Κώστας Ακρίβος, «Γάλα Μαγνησίας»: Σαν παλιός προβολέας σε αίθουσα εξαταξίου Γυμνασίου

Το «Γάλα Μαγνησίας» του Κώστα Ακρίβου (Μεταίχμιο) κυκλοφόρησε πέρυσι, το 2018. Είναι η ιστορία, δραματική όχι δραματοποιημένη απλώς, τεσσάρων νέων, εσώκλειστων σε εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου, γενέτειρα του συγγραφέα.

Με ένα πολίτη διευθυντή και έναν διάκο να κάνει το καθημερινό, σκληρό κουμάντο, οι τέσσερις νέοι βιώνουν μέσα από τα στενά αυτά πλαίσια τη δεκαετία του ’70. Τα τελευταία χρόνια της Χούντας στην Ελλάδα και το πέρασμά της χώρας σε ακόμα μία, τη σημαντικότερη πιθανώς, εποχή μεταμόρφωση της χώρας από τον Β’ΠΠ και έπειτα.

Μια συναισθηματικά πολυκύμαντη ιστορία που πηγαίνει τις πιο ώριμες ηλικίες αναγνωστών σε ασπρόμαυρα κουτιά της μνήμης που είναι γεμάτα σχολική καθαρεύουσα, εθνικοπατριωτικές κορώνες, ηθικές, χριστιανικές κορώνες για μια παρέα παιδιών σε μια ηλικία κατά την οποία γίνονται όλες οι χημικές αντιδράσεις, πνευματικές και σωματικές. Είναι τότε, που ένας έφηβος- σε κανονικές συνθήκες- αποφασίζει, με τον τρόπο του, τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει στο κατώφλι της ενήλικης ζωής του. Τι θα αποθηκεύσει και τι θα εξοβελίσει από την εργαλειοθήκη της μνήμης. Αυτήν που θα ανοιγοκλείνει στο πέρασμα του χρόνου.

Σε μια επαρχιακή πόλη που , όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, εκείνη την εποχή , παραπαίει μεταξύ των σημάνσεων του Εμφυλίου και των ανοιχτών πληγών της Χούντας, η ιστορία του Ακρίβου προβάλλεται σαν σε τοίχο σχολικής αίθουσας εξαταξίου Γυμνασίου, με πρωτόγονο, χειροκίνητο, προβολέα σλάιντς. Μέσα από τη σέπια απόχρωση που αποπνέει το «Γάλα Μαγνησίας», η σεξουαλική, κοινωνική και πολιτική ωρίμανση των ηρώων του Ακρίβου θα σημαδευτεί ανεξίτηλα από ένα τραγικό γεγονός που θα τους ακολουθήσει μερικές δεκαετίες μετά και θα τους φέρει, όσο γίνεται και αν γίνεται, ξανά κοντά, έχοντας στις πλάτες τους όλα τα φυσιολογικά βάρη των μεταλλάξεων που άφησαν πίσω τους οι δεκαετίες.

Για όποιον γνωρίζει ή και όχι, όλοι οι βασικοί κεντρικοί δρόμοι του Βόλου φιλοξενούν τα δικά τους κομμάτια της αφήγησης του Ακρίβου. Οι σκηνές περνούν μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη με ταχύτητα και τη γνωστή αφηγηματική του μαεστρία. Οι δρόμοι, όπως η Καρτάλη , η Ιωλκού, η Τοπάλη, το Εθνικό Στάδιο Βόλου, η Αγριά, οι Πλάκες, οι γειτονιές με τα τσιπουράδικα. Όλα μοιάζουν με το πέρασμα από το τρυφερό άγγιγμα μεταξύ ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού και πως αυτό, με την αμείλικτη πάροδο του χρόνου, γίνεται σκληρός ενήλικος χωρισμός, πώς ο ανέφελος έρωτας γίνεται μοίρα κυνική στα χέρια των μεγάλων.

Οι αλλαγές στα αφηγηματικά σκηνικά είναι συχνές και ανατρεπτικές. Αλλά με τον τρόπο που τις κάνει ο Κώστας Ακρίβοςμοιάζουν με το τρενάκι του Πηλίου, τον «Μουντζούρη» να ανεβοκατεβαίνει στις παλιές ράγες αλλά χωρίς θόρυβο. Ή μάλλον με τον θόρυβο που κάνουν τα ταξίδια στις αναμνήσεις…

Keywords
Τυχαία Θέματα