Η πανδημία εκτοξεύει την ανεργία, η ακτινογραφία της αγοράς

Μείωση μισθών, αύξηση των εργαζομένων που δεν εργάζονται λόγω αναστολής, αύξηση της ανεργίας των νέων και απώλεια θέσεων εργασίας συνθέτουν σήμερα το σκηνικό της αγοράς εργασίας σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων. Η Ελλάδα ήταν το 2020 το κράτος μέλος με το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών σε καθεστώς αναστολής της εργασίας τους, περίπου 27% των μισθωτών ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα

κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ το μήνα και 701 έως 900 ευρώ το μήνα.

Ο μέσος ακαθάριστος μισθός στην Ελλάδα το 2020 μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.

Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019.

Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας.

Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο.

Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο (-11,2% και -5,1% αντίστοιχα).

Στη γεωργία η μείωση των μισθών δεν ήταν του ίδιου μεγέθους, αλλά γίνεται εντονότερη το δ’ τρίμηνο, ενώ στη μεταποίηση η πτώση των μισθών είναι σχεδόν σταθερή από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα.

Στον αντίποδα, εντύπωση προκαλεί η πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών το δ’ τρίμηνο στους κλάδους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, και των χρηματοοικονομικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.

Μπορεί το 2020 η κρίση πανδημίας να μην μετέβαλε ιδιαίτερα την κατανομή των μισθωτών, αλλά ήδη παρατηρείται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση στα χαμηλότερα εισοδήματα.

Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2020 οι μεταβολές στα εισοδηματικά κλιμάκια ήταν οριακές, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που λαμβάνουν από 701 έως 900 ευρώ και η μείωση όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.

Παράλληλα πήρξαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη μεταβολή των ωρών εργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη, με τη μικρότερη ποσοστιαία μείωση να εντοπίζεται στη Φινλανδία (1,3%) και τη μεγαλύτερη στην Ιταλία (13,5%). Στην Ελλάδα οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,6%.

Υπολογίζοντας την απώλεια ωρών εργασίας με όρους χαμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης, ο ILO εκτιμά ότι το κόστος στην Ελλάδα ήταν το 2020 ίσο με 492,9 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης.

Η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.

Το ποσοστό χαμένων θέσεων απασχόλησης υπολογίστηκε με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων και των άνεργων τον Δεκέμβριο του 2020.

Το β’ τρίμηνο του 2020 τα περισσότερα κράτη-μέλη προτίμησαν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, ενώ μόνο η Ισπανία και η Ιρλανδία επέτρεψαν έναν συγκριτικά μεγάλο αριθμό απολύσεων.

Η Ελλάδα ήταν το κράτος μέλος με το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών σε καθεστώς αναστολής της εργασίας τους (περίπου 27% των μισθωτών).

 Το γ’ και το δ’ τρίμηνο του 2020 υπήρξε μεγαλύτερη μεταβολή του αριθμού των ανέργων σε όλα τα κράτη-μέλη λόγω χαλάρωσης κάποιων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και επαναλειτουργίας κλάδων που βρίσκονταν έως τότε σε αναστολή.

Ωστόσο, με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής, τα ποσοστά ανεργίας δεν εμφάνισαν σημαντικές μεταβολές.

Την προσωρινή μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τους θερινούς μήνες ακολούθησε μια μικρή αύξηση τους χειμερινούς μήνες.

Τον Δεκέμβριο του 2020 το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά την Ισπανία, αντιστοιχώντας στο 15,8% του εργατικού δυναμικού, όταν τον ίδιο μήνα του 2019 ήταν ίσο με 16,4%.

Ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών και αποθήκευσης παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και μεταβλητότητας.

Με εξαίρεση το γ’ τρίμηνο του 2020, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά (από 34,4% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 39,4% το β’ τρίμηνο του 2020 και 37% το δ’ τρίμηνο του ίδιου έτους). Αντιθέτως, το ποσοστό ανεργίας στη μεταποίηση παρουσιάζει βελτίωση αν και οριακή (μείωση κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019).

Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κλάδος της μεταποίησης εξακολουθεί και παράγει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανέργων, το οποίο κινείται σταθερά άνω του 10%, όταν στους άλλους κλάδους το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 7%.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες.

Αυτές που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών.

Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης.

Το γ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων αυτών ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (19%).

Keywords
Τυχαία Θέματα