Η σκιαμαχία των γιγάντων

Η κινεζική ηγεσία στέλνει το μήνυμα ότι ετοιμάζεται για τη μεγάλη σύγκρουση που πασκίζει να αποφύγει.

«H τακτική του εκφοβισμού δεν μας πτοεί. Το μπούλινγκ δεν περνάει εδώ πέρα. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν πραγματικά πόλεμο –δασμών, εμπορικό ή οποιοδήποτε άλλο είδος πολέμου– τότε είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε μέχρι τέλους». Σε αυτή την ασυνήθιστα ωμή, για τα δεδομένα του Πεκίνου, γλώσσα απάντησε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Λιν Τζιάν στον διπλασιασμό των δασμών επί των κινεζικών εισαγωγών από την Ουάσιγκτον.

Ηδη οι αμερικανικοί δασμοί ανέρχονται σε 20%, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ απειλεί, μέσω σκόπιμων διαρροών στον Τύπο, ότι θα μπορούσε να τους ανεβάσει ακόμη και στο αστρονομικό ύψος του 60%.

Η «σφήνα»

Η κλιμάκωση της πίεσης από τις ΗΠΑ βρίσκει την κινεζική ηγεσία σε μια δύσκολη συγκυρία. Την ώρα που οι χώρες της Δύσης προσπαθούν να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό, η κινεζική οικονομία υποφέρει από την ακριβώς αντίθετη παθολογία του αποπληθωρισμού, που συρρικνώνει την κατανάλωση, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και φρενάρει την ανάπτυξη, διαβρώνοντας έτσι το αποφασιστικό θεμέλιο λαϊκής νομιμοποίησης του ΚΚΚ. Την ίδια ώρα, ο ηγέτης της χώρας Σι Τζινπίνγκ έχει βάσιμους λόγους να ανησυχεί για τους κινδύνους διπλωματικής απομόνωσης από έναν Τραμπ που προσεγγίζει τον Πούτιν στο Ουκρανικό για να βάλει σφήνα στη συμμαχία Κίνας Ρωσίας, τηρουμένων των αναλογιών όπως οι Νίξον και Κίσινγκερ προσέγγισαν τον Μάο το 1972 για να απομονώσουν την ΕΣΣΔ.

Στην ετήσια σύνοδο του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, που άνοιξε τις εργασίες της την περασμένη Τετάρτη στο Πεκίνο, ο Κινέζος πρωθυπουργός εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι η χώρα του θα αντέξει στη δύσκολη δοκιμασία. «Το τεράστιο σκάφος της κινεζικής οικονομίας θα συνεχίσει να σχίζει τα κύματα και να πλέει προς το μέλλον», διακήρυξε σε λυρικό τόνο ο Λι Τσιάνγκ, θέτοντας τον αξιοζήλευτο, για τα δεδομένα των δυτικών οικονομιών, στόχο για ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 5%.

Από τους κατεξοχήν κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης, όπως μαρτυρεί το θηριώδες εμπορικό πλεόνασμα του ενός τρισ. δολαρίων, η Κίνα είναι η τελευταία που θα είχε λόγο να επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Καθώς όμως η κυβέρνηση Τραμπ έχει βαλθεί να αποδομήσει την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική τάξη των τελευταίων 35 χρόνων, το Πεκίνο είναι υποχρεωμένο να προετοιμαστεί για τα χειρότερα ενδεχόμενα. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι ένας γενικευμένος εμπορικός πόλεμος του Τραμπ εναντίον της Κίνας θα ζημιώσει μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα (συμπεριλαμβανομένης της Tesla του Ελον Μασκ) και θα φουντώσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ροκανίζοντας τη λαϊκή υποστήριξη στον Αμερικανό πρόεδρο.

Ηδη οι προηγούμενοι πόλεμοι δασμών της πρώτης προεδρίας Τραμπ και της κυβέρνησης Μπάιντεν εναντίον της Κίνας αποδείχτηκαν δίκοπο μαχαίρι: οι Κινέζοι

αποκλείστηκαν από τα πιο προηγμένα μικροτσίπ και άλλες τεχνολογίες αιχμής των ΗΠΑ, αλλά και οι Αμερικανοί αποκλείστηκαν από την τεράστια αγορά των κινεζικών ορυκτών που είναι ζωτικά για την αμερικανική βιομηχανία (μεταξύ άλλων, η Κίνα ελέγχει το 90% της παραγωγής σπανίων γαιών στον πλανήτη). Επιπλέον, το τεχνολογικό εμπάργκο ώθησε τους Κινέζους να αναπτύξουν εναλλακτικές, πιο οικονομικές μορφές ανάπτυξης εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, όπως έδειξε το «κινεζικό Σπούτνικ Σοκ» με την απίστευτη επιτυχία της εφαρμογής Deepseek, τον περασμένο Ιανουάριο. Εξάλλου, ακόμη κι αν στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια του Τραμπ να ρυμουλκήσει τη Ρωσία, κάτι πολύ αμφίβολο, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ Ευρώπης και Κίνας – ακόμη και σε ένα καινούργιο διεθνές διατραπεζικό σύστημα, εναλλακτικό έναντι του SWIFT, που ελέγχεται από τις ΗΠΑ.

Για την ώρα η κινεζική ηγεσία εμφανίζεται διστακτική καθώς η στάση του Τραμπ δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Στην πρώτη τετραετία του, η ατμόσφαιρα επιδεινώθηκε αισθητά, ιδίως μετά την ομιλία του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο περί «κινεζικής απειλής», το 2020, όταν τόνισε ότι «ο ελεύθερος κόσμος οφείλει να θριαμβεύσει απέναντι σε αυτή τη νέα τυραννία». Ωστόσο ο πόλεμος των κυρώσεων έμεινε σε σχετικά ελεγχόμενα πλαίσια. Αντίστοιχα, ο Τζο Μπάιντεν ανέβηκε στην εξουσία με τη φιλοσοφία της «σύγκρουσης ανάμεσα στις Δημοκρατίες της Δύσης και τον απολυταρχισμό» Κίνας - Ρωσίας. Στο οικονομικό πεδίο, όμως, ακολούθησε τη στρατηγική της «μικρής αυλής με ψηλό φράχτη», δηλαδή της επιβολής δρακόντειων δασμών και απαγορεύσεων μόνο σε μικρό αριθμό ευαίσθητων προϊόντων.

Στο ξεκίνημα της δεύτερης τετραετίας του, ο Ντόναλντ Τραμπ στέλνει αντιφατικά μηνύματα.

Προσκάλεσε στην τελετή της ορκωμοσίας του τον Σι Τζινπίνγκ, τον οποίο χαρακτήρισε «καταπληκτικό τύπο», διαμηνύοντας ότι επιδιώκει όχι τη σύγκρουση, αλλά μια συμφωνία – φυσικά, από θέση ισχύος. Είναι αλήθεια ότι οι πρώτες επιτυχίες της κυβέρνησης Τραμπ στον διεθνή στίβο είχαν ξεκάθαρα αντικινεζική αιχμή. Υπό την απειλή των ΗΠΑ για ανάκτηση της διώρυγας του Παναμά ακόμη και με στρατιωτικά μέσα, ο Παναμάς αποχώρησε, μετά την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, από το μεγάλο αναπτυξιακό πρόγραμμα του Σι «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος», ενώ η εταιρεία του Χονγκ Κονγκ CK Hutchison, που διαχειριζόταν δύο λιμάνια της διώρυγας, υποχρεώθηκε να πουλήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών της στην αμερικανική Blackrock. Η εκμετάλλευση σπανίων γαιών της Γροιλανδίας από κινεζική εταιρεία ήταν ένας από τους βασικούς λόγους πίσω από την εμμονή Τραμπ για την προσάρτηση της νήσου.

Αντεπίθεση ή αναδίπλωση

Το θεμελιώδες ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί, όμως, είναι αν αυτές οι τακτικές κινήσεις εντάσσονται σε μια στρατηγική συνολικής αντεπίθεσης για την εδραίωση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, ή σε μια γραμμή αναδίπλωσης στο Δυτικό ημισφαίριο, όπου θα κυριαρχεί πάντα το Δόγμα Μονρόε, σε έναν κόσμο χωρισμένο σε σφαίρες επιρροής, με τους Ευρωπαίους, τους Ρώσους και τους Κινέζους να διατηρούν τις δικές τους. Ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει αποσαφηνίσει τις απόψεις του. Ωστόσο ο ισχυρής επιρροής αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς συμμερίζεται την οπτική όσων υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ πάσχουν από το σύνδρομο της «εξωτερικής υπερεπέκτασης», πέραν των οικονομικών της ορίων και ότι πρέπει να αναδιπλωθεί στη ζώνη των ζωτικών συμφερόντων της. Αλλά και ο Ελμπριτζ Κόλμπι, που προορίζεται για αναπληρωτής υπουργός Αμυνας, δήλωσε στο Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ πρέπει να φύγουν από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή για να επικεντρωθούν στη ζώνη Ασίας - Ειρηνικού, προσθέτοντας ότι «η Ταϊβάν δεν είναι θεμελιώδους σημασίας για την Αμερική» και ότι η Νότια Κορέα πρέπει να επωμιστεί το βάρος της άμυνάς της.

(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Η Καθημερινή" της Κυριακής)

#ΗΠΑ #ΚΙΝΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα