Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 - Μελέτη διατάξεων 165-183 ΚΔΥ (πειθαρχική διαδικασία)

Σήμερα τελειώνουμε με τις διατάξεις των άρθρων της ύλης του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (Ν.4798/2021), ο οποίος εξετάζεται στο πρώτο μάθημα μαζί με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Υπαλλήλων (Ν.4938/2022), ο οποίος θα είναι ο επόμενος κώδικας με τον οποίο θα καταπιαστούμε την ερχόμενη φορά.

Η ύλη μας συνεπώς σήμερα είναι οι διατάξεις των άρθρων 165-166 (πειθαρχικά παραπτώματα – πειθαρχικές ποινές), των άρθρων 167-177 (γενικοί κανόνες πειθαρχικής δίωξης) και των άρθρων 178-183 (πειθαρχικά όργανα).

Πριν ξεκινήσουμε με την παράθεση των παραπάνω διατάξεων,

σας δίνω υπό τη μορφή bullets ότι χρειάζεστε να γνωρίζετε για αυτές:

Πειθαρχικό παράπτωμα είναι κάθε παράβαση (πράξη ή παράλειψη) του δικαστικού υπαλλήλου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Είναι ιδίως η άρνηση αναγνώρισης ή έλλειψη αφοσίωσης στο Σύνταγμα, η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα, η ανάρμοστη συμπεριφορά, η αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντα, η άρνηση υπηρεσία, η απείθεια, η άσκηση κριτική στον προϊστάμενο, η μη τρήση του ωραρίου, η φθορά πράγματος, η παράβαση του καθήκοντος της εχεμύθειας κ.λπ. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους δικαστικούς υπαλλήλους σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος είναι: η έγγραφη επίπληξη, το πρόστιμο έως τις αποδοχές 12 μηνών, η στέρηση του δικαιώματος μισθολογικής εξέλιξης σε κλιμάκια από 1 έως 5 έτη, η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από 1 έως 5 έτη, η αφαίρεση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου, ο υποβιβασμός έως 2 βαθμούς όχι όμως κάτω από τον εισαγωγικό, η προσωπική παύση από 3 έως 12 μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και η οριστική παύση. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται για παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα και ειδικούς νόμους, αποδοχή υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος, η αναξιοπρεπή διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας, παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, η αδικαιολόγητη αποχή από καθήκοντα, η ιδιαιτέρως σοβαρή απείθεια, η εμμονή στην αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση. Τα περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου συνεκδικάζονται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο. Δικαστικοί υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή συναφή πειθαρχικά παραπτώματα κρίνονται ενιαίως από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Η πειθαρχική διαδικασία είναι ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική ποινή. Αν έχει λυθεί η υπαλληλική σχέση ο δικαστικός υπάλληλος δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως, πριν λυθεί η υπαλληλική σχέση, είχε ασκηθεί πειθαρχική δίωξη τότε η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση τον θάνατο του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου. Οι δικαστές και εισαγγελείς που αναδεικνύονται με κλήρωση το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, είναι αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης δικαστικών υπαλλήλων κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος. Ο Πρόεδρος του ΣτΕ, ο Πρόεδρος του ΑΠ, ο Πρόεδρος του ΕΣ, ο Εισαγγελέας του ΑΠ, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο ΕΣ και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις υπηρεσίες τους. Μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο ΕΣ και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι τα υπηρεσιακά ή δικαστικά συμβούλια.

Κατόπιν, πάμε να γνωρίσουμε τις διατάξεις της σημερινής ύλης μας:

Άρθρο 165 (πειθαρχικά παραπτώματα)

1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία μπορεί να καταλογιστεί στον δικαστικό υπάλληλο. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα, τις διοικητικές πράξεις, τις οδηγίες των προϊσταμένων, καθώς και από τη φύση της υπηρεσίας και τη συμπεριφορά που οφείλει να έχει ο δικαστικός υπάλληλος μέσα και έξω από αυτήν, ώστε να μην θίγεται το κύρος της. Το υπαλληλικό καθήκον δεν επιβάλλει στον δικαστικό υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς το Σύνταγμα και τους νόμους, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 113.

2. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι ιδίως: α) Πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.

β) Η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους.

γ) Η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας. Σε καμία περίπτωση αυτή καθαυτή η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης δεν συνιστά τέτοια διαγωγή.

δ) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων.

ε) Η άρνηση ή η παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας.

στ) Η αμέλεια και η πλημμελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος.

ζ) Η άσκηση επαγγέλματος ή η εκτέλεση έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας.

η) Η απείθεια και η άρνηση συμμόρφωσης στις νόμιμες εντολές των προϊσταμένων.

θ) Η δημοσίως, εγγράφως ή προφορικώς, άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον από δόλο ή βαριά αμέλεια χρησιμοποιούνται προδήλως ανακριβή στοιχεία ή χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις.

ι) Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους δικαστικούς λειτουργούς, τους υπαλλήλους της γραμματείας ή υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τους πολίτες.

ια) Η μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

ιβ) Η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων και η παραμέληση παλαιοτέρων.

ιγ) Η σύνταξη αναμφίβολα μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ουσιαστικών προσόντων, καθώς και η παράλειψη κατάρτισης έκθεσης αξιολόγησης.

ιδ) Η αναληθής δήλωση της περιουσιακής κατάστασης ή η μη υποβολή της, όταν απαιτείται από τον νόμο.

ιε) Η παράβαση του καθήκοντος της εχεμύθειας. ιστ) Η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή άλλων προσώπων.

ιζ) Η αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία.

ιη) Η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή η παράνομη χρήση πράγματος, το οποίο ανήκει στην υπηρεσία.

ιθ) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ματαίωσης ή τη ματαίωση διαταγής της υπηρεσίας.

κ) Η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία, την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος ή επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο δικαστικός υπάλληλος.

κα) Η άρνηση του δικαστικού υπαλλήλου να ικανοποιήσει το δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση εγγράφων και άλλων στοιχείων που τηρούνται στην υπηρεσία.

κβ) Η αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση.

κγ) Η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.

κδ) Η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης.

κε) Η παράβαση της παρ. 3 του άρθρου 94. κστ) Η παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 114. 3. Διατάξεις που προβλέπουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα παραμένουν σε ισχύ.

Άρθρο 166 (πειθαρχικές ποινές)

1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους δικαστικούς υπαλλήλους είναι:

α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος μισθολογικής εξέλιξης σε κλιμάκια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα

(1) έως πέντε (5) έτη, ε) η αφαίρεση της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου, στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, όχι όμως κάτω από τον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 20,

ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και, η) η οριστική παύση.

2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:

α) παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,

β) αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία,

γ) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή, εντός και εκτός της υπηρεσίας,

δ) παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας

ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας τριετίας,

στ) ιδιαιτέρως σοβαρή απείθεια,

ζ) εμμονή στην αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση,

η) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία είχαν επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές, ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.

3. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε δικαστικό υπάλληλο συνεκτιμώνται ιδίως οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η βαρύτητα αυτού, ο εξακολουθητικός ή μη χαρακτήρας του, η προσωπικότητα του δικαστικού υπαλλήλου, ο βαθμός της υπαιτιότητάς του, η επίδειξη μεταμέλειας, η υποτροπή, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Άρθρο 167 (δίωξη και τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων)

1. Η δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

2. Κατ’ εξαίρεση για παραπτώματα που δικαιολογούν την ποινή της επίπληξης, η πειθαρχική δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου για την άσκησή της οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη, αφενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφετέρου τις συνθήκες διάπραξης του παραπτώματος και την υπηρεσιακή διαγωγή του δικαστικού υπαλλήλου. Αν το αρμόδιο όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον προϊστάμενο ή το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αντίγραφο της έκθεσης χορηγείται στον δικαστικό υπάλληλο.

Άρθρο 168 (ανακοίνωση πειθαρχικών παραπτωμάτων)

Οι πρόεδροι των δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, οι εντεταλμένοι δικαστές, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μόλις διαπιστώσουν ή περιέλθει, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, σε γνώση τους πειθαρχικό παράπτωμα δικαστικού υπαλλήλου, το ανακοινώνουν στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, διαβιβάζοντας, συγχρόνως, τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία.

Άρθρο 169 (πειθαρχικά παραπτώματα τελούμενα στο ακροατήριο)

Σχετικά με πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται στο ακροατήριο συντάσσεται από το δικαστήριο σχετικό πρακτικό, το οποίο διαβιβάζεται εντός τριών (3) ημερών στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, το οποίο ασκεί την αρμοδιότητά του χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 170 (συνεκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων)

1. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου, για τα οποία έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για κάποιο από αυτά, συνεκδικάζονται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.

2. Δικαστικοί υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα κρίνονται ενιαίως από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.

3. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, αν τα όργανα, στα οποία ανήκει η αρμοδιότητα να επιληφθούν, είναι διαφορετικά, αρμόδιο είναι: α) μεταξύ μονομελούς πειθαρχικού οργάνου και υπηρεσιακού συμβουλίου το τελευταίο, β) μεταξύ περισσότερων μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή μεταξύ περισσότερων υπηρεσιακών συμβουλίων, εκείνο που έχει επιληφθεί πρώτο. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου υπάγονται και όλα τα συναφή πειθαρχικά παραπτώματα.

Άρθρο 171 (σχέση της πειθαρχικής με την ποινική δίκη)

1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.

2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.

3. Τα πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος.

4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται, με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 208:

α) αν μετά την έκδοση της τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται ή τιμωρείται με ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης, εκδοθεί για την ίδια πράξη ή παράλειψη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου από την αιτιολογία της οποίας προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση παραπτώματος το οποίο δικαιολογεί κατά την παρ. 2 του άρθρου 166 την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης,

β) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την ίδια πράξη ή παράλειψη,

γ) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης ανατραπεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη ή αν αποκαλυφθούν γεγονότα που δεν είχαν ληφθεί υπόψη ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ο δικαστικός υπάλληλος δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να προσκομίσει κατά την αρχική πειθαρχική δίκη, εφόσον από τα γεγονότα ή τα στοιχεία αυτά κλονίζεται κατά τρόπο προφανή η αιτιολογία της πειθαρχικής απόφασης και,

δ) αν κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι η τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης.

5. Η εισαγγελική αρχή υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του δικαστικού υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ’ αυτού. Ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια αρχή τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις που αφορούν στον δικαστικό υπάλληλο. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην προϊσταμένη αρχή του δικαστικού υπαλλήλου.

Άρθρο 172 (μη συρροή ποινών – απαγόρευση δεύτερης δίωξης και περισσότερων ποινών για το ίδιο αδίκημα)

1. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.

2. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή.

3. Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, με την πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε δικαστικό υπάλληλο, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπτώματα του διωκομένου.

Άρθρο 173 (αυτοτέλεια κολασίμου του πειθαρχικού παραπτώματος)

Σε περίπτωση αποκατάστασης, χάριτος ή άρσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του κολασίμου ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος.

Άρθρο 174 (εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας)

1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.

2. Εφαρμόζονται, ιδίως, οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:

α) στους λόγους άρσης ή αποκλεισμού του αδίκου της πράξης και της ικανότητας προς καταλογισμό,

β) στις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,

γ) στην έμπρακτη μετάνοια,

δ) στο δικαίωμα σιγής του διωκομένου,

ε) στην πραγματική και νομική πλάνη,

στ) στο τεκμήριο της αθωότητας του διωκομένου,

ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου.

Άρθρο 175 (ανάλογη εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας)

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ως προς τον αποκλεισμό, την εξαίρεση και την αποχή δικαστικών λειτουργών, τις εκθέσεις, τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες, τα αποδεικτικά μέσα, την αυτοψία, την πραγματογνωμοσύνη, τους τεχνικούς συμβούλους, τους μάρτυρες, τους διερμηνείς και την εξέταση του κατηγορουμένου εφαρμόζεται αναλόγως στην πειθαρχική δίκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα.

Άρθρο 176 (παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων)

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 166 παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη και τα λοιπά μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν.

2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή, τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 166 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη και τα λοιπά μετά τρία (3) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν, αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν εκδοθεί πειθαρχική απόφαση σε πρώτο βαθμό.

3. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν εξαλειφθεί το αξιόποινο του τελευταίου λόγω παραγραφής. Για τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αναστέλλουν την παραγραφή τους.

4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, με το οποίο αποσκοπείται η απόκρυψη ή ματαίωση της πειθαρχικής δίωξης για το πρώτο. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται, όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.

Άρθρο 177 (λήξη πειθαρχικής ευθύνης)

1. Ο δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή έχει αρχίσει ένορκη διοικητική εξέταση από το αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης όργανο ή έχει διαταχθεί η διενέργεια από άλλο δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο ένορκης διοικητικής εξέτασης ή έχει αρχίσει προκαταρκτική έρευνα, κατά την οποία ο δικαστικός υπάλληλος έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Σε περίπτωση κατά την οποία συνεχίζεται η πειθαρχική διαδικασία, αν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, παραμένει ανεκτέλεστη. Κατ’ εξαίρεση εκτελείται απόφαση, με την οποία επιβάλλεται: α) ποινή υποβιβασμού κατά μισθολογικά κλιμάκια, η οποία συνεπάγεται, υποχρεωτικώς, αναμόρφωση της απόφασης κανονισμού σύνταξης του δικαστικού υπαλλήλου που τιμωρήθηκε και β) ποινή προστίμου, το ποσό του οποίου εισπράττεται σύμφωνα με τον Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) αποκλειστικά από τον δικαστικό υπάλληλο που τιμωρήθηκε και όχι από τους κληρονόμους του.

2. Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο του παραπτώματος που διέπραξε ο δικαστικός υπάλληλος πριν από αυτή.

Άρθρο 178 (αρμόδιο όργανο για την πειθαρχική δίωξη)

1. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις για την κλήρωση των μελών των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων. Στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 180, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο μόνος δικαστής ή εισαγγελέας που υπηρετεί. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι ο νεότερος Αντεπίτροπος. Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο την αρμοδιότητα αυτή ασκούν οι γενικοί συντονιστές.

2. Οι δικαστές και εισαγγελείς που αναδεικνύονται σύμφωνα με την παρ. 1 είναι αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης δικαστικών υπαλλήλων κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Αν το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο που ορίζεται κατά την παρ. 1 δεν ολοκληρώσει τις ενέργειές του σε συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση μέχρι τη λήξη του έτους, για το οποίο έχει οριστεί, διατηρεί την αρμοδιότητά του για την υπόθεση αυτή έως ότου περατώσει το έργο του.

4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου.

5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.

Άρθρο 179 (πειθαρχικά όργανα)

1. Μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

2. Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι τα υπηρεσιακά ή δικαστικά συμβούλια, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 181.

Άρθρο 180 (μονομελή πειθαρχικά όργανα)

1. Οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς υπαλλήλους των υπηρεσιών, στις οποίες προΐστανται. Ειδικώς για τους υπαλλήλους της γραμματείας δικαστηρίων ή εισαγγελιών στα οποία υπηρετεί ένας δικαστής ή εισαγγελέας, την πειθαρχική δικαιοδοσία ασκεί ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, αντιστοίχως.

2. Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλουν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, την ποινή της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως και του ενός δευτέρου (1/2) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου.

Άρθρο 181 (πειθαρχικά συμβούλια)

1. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα που κατά νόμο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο να επιληφθεί είναι, κατά περίπτωση, το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 88. Για τα παραπτώματα αυτά, το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή.

2. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα που, κατά νόμο, δεν μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο να επιληφθεί είναι, κατά περίπτωση, το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο του άρθρου 88.

3. Εάν το υπηρεσιακό συμβούλιο, πενταμελές ή επταμελές, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα που έχει εισαχθεί ενώπιόν του μπορεί, κατά νόμο, να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση στο αντίστοιχο δικαστικό συμβούλιο.

4. Το δικαστικό συμβούλιο στο οποίο έχει εισαχθεί πειθαρχική υπόθεση είτε μετά από άσκηση πειθαρχικής δίωξης είτε κατά παραπομπή από υπηρεσιακό συμβούλιο, εάν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει, κατά νόμο, πειθαρχική ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αντίστοιχο υπηρεσιακό συμβούλιο. Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για το υπηρεσιακό συμβούλιο.

Άρθρο 182 (αρμοδιότητα κατά τόπο)

Αρμόδιο κατά τόπο πειθαρχικό όργανο είναι εκείνο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν οι υπάλληλοι της γραμματείας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούσε με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση ή κατάσταση ο δικαστικός υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος. Σε περίπτωση απόσπασης του δικαστικού υπαλλήλου σε μη δικαστική υπηρεσία, αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά.

Άρθρο 183 (σύγκρουση αρμοδιοτήτων)

Για την άρση της σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ πειθαρχικών συμβουλίων, αρμόδιο είναι για μεν τους δικαστικούς υπαλλήλους των γραμματειών πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου και, αν λειτουργούν περισσότερα ποινικά τμήματα, το πρώτο κατά σειρά αρίθμησης από αυτά, για δε τους υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων το τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των υπαλλήλων. Τα τμήματα αυτά επιλαμβάνονται ύστερα από αίτηση του οργάνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή του διωκομένου και εκδικάζουν την υπόθεση σε συμβούλιο.

Στους τρεις εισαγωγικούς διαγωνισμούς ΕΣΔι δικαστικών υπαλλήλων τέθηκαν στους υποψηφίους, σχετικά με τις παραπάνω διατάξεις, τα ακόλουθα δέκα (6) ερωτήματα τα οποία σας δίνονται σήμερα απαντημένα για την καλύτερη κατανόηση της ύλης σας:

Δικαστικός υπάλληλος τιμωρήθηκε με τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση με ποινή προσωρινής παύσης πέντε (5) μηνών για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης, που τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, για την οποία ασκήθηκε συγχρόνως και ποινική δίωξη. Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας μπορούν να ζητήσουν:

Α. ο δικαστικός υπάλληλος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον μεταγενέστερα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ίδια πράξη

Β. το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, όταν εκδοθεί μεταγενέστερα αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την ίδια πράξη

Γ. το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι η πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε

Ο δικαστικός υπάλληλος Α υπηρετεί με απόσπαση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για τον εν λόγω υπάλληλο είναι:

Α. αποκλειστικά το πειθαρχικό όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Β. το πειθαρχικό όργανο του Πρωτοδικείου Αθηνών, υπηρεσία από την οποία αποσπάστηκε

Γ. το πρώτο κατά σειρά αρίθμησης ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου

Η πειθαρχική διαδικασία δεν συνεχίζεται μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης:

Α. εφόσον η λύση επήλθε συνεπεία θανάτου του υπαλλήλου

Β. διότι η τυχόν καταδικαστική απόφαση θα παραμείνει ανεκτέλεστη

Γ. διότι απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα

Το δικαστικό συμβούλιο σε υπόθεση πειθαρχικής δίωξης δικαστικού υπαλλήλου για παράπτωμα που επισύρει την ποινή του προστίμου δύναται:

Α. να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις

Β. να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, που δεσμεύεται από την παραπεμπτική απόφαση

Γ. είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο

Την πειθαρχική δίωξη κατά των δικαστικών υπαλλήλων του Αρείου Πάγου μπορούν να παραγγείλουν:

Α. ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

Β. αποκλειστικά τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια

Γ. ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Ο Α, δικαστικός υπάλληλος του Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει διαπράξει το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς. Βάσει του ανωτέρω πραγματικού:

Α. την πειθαρχική δίωξη του Α, μπορεί να παραγγείλει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, για το ανωτέρω δε παράπτωμα μπορεί να του επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης

Β. μόνο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιος για την πειθαρχική δίωξη του ανωτέρω υπαλλήλου, η προβλεπόμενη δε πειθαρχική ποινή είναι αυτή της έγγραφης επίπληξης

Γ. η ως άνω συμπεριφορά του Α, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, παρά μόνο αυτός ευθύνεται να αποζημιώσει το Δημόσιο για τις ημέρες της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του

Μετά από μακρόχρονη αστυνομική έρευνα αποκαλύπτεται ότι σε ομάδα προσώπων τελούντων κατ’ επάγγελμα απάτες συμμετέχει και δικαστικός υπάλληλος του Πρωτοδικείου Χ. Η σύλληψη του δεν είναι δυνατή, λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας της αυτόφωρης διαδικασίας. Έτσι, ο συγκεκριμένος υπάλληλος, την επόμενη της αποκαλύψεως της υποθέσεως ημέρα προσέρχεται ατάραχος στην υπηρεσία του, απαντώντας στους σχετικά ερωτώντες αυτόν συναδέλφους του με τις λέξεις «ουδέν σχόλιο». Η τοπική κοινωνία ευρίσκεται εν βρασμώ, ενόψει του ότι η συμμετοχή του υπαλλήλου στην ομάδα ήταν κοινό μυστικό. Μπορεί να αντιμετωπισθεί η κατ’ αρχήν προκλητική συμπεριφορά του ανωτέρω υπαλλήλου με κάποιο μέτρο:

Α. ναι, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο δικαστή

Β. όχι, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα

Γ. ναι, με πράξη άλλου οργάνου (ποιου)

Οι διατάξεις των άρθρων 162 παρ. 1 και 163 παρ. 1 αφενός και του άρθρου 166 παρ. 1 περ. Ζ του Ν.4798/2021 αφετέρου περιέχουν αντιφατικές ρυθμίσεις. Ποια εφαρμόζεται σε περίπτωση τελεσίδικης πειθαρχικής καταδίκης του δικαστικού υπαλλήλου;

Α. οι πρώτες

Β. η δεύτερη

Γ. εφαρμόζονται όλες συμπληρωματικά

Δικαστικός υπάλληλος δικάζεται ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου για το πλημμέλημα της ψευδούς κατάθεσης για το οποίο και απαλλάσσεται. Ο Γραμματέας του εν λόγω δικαστηρίου:

Α. δεν υποχρεούται να διαβιβάσει αντίγραφο της σχετικής απόφασης στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου

Β. υποχρεούται να διαβιβάσει αντίγραφο της σχετικής απόφασης στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου

Γ. υποχρεούται να διαβιβάσει αντίγραφο της σχετικής απόφασης στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου υπό προϋποθέσεις

Δικαστικός υπάλληλος είναι κατηγορούμενος ενώπιον του αρμοδίου Ποινικού Δικαστηρίου για το πλημμέλημα της εξύβρισης συναδέλφου του, πράξη που έλαβε εντός του εργασιακού χώρου της δικαστικής υπηρεσίας που απασχολούνταν. Η πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε για το ίδιο θέμα:

Α. είναι υποχρεωτικό να ανασταλεί ενόψει της ποινικής δίκης

Β. δεν είναι υποχρεωτικό να ανασταλεί ενόψει της ποινικής δίκης

Γ. αναστέλλεται υπό προϋποθέσεις

Απαντήσεις με άρθρα διατάξεων:

1.Α (άρθρο 171 παρ. 4β ΚΔΥ) «η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται, με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 208 […] β) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την ίδια πράξη ή παράλειψη […]» ΕΠΙΣΗΣ (άρθρο 208 παρ. 1 ΚΔΥ) «την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 171, μπορούν να ζητήσουν τα αρμόδια για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανα στην περ. α) της παραγράφου αυτής, ο δικαστικός υπάλληλος της περ. β), γ) και δ) της ίδιας παραγράφου και ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις»

2.Β (άρθρο 182 ΚΔΥ) «σε περίπτωση απόσπασης του δικαστικού υπαλλήλου σε μη δικαστική υπηρεσία, αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά»

3.Α (άρθρο 177 παρ. 1 ΚΔΥ) «ο δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης έχει ασκηθεί δίωξη […] η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Σε περίπτωση κατά την οποία συνεχίζεται η πειθαρχική διαδικασία, αν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, παραμένει ανεκτέλεστη»

4.Γ (άρθρο 181 παρ. 4 ΚΔΥ) «Το δικαστικό συμβούλιο στο οποίο έχει εισαχθεί πειθαρχική υπόθεση είτε μετά από άσκηση πειθαρχικής δίωξης είτε κατά παραπομπή από υπηρεσιακό συμβούλιο, εάν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει, κατά νόμο, πειθαρχική ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αντίστοιχο υπηρεσιακό συμβούλιο»

5.Α (άρθρο 178 παρ. 4-5 ΚΔΥ) «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου. 5. Ο Πρόεδρος […] του Αρείου Πάγου […] μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες»

6.Α (άρθρο 166 παρ. 2 ΚΔΥ) «Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: […] ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς […]» ΕΠΙΣΗΣ (άρθρο 178 παρ. 4 ΚΔΥ) «ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου»

7.Γ (άρθρο 164 ΚΔΥ) «Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του […]» ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΔΥ «Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν το δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης […]»

8.Β (άρθρο 166 παρ. 1 περ. Ζ ΚΔΥ) αναφέρεται ως πειθαρχική ποινή σε περίπτωση τελεσίδικης πειθαρχικής καταδίκης, ενώ, στις πρώτες διατάξεις, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία καθώς του έχει ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη δίχως να έχει τελεσιδικήσει υ υπόθεση

9.Β (άρθρο 171 παρ. 5 ΚΔΥ) «[…] ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια αρχή τα παραπεμπτικά

Keywords
Τυχαία Θέματα
Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 - Μελέτη, 165-183 ΚΔΥ,diagonismos esdi dikastikon ypallilon 2025 - meleti, 165-183 kdy