Χαμηλές προσδοκίες για την ανάπτυξη από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το θετικό και το αρνητικό σενάριο

Χαμηλή πτήση για την ανάπτυξη προβλέπει το Γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής, με την εκτίμηση για το 2021 να είναι για ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ μόλις 2,7%.

Στην έκθεση του το Γραφείο θεωρεί ως ένα από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την Οικονομία το ενδεχόμενο συνέχισης των περιοριστικών μέτρων για το σύνολο του πρώτου εξαμήνου, γεγονός που μαζί με τα προβλήματα στο εμβολιαστικό πρόγραμμα θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα.

Σύμφωνα

με το ΓΠΒ η ύφεση θα διατηρηθεί και το πρώτο τρίμηνο του 2021 καταγράφοντας αρνητικό ρυθμό της τάξης του 7% του ΑΕΠ, για να περάσει τελικά σε θετικό έδαφος από το δεύτερο τρίμηνο του έτους.

Σύμφωνα με την έκθεση το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης. Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%).

Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δις (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός στην περιοχή του -2%. Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην Οικονομία και τον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων που έχει προκαλέσει στην αγορά η πανδημία το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ενός «κουρέματος» των χρεών που προκλήθηκαν στις επιχειρήσεις και ιδιότες εξαιτίας των lockdown.

Το μέτρο, όπως αναφέρεται στην έκθεση θα είναι στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής λύσης η οποία θα συνίσταται σε «επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα».

Στην έκθεση αναφέρεται ότι είναι σημαντικές οι αντοχές που έχουν καταγραφεί στο μέτωπο της διατήρησης του εργασιακού δυναμικού, ωστόσο τα μέτρα στήριξης έφεραν δημοσιονομική επιδείνωση 20,4 δισ. ευρώ μεταξύ 2019 και 2021.

Ωστόσο, το ΓΠΒ βλέπει μια πρόσθετη δημοσιονομικής παρέμβασης της τάξης των 5 δισ. ευρώ που μπορεί να κατευθυνθεί είτε σε μεταβιβάσεις είτε σε δημόσια κατανάλωση. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια απόφαση θα στηρίξει το ρυθμό ανάπτυξης αυξάνοντας τον σε 3,65% του ΑΕΠ εάν τα χρήματα μεταβιβάσεις και σε 4,84% εάν τα χρήματα πάνε στη δημόσια κατανάλωση.

«Οι σημαντικές διαφορές που παρουσιάζει ένα δεδομένο ύψος παρέμβασης ανάλογα με την χρήση του αναδεικνύει την άποψη που έχουμε εκφράσει επανειλημμένα από την αρχή της κρίσης ότι η δημοσιονομική επέκταση μέσω αγορών αγαθών και υπηρεσιών (δημόσια κατανάλωση ή δημόσια επένδυση) έχει σαφώς ισχυρότερη επίδραση στο συνολικό ΑΕΠ σε σχέση με την επέκταση μέσω μεταβιβάσεων και απαλλαγών από φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις, παρά τη θετική επίδραση αυτών των παρεμβάσεων στη συγκράτηση του ποσοστού ανεργίας το 2020.

Στα δημόσια οικονομικά, η επιδείνωση που καταγράφεται στο 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δισ., διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δισ. ευρώ (8,4% του ΑΕΠ).

«Το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα».

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δισ. φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020. Η επιδείνωση αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα περίπου 14,8 δισ. (χωρίς τις εγγυήσεις) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Παρά τις δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου παραμένει ισχυρή, όπως φάνηκε από την πρόσφατη έκδοση του 30ετούς κρατικού ομολόγου με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και αυξημένο ενδιαφέρον από τους διεθνείς επενδυτές.

Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δισ. (108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις τράπεζες και 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών.

Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Keywords
Τυχαία Θέματα