Η προστασία του μισθού από την εφορία, κατασχέσεις, αξιώσεις τρίτων

Στην προστασία του μισθού από την εφορία, τις κατασχέσεις κσι γενικότερα αξιώσεις τρίτων αναφέρεται σε άρθρο του ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος.

Όπως εξηγεί από το σύνολο των χρηματικών καταβολών που γίνονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, κάποιες έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, ενώ άλλες όχι. Για παράδειγμα, το ελάχιστο ποσό κάλυψης του κόστους της τηλεργασίας της Υ.Α. 98490/2021 κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 67§4 του ν. 4808/2021, είναι, σύμφωνα με ρητή διάταξη, εκπιπτέα δαπάνη και όχι μισθός. Άλλο παράδειγμα οικονομικών παροχών χωρίς μισθολογικό χαρακτήρα αποτελούν οι παροχές που χορηγούνται

για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης (π.χ. οδοιπορικά έξοδα).

Πρακτικά, οι συνέπειες του χαρακτηρισμού μιας χρηματικής παροχής ως μισθολογικής είναι οι εξής:

1) Απαγόρευση του συμψηφισμού: Σύμφωνα με το άρθρο 664 ΑΚ, το οποίο εισάγει απόκλιση από τα γενικώς ισχύοντα στο αστικό δίκαιο δυνάμει του 442 ΑΚ για τον συμψηφισμό, ο εργοδότης δεν μπορεί να προτείνει προς συμψηφισμό με απαίτηση που διατηρεί έναντι του μισθωτού, τον μισθό, κατά το μέτρο που ο τελευταίος είναι απόλυτα αναγκαίος για τη διατροφή του μισθωτού και της οικογενείας του. Το «απόλυτα αναγκαίο» μέτρο δεν ταυτίζεται με τα κατώτατα νομοθετικά όρια του μισθού, αλλά προσδιορίζεται ad hoc κάθε φορά από τον δικαστή, ενόψει της συνεκτίμησης των λοιπών εισοδημάτων της οικογενείας, των περιρρέουσων οικονομικών συνθηκών όπως το ύψος του πληθωρισμού κτλ. Εξαίρεση στην εξαίρεση και άρα επάνοδο στον κανόνα του επιτρεπτού του συμψηφισμού έχουμε όταν ο εργαζόμενος προξένησε ζημία στον εργοδότη *με δόλο* κατά την εκτέλεση της εργασίας του ( ΑΚ 664 εδ. β’). Επισημαίνεται ότι η παραπάνω ρύθμιση αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, με συνέπεια τυχόν αντίθετες συμφωνίες μεταξύ των μερών να είναι απόλυτα άκυρες.

2) Απαγόρευση των κρατήσεων: Τον ίδιο ακριβώς περιορισμό θέτει το άρθρο 665 ΑΚ αναφορικά με τις κρατήσεις στον μισθό. Κρατήσεις γίνονται συνηθέστερα για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή για την καταβολή εισφοράς στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που λειτουργούν στην επιχείρηση.

3) Απαγόρευση κατάσχεσης: Στο μέτρο που ο μισθός δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, απαγορεύεται και να υποστεί κατάσχεση ( ΑΚ 664§3). Ακόμη δηλαδή και αν έχει εκκινήσει νομοτύπως αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του μισθωτού και μπορεί γενικά να προχωρήσει ο δανειστής του (οποιοσδήποτε δανειστής, όχι μόνο ο εργοδότης) σε μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης όπως η κατάσχεση, ειδικώς η κατάσχεση του τμήματος εκείνου του μισθού που είναι απόλυτα αναγκαίος για τη διατροφή του μισθωτού και της οικογενείας του δεν επιτρέπεται.

Επίσης, ο Άρειος Πάγος. δέχεται ότι το σύνολο του μισθού τεκμαίρεται ότι είναι κατά τα παραπάνω αναγκαίο (Α.Π. 1269/2005). Ο δανειστής, δηλαδή, οφείλει να αποδείξει ότι δεν είναι πράγματι αναγκαίο ένα τμήμα του μισθού και άρα υπόκειται σε κατάσχεση.

4) Απαγόρευση επίσχεσης: Γενικά, ο εργοδότης δικαιούται να ασκήσει επίσχεση σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του ενοχικού δικαίου, εφόσον ο εργαζόμενος δεν εκπληρώνει προσηκόντως την οφειλόμενη παροχή του (δηλαδή την εργασία). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 327 του ΑΚ, δεν επιτρέπεται επίσχεση για αξιώσεις για τις οποίες δεν επιτρέπεται ούτε ο συμψηφισμός. Άρα δεν χωρεί επίσχεση και για το βιοποριστικά αναγκαίο τμήμα του μισθού.

5) Απαγόρευση εκχώρησης: Σύμφωνα με γενικό κανόνα του αστικού δικαίου, οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι και ανεκχώρητες (ΑΚ 464). Συνεπώς, ο μισθός είναι ανεκχώρητη απαίτηση. Ειδικώς η απαγόρευση εκχώρησης του μισθού σε τρίτους ρυθμίζεται από τον ν. 4694/1930, όπως ισχύει, όπου υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις. Έτσι, ενώ κατ’ αρχήν ο ν. 4694/1930 απαγορεύει την κατάσχεση και την εκχώρηση του συνόλου του μισθού, ειδικώς επιτρέπεται η εκχώρηση του 20% του μισθού σε δικηγόρο βάσει εργολαβικού δίκης (άρθρο 60 Κώδικα περί Δικηγόρων).

6) Απαγόρευση παραίτησης από το νόμιμο μισθό: Ενόψει του χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου που έχουν οι διατάξεις για τον νόμιμο μισθό, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου περί απαγόρευσης παραίτησης από εργατικά δικαιώματα, δεν επιτρέπεται η παραίτηση από τον νόμιμο μισθό (ελάχιστος μισθός του νόμου και των ισχύουσων συλλογικών ρυθμίσεων). Από τον υπέρτερο αυτού συμβατικό μισθό (συμφωνημένος στην ατομική σύμβαση μισθός) μπορεί να γίνει παραίτηση δυνάμει της ελευθερίας των συμβάσεων ( Α.Π. 1159/1999 και 843/2002). Η απαγόρευση αφορά την παραίτηση ανεξαρτήτως ονομασίας (π.χ. άφεση χρέους ή εξοφλητική απόδειξη) και ακόμα και την έμμεση παραίτηση (π.χ. παραίτηση από την απαγόρευση συμψηφισμού). Ακόμη, αφορά τόσο την προκαταρκτική παραίτηση, όσο και την παραίτηση που γίνεται εκ των υστέρων. Μάλιστα, άκυρη είναι ακόμη και η παραίτηση που γίνεται μετά τη λύση της σχέσης εργασίας, παρότι απουσιάζει το στοιχείο της εξάρτησης (Ολ. Α.Π. 348/1968). Πρακτικά, πρέπει να τονιστεί ότι εξοφλητικές αποδείξεις που συχνά καλούνται να υπογράψουν οι εργαζόμενοι, οι οποίες περιέχουν δήλωση ότι ουδεμία άλλη απαίτηση υπάρχει έναντι του εργοδότη, εμπίπτει στην έννοια της παραίτησης και άρα απαγορεύεται.

7) Η προνομιακή κατάταξη των μισθολογικών απαιτήσεων: Στο πλαίσιο διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος εργοδότη, οι μισθολογικές απαιτήσεις απολαβάνουν γενικό προνόμιο και εντάσσονται στην τρίτη τάξη απαιτήσεων (άρθρο 977 ΚΠολΔ). Αυτό σημαίνει, συνοπτικά, ότι εάν η μισθολογική απαίτηση συντρέχει με απαίτηση απλώς εγχειρόγραφου δανειστή ικανοποιείται προνομιακά κατά 70%, ενώ αν συντρέχει με απαίτηση ενυπόθηκου δανειστή ικανοποείται κατά 33,33%. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι ρυθμίσεις αυτές στην περίπτωση πτώχευσης του εργοδότη.

8) Πενταετής παραγραφή: Οι απαιτήσεις με μισθολογικό χαρακτήρα υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή (ΑΚ250§6,17) η οποία αρχίζει από τη λήξη του έτους στο οποίο κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη η απαίτηση και λήγει στο τέλος του πέμπτου έτους. Αντίθετα, οι απαιτήσεις βάσει του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκεινται σε 20ετή παραγραφή (βλ. Α.Π. 1137/1992).

9) Η ποινική προστασία του μισθού: Σύμφωνα με τον α.ν. 690/1945, όπως ισχύει, η μη καταβολή μισθού συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25%, ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού. Δικαίωμα μήνυσης έχει ο μισθωτός μόνο για μισθολογικές απαιτήσεις και όχι για άλλου είδους απαιτήσεις του κατά του εργοδότη.

10) Υποχρέωση καταβολής εισφορών: Ο ασφαλισμένος εργαζόμενος οφείλει στον ΕΦΚΑ εισφορές ύψους 6,67 % του μισθού του, με επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων. Αυτό δεν ισχύει για τις μη μισθολογικές χρηματικές παροχές που λαμβάνει.

11) Φορολογική αντιμετώπιση: Ο μισθός επιβαρύνεται με τον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών (Φ.Μ.Υ. του ν. 4172/2013), ο οποίος παρακρατείται από τον μισθό του εργαζόμενου και καταβάλλεται από τον εργοδότη στο κράτος. Εάν η παροχή δεν είναι μισθολογική, υπόκειται σε διαφορετική φορολογική μεταχείριση, ανάλογα με τις ισχύουσες ειδικότερες διατάξεις της κάθε περίπτωσης.

12) Λογιστική απότυπωση: Μια παροχή, η οποία είναι μισθολογική, είναι σημαντικό να αποτυπωθεί λογιστικά ότι καταβάλλεται ως τέτοια. Εάν δεν είναι μισθολογική, πρέπει να μην αποτυπωθεί ως τέτοια. Διαφορετικά, είναι δυνατόν να εγερθούν υποψίες για φορολογικές ή άλλες παραβάσεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Η προστασία του μισθού από την εφορία,  κατασχέσεις,αξιώσεις τρίτων