί να τις αφαιρούν πλήρως από τα εποπτικά τους κεφάλαια (fully deducting them from equity). Στην περίπτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής, όμως, η Πειραιώς δεν μπορεί να εφαρμόσει αυτόν τον κανόνα, καθώς η εταιρεία διαθέτει ενεργητικό περίπου 4 δισ. ευρώ, ενώ το όριο για να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτό είναι 6 δισ. ευρώ. Με απλά λόγια, η τράπεζα θα κληθεί να απορροφήσει ένα ρίσκο που μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο όφελος.

Την ίδια στιγμή, τα προβλήματα δεν περιορίζονται στην οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Το bancassurance deal της Εθνικής Ασφαλιστικής με την Εθνική Τράπεζα παραμένει ενεργό και αποκλειστικό, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και αν η Πειραιώς αποκτήσει την ασφαλιστική, δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει άμεσα το δίκτυό της για την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων. Αντίθετα, η τράπεζα θα συνεχίσει να προωθεί προϊόντα της NN Hellas και της Ergo, δημιουργώντας μια πρωτοφανή σύγκρουση συμφερόντων, που δύσκολα θα εγκριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Μέσα σε όλα αυτά, ερωτήματα εγείρονται για τον ρόλο της Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΔΕΙΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος και το τί κάνει η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ, ο SSM. Η ΔΕΙΑ είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών και τη διασφάλιση της φερεγγυότητάς τους, ωστόσο, αρκετοί παράγοντες της αγοράς αναρωτιούνται αν έχει πράξει τα δέοντα στην περίπτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής. Θέτουν τα εξής ερωτήματα:

1) Έχει αξιολογήσει σωστά η ΔΕΙΑ τη χρηματοοικονομική υγεία της Εθνικής Ασφαλιστικής;

Δεδομένων των συσσωρευμένων ζημιών, των αυξημένων αναγκών για αποθεματικά και των διαρκών κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο υγείας, η εποπτική αρχή όφειλε να έχει διασφαλίσει ότι η ασφαλιστική δεν αποτελεί μελλοντική κεφαλαιακή «βόμβα». Έχουν γίνει οι απαραίτητοι έλεγχοι για να διασφαλιστεί ότι τα αποθεματικά της ασφαλιστικής είναι επαρκή, ειδικά από τη στιγμή που η ΔΕΙΑ επέτρεψε να καταβληθεί μέρισμα από την Εθνική Ασφαλιστική σε μια ζημιογόνο χρήση, χωρίς να γνωρίζει ότι στους αμέσως επόμενους μήνες θα έμπαινε «κόφτης» στις αυξήσεις των ασφαλίστρων υγείας;

2) Έχει προβεί η ΔΕΙΑ σε αυστηρή αξιολόγηση των κινδύνων της συναλλαγής;

Η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής από την CVC φαίνεται να γίνεται εσπευσμένα, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα. Έχει εξετάσει η ΔΕΙΑ αν η συναλλαγή αυτή δημιουργεί κινδύνους τόσο για την Τράπεζα Πειραιώς όσο και για τη συνολική σταθερότητα της ασφαλιστικής αγοράς; Κατά πόσο η μείωση της καθαρής θέσης της Τράπεζας Πειραιώς θα επηρεάσει τους εποπτικούς της δείκτες;

2) Πώς επιτρέπει η ΔΕΙΑ την αποτίμηση στα 600 εκατ. ευρώ;

Με δεδομένο ότι η ασφαλιστική καταγράφει ζημίες και έχει δομικά προβλήματα, πώς δικαιολογείται η εκτίμηση ότι η εταιρεία αξίζει 600 εκατ. ευρώ; Η εποπτική αρχή έχει εγκρίνει την αποτίμηση αυτή ή απλώς παρακολουθεί τη συναλλαγή χωρίς ουσιαστική παρέμβαση;

3) Τι μέτρα θα λάβει η ΔΕΙΑ για τις αλληλοσυγκρουόμενες bancassurance συμβάσεις;

Η Εθνική Ασφαλιστική δεσμεύεται από αποκλειστική συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα, ενώ η Πειραιώς διαθέτει δικές της αποκλειστικές συμφωνίες με την NN Hellas και την Ergo. Σε περίπτωση που η Πειραιώς αποκτήσει την ασφαλιστική, θα δημιουργηθεί ένα ρυθμιστικό κενό: Η Εθνική Ασφαλιστική θα πρέπει να «σερβίρει» το δίκτυο καταστημάτων της Εθνικής Τράπεζας, την ίδια στιγμή που η Πειραιώς δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει το νέο της απόκτημα. Η ΔΕΙΑ έχει εξετάσει αν μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και σύγκρουσης συμφερόντων;

4) Υπάρχει ο κίνδυνος κεφαλαιακής «μαύρης τρύπας»;

Αν η Πειραιώς τελικά αποκτήσει την ασφαλιστική, υπάρχει πιθανότητα η ΔΕΙΑ να αναγκαστεί να παρέμβει στο μέλλον, απαιτώντας πρόσθετα κεφάλαια; Η προηγούμενη συμφωνία με την CVC είχε προβλέψει ότι η Εθνική Τράπεζα θα συμμετέχει σε ενδεχόμενες ανάγκες πρόσθετων αποθεματικών, αλλά αυτό το πλαίσιο θα πάψει να ισχύει αν η εταιρεία πωληθεί ξανά. Υπάρχει κίνδυνος η Πειραιώς να βρεθεί με απροσδόκητες κεφαλαιακές απαιτήσεις στο μέλλον;

5) Τι θα γίνει με τη διαχείριση του Tier 2 κεφαλαίου ύψους 125 εκατ. ευρώ, το οποίο εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα και μεταφέρθηκε στην Εθνική Ασφαλιστική στο πλαίσιο της συμφωνίας πώλησης στην CVC το 2021;

Το κεφάλαιο αυτό, αν και έχει χαρακτηριστικά μειωμένης διασφάλισης (subordinated debt), χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της ασφαλιστικής, επιτρέποντας τη διατήρηση του δείκτη φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement - SCR) πάνω από το 150%. Ωστόσο, εάν η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς προχωρήσει, τίθεται το ερώτημα πώς θα διαχειριστεί η τράπεζα αυτό το κεφάλαιο: Θα διατηρηθεί ως εποπτικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής, ή θα μετατραπεί σε χρηματοοικονομική υποχρέωση που θα πρέπει να αποπληρωθεί; Είναι πιθανό η Εθνική Τράπεζα να απαιτήσει είτε την αποπληρωμή του δανείου είτε την αναδιαπραγμάτευσή του, καθώς δεν έχει κανένα λόγο να διατηρεί κεφαλαιακή έκθεση σε μια ασφαλιστική εταιρεία που θα ελέγχεται πλέον από ανταγωνιστική τράπεζα. Αν η Πειραιώς υποχρεωθεί να αποπληρώσει το ποσό αυτό άμεσα, θα αυξηθεί σημαντικά το συνολικό κόστος της συναλλαγής, ενώ αν απαιτηθεί νέα κεφαλαιακή ένεση για να διατηρηθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της ασφαλιστικής, τότε η συναλλαγή θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο δυσμενής για την Πειραιώς.

6) Ένα ακόμη κομβικό ερώτημα αφορά τη ζημία ύψους 855 εκατ. ευρώ που εγγράφηκε από την Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) στις χρήσεις 2019-2020, προκειμένου να καταστεί εφικτή η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής στην CVC.

Ουσιαστικά, η ΕΤΕ πήρε πάνω της τη ζημία, μειώνοντας δραστικά τα ίδια κεφάλαια της ασφαλιστικής, ώστε η CVC να την αποκτήσει σε χαμηλότερη τιμή, απαλλαγμένη από ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών βαρών. Η ζημία αυτή αντικατόπτριζε τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας της ασφαλιστικής και της τιμής πώλησης, την απομείωση των ζημιογόνων παλαιών ασφαλιστικών συμβολαίων υγείας, καθώς και το κόστος των ρυθμίσεων bancassurance και ενδεχόμενων αποζημιώσεων προς την CVC. Το αποτέλεσμα; Η Εθνική Τράπεζα απορρόφησε το πλήγμα, η ασφαλιστική εξασθένησε κεφαλαιακά και η CVC απέκτησε έναν όμιλο με χαμηλότερο ρίσκο. Το ερώτημα είναι αν η ζημία των 855 εκατ. ευρώ αποτύπωσε όντως όλες τις μελλοντικές επιβαρύνσεις ή αν η ασφαλιστική εξακολουθεί να κρύβει «παγίδες». Αν τα αποθεματικά των παλαιών ασφαλιστικών συμβολαίων συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της επιδείνωσης της συχνότητας ζημιών, η Πειραιώς θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Ο τρόπος με τον οποίο η CVC Capital Partners επιχειρεί να αποεπενδύσει ή να περιορίσει την έκθεσή της στην ελληνική αγορά, και ειδικότερα στον ασφαλιστικό κλάδο και τον τομέα της υγείας, εγείρει συνολικά σημαντικά ερωτήματα. Γιατί ένας διεθνής private equity όμιλος, που δραστηριοποιείται με αποκλειστικό γνώμονα την απόδοση της επένδυσής του, επιδιώκει την ταχεία αποχώρησή του από την Εθνική Ασφαλιστική σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και υπό συνθήκες που υποδηλώνουν εσπευσμένες κινήσεις;

Η συναλλαγή του 2021 οδήγησε σε ζημία την Εθνική Τράπεζα, καθώς η πώληση της ασφαλιστικής στη CVC προϋπέθετε τη λογιστική απομείωση της αξίας της. Το ίδιο μοτίβο φαίνεται να επαναλαμβάνεται σήμερα, εφόσον ισχύει η εκτιμώμενη αποτίμηση των 600 εκατ. ευρώ, με την Τράπεζα Πειραιώς να αναλαμβάνει το ρίσκο μιας ακριβής εξαγοράς. Το καίριο ερώτημα είναι γιατί οι μέτοχοι των δύο μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών (ΕΤΕ και Πειραιώς) απορρόφησαν και εξακολουθούν να επιδοτούν την επενδυτική στρατηγική της CVC, μεταφέροντας οικονομικό όφελος στο private equity fund εις βάρος των τραπεζικών ισολογισμών.

Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα της εποπτικής και κυβερνητικής ανοχής απέναντι στη συγκεκριμένη συναλλαγή. Το Μέγαρο Μαξίμου, το υπουργείο Οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδος και, ενδεχομένως, ο SSM (Single Supervisory Mechanism) παρακολουθούν αυτή τη διαδικασία χωρίς να παρεμβαίνουν, παρά τις σοβαρές κεφαλαιακές προεκτάσεις της συναλλαγής και το προηγούμενο της ζημιογόνου πώλησης του 2021. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η συναλλαγή αυτή εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και των μετόχων των τραπεζών ή αν πρόκειται για μια ακόμη μεταβίβαση ρίσκου με δυσμενείς μακροπρόθεσμες συνέπειες.

#ΕΘΝΙΚΗ_ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ #ΤΡΑΠΕΖΑ_ΠΕΙΡΑΙΩΣ #ΤΡΑΠΕΖΑ_ΕΛΛΑΔΟΣ #SSM
Keywords
Τυχαία Θέματα