Λιμνούπολη, Ελλάδα, Ακτή Ελεφαντοστού

Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι και αυτές θύμα του τέλους της ιστορίας που κήρυξε πριν από μισό αιώνα η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός: της κατάρρευσης των μεγάλων αφηγήσεων και κυρίως του οράματος/υπόσχεσης για βελτίωση της ευημερίας όλων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2022, η Ελλάδα των 10,4 εκατ. κατοίκων που πέρασε από τρεις διαδοχικές κρίσεις είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ

(σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) στην ευρωζώνη. Στην παγκόσμια κατάταξη, η Ελλάδα βρέθηκε στην 52η θέση από την κορυφή, σε σύνολο 190 χωρών για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία. Την ίδια χρονιά, η Ακτή Ελεφαντοστού, μια χώρα 28,9 εκατ. κατοίκων, επίσης βρέθηκε στην 52η θέση, αλλά από το τέλος. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ακτής Ελεφαντοστού ισούταν με το 17,2% της Ελλάδας. Δεν προτείνω να ξεχάσουμε τα προβλήματά μας επειδή στην Ακτή Ελεφαντοστού τα πράγματα είναι χειρότερα. Όμως, αυτή η κολοσσιαία διαφορά δικαιολογεί τουλάχιστον κάποιες «προβοκατόρικες» σκέψεις.

Τις τελευταίες ημέρες οι ανά τον κόσμο οικονομολόγοι προσπαθούν να προβλέψουν τις οικονομικές επιπτώσεις της ενδεχομένης υλοποίησης των δασμολογικών απειλών του... Ντόναλντ Τραμπ Μακ Ντακ. Η άσκηση είναι εξαιρετικά δύσκολη, λόγω της πολυπλοκότητας του διεθνούς εμπορικού δικτύου και κυρίως λόγω των δευτερογενών επιπτώσεων που πάντα εκτιμώνται ελλιπώς. Ωστόσο, το δια ταύτα της συζήτησης μπορεί να κωδικοποιηθεί στα εξής:

(α) η επιβολή δασμών θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης της διεθνούς οικονομίας περίπου κατά 0,5%, με το κόστος να βαραίνει κυρίως τις ανεπτυγμένες οικονομίες,

(β) οι επιπτώσεις για την Κίνα μπορεί να είναι της τάξης του 0,5% με 0,9%, αλλά το ΑΕΠ της θα συνεχίζει να αναπτύσσεται μεσοσταθμικά κατά 3,5% ετησίως για τα επόμενα 10 έτη,

(γ) στις ΗΠΑ ενδεχομένως να υπάρξει ενίσχυση του πληθωρισμού, αλλά η οικονομία τους αναπτύσσεται ραγδαία μετά την κρίση του covid, λειτουργεί ήδη κοντά στο όριο της πλήρους απασχόλησης, και το επενδυτικό πρόγραμμα που υλοποιούν ύψους 2 τρισ. ―εκ των οποίων τα 500 δισ. στην Τεχνητή Νοημοσύνη― θα αυξήσει περαιτέρω τις παραγωγικές της δυνατότητες,

(δ) ο μεγαλύτερος χαμένος θα είναι η Ευρώπη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η επιβολή δασμών ύψους 10% μπορεί να οδηγήσει σε μείωση περίπου 0,5% του ΑΕΠ, με τις απώλειες να είναι σημαντικότερες στις μεγάλες οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) που ήδη περνούν δύσκολες μέρες. Λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό βέρτιγκο των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, οι παραπάνω απώλειες μπορεί να ενεργοποιήσουν ένα υφεσιακό επεισόδιο που θα επιδεινώσει περαιτέρω την ―εδώ και μια 20ετία― καθηλωμένη ευρωπαϊκή οικονομία και θα βαθύνει τα πολιτικά ρήγματα και την αποσυσπείρωση των κρατών-μελών.

Τα σκάγια θα πετύχουν και την Ελλάδα, αλλά ξώφαλτσα, σε πρώτη φάση. Η έκθεση (εξαγωγές) της ελληνικής οικονομία στις ΗΠΑ είναι από τις μικρότερες στην Ευρωζώνη και οι εξαγωγές στους κύριους εμπορικούς εταίρους (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία) δεν αφορούν ενδιάμεσα αλλά τελικά αγαθά. Βέβαια, θα υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις, δηλαδή μείωση της ζήτησης για ελληνικά προϊόντα λόγω της μείωσης του συνολικού εισοδήματος ― άρα της κατανάλωσης (π.χ. της Γερμανίας). Εν τέλει, οι άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στο ελληνικό ΑΕΠ μάλλον θα είναι περιορισμένες, αλλά κανείς δεν μπορεί να ανθήσει οικονομικά σε ένα περιβάλλον οικονομικής μιζέριας.

Τέλος, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο τίποτα από αυτά να μην συμβεί ή οι επιπτώσεις να μην είναι τόσο δραματικές. Οι απειλές της Λιμνούπολης μπορεί να είναι απλά εργαλείο μιας χοντροκομμένης διαπραγμάτευσης και να αποσυρθούν με κάποια ανταλλάγματα. Εναλλακτικά, οι δασμοί μπορεί να επιβληθούν, αλλά η καταστροφή να μην έρθει, όπως δεν ήρθε και στο παρελθόν που επίσης είχαν επιβληθεί δασμοί. Βέβαια, όλα τα παραπάνω (ειδικά τα νούμερα) είναι εξαιρετικά επισφαλή. Μέχρις ότου παραμετροποιηθούν σωστά τα οικονομετρικά υποδείγματα «ό,τι είναι να γίνει, θα έχει γίνει» και η χρησιμότητα των προβλέψεων (του χθες) θα είναι μόνο ακαδημαϊκή. Όπως και να έχει, καλό είναι να ετοιμαστούμε όσο καλύτερα μπορούμε.

Ωστόσο, ο πανικός που προκάλεσαν οι εξαγγελίες του Ντόναλντ πρωτίστως στην Ευρώπη αξίζει να συζητηθεί, διότι αναδεικνύει ένα τριπλό αδιέξοδο (πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό) υπαρξιακού χαρακτήρα. Ο τρόπος με τον οποίο θα επιχειρηθεί να απαντηθεί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα της πραγματικά Γηραιάς Ηπείρου. Εδώ, η πολύ μεγάλη εικόνα ―άχρηστη στη διαχείριση της καθημερινότητας― μπορεί να βοηθήσει στο να χαράξουμε μια κάποια πορεία.

Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι και αυτές θύμα του τέλους της ιστορίας που κήρυξε πριν από μισό αιώνα η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός: της κατάρρευσης των μεγάλων αφηγήσεων και κυρίως του οράματος/υπόσχεσης για βελτίωση της ευημερίας όλων. Ο ευρωπαϊκής κοπής καπιταλισμός για μεγάλο χρονικό διάστημα κατάφερε να συνδυάσει τα κέρδη των επιχειρήσεων με την μείωση των ανισοτήτων και την οικοδόμηση και επέκταση του κοινωνικού κράτους. Εάν κοιτάξουμε τα σχετικά διαγράμματα του World Inequality Database θα διαπιστώσουμε ότι η μείωση των ανισοτήτων αποτέλεσε μια σταθερά της ευρωπαϊκής οικονομικής μεγέθυνσης σχεδόν στο σύνολο του 20ου αιώνα. Το έτος 1905 το πλουσιότερο 1% των Γάλλων κατείχε το 56,9% του πλούτου της Γαλλίας, το 1965 το 31,9%, το 1984 το 15,8%. Η αδικία παραμένει κατάφορη, αλλά η πτωτική τάση δεν οφείλεται σε κάποια υπερβατική φύση του καπιταλισμού. Ήταν αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής εκδοχής του, που διαμορφώθηκε υπό την πίεση κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων και αιτημάτων που κατάφεραν να ενσωματωθούν στον κυρίαρχο λόγο (π.χ. η καταπολέμηση της φτώχειας αποτελούσε πάντα στόχο πολιτικής στην Ευρώπη σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που δεν ασχολούνται με το θέμα). Ακόμα και σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ευρώπη συνεχίζει να έχει το ισχυρότερο κράτος πρόνοιας, τα καλύτερα δημόσια, δωρεάν και αξιόπιστα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, τις πιο ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις.

Αυτή όμως η σταθερά ανακόπηκε και αντιστράφηκε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Το 2024 το πλουσιότερο 1% των Γάλλων κατείχε το 27,3% του πλούτου της Γαλλίας. Οι δείκτες ανισότητας έχουν πάρει την ανιούσα, το κοινωνικό κράτος υποχωρεί, τα δικαιώματα περιορίζονται υπό την πίεση του παγκόσμιου ανταγωνισμού ―που πάντως δεν φαίνεται να έχει τόσο αρνητικές συνέπειες για τα εισοδήματα των πλουσιότερων. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του καπιταλισμού δημιούργησε ανθρώπινα συντρίμμια, θυμό, απογοήτευση, έλλειψη προοπτικής, ένα διάχυτο κοινωνικό γαμώτο. Μαζευτήκαμε πολλοί, μου φταίνε όλα και εσείς μαζί, να πάτε όλοι από εκεί που ήρθατε… και οι μουργόλυκοι κερδίζουν εκλογές τη μία μετά την άλλη. Το κοινωνικό κράτος παραμένει ισχυρό για τα διεθνή δεδομένα, αλλά εδώ και χρόνια «τρώμε από τα έτοιμα», η δε στασιμότητα της οικονομίας ενισχύει τα αδιέξοδα.

Απέναντι σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο τι απαντάει η ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ; Πέρα από τη βραχυπρόθεσμη αντίδραση στους επαπειλούμενους δασμούς, η έμφαση μπαίνει όλο και εντονότερα στην «ανάκτηση της χαμένης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας». Δεν τρέχουμε επαρκώς γρήγορα και πρέπει να επιταχύνουμε, να αυξήσουμε και πάλι την απόσταση που μας χωρίζει από τους πίσω. Εάν για να το κάνουμε αυτό πρέπει να επιβραδύνουμε την πράσινη μετάβαση, να περιορίσουμε περαιτέρω το κράτος πρόνοιας, να ελαστικοποιήσουμε κι’ άλλο τις εργασιακές σχέσεις, ας έχει. Σημασία έχει να μην χάσουμε το τρένο, όπου και εάν πηγαίνει αυτό. Η βραδυπορούσα ευρωπαϊκή οικονομία αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για το κοινωνικό κράτος. Όχι γιατί δεν έχει λεφτά να το πληρώσει, αλλά γιατί το αντιλαμβάνεται ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Έτσι όμως η παρακμή τροφοδοτείται περαιτέρω, το ευρωπαϊκό πλεονέκτημα μετατρέπεται σε μειονέκτημα, η λύση σε πρόβλημα.

Απέναντι σε αυτή τη φρενίτιδα ίσως είναι χρήσιμο να δούμε τη μεγάλη εικόνα και εκεί να αναζητήσουμε την κατεύθυνση. Οι πραγματικοί κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη και τη συλλογική ευημερία δεν βρίσκονται στο κοινωνικό κράτος ή στην πράσινη μετάβαση, αλλά στην ενδεχόμενη αδυναμία μας να βρούμε τρόπους να κάνουμε ό,τι κάναμε με λιγότερη ενέργεια, στην αποτυχία μας να μειώσουμε τις ανισότητες, τόσο τις δικές μας όσο και τις παγκόσμιες. Σήμερα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες παραμένουν από τις πλουσιότερες στον πλανήτη. Η σύγκριση της ταλαιπωρημένης Ελλάδας με την Ακτή Ελεφαντοστού είναι χαρακτηριστική. Για την ακρίβεια, η Ευρώπη είναι τόσο πλούσια που δεν επιτρέπεται να έχει φτωχούς, που δεν επιτρέπεται οι άνθρωποί της να ζουν σε ανασφάλεια. Η Ευρώπη είναι τόσο πλούσια που μπορεί να προσφέρει σε όλους τους ανθρώπους της πολύ υψηλότερη ποιότητα ζωής από αυτή που έχουν σήμερα. Τα δημόσια σχολεία, τα δημόσια νοσοκομεία, οι παιδικές χαρές και οι πράσινες πόλεις με τα μεγάλα πεζοδρόμια, ο καθαρός αέρας, η πράσινη μετάβαση, οι καλοί μισθοί και οι συντάξεις δεν αποτελούν προβλήματα, αλλά τη λύση του προβλήματος.

Όλα αυτά καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να τα κάνει από μόνη της, αλλά όλες μαζί μπορούν. Προφανώς χρειάζεται η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η αναθεώρηση του κανόνα χρέους της Γερμανίας, η έκδοση κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση κοινών στρατηγικών στόχων (ευρωομόλογο), οι επενδύσεις σε γνώση, τεχνολογία, ιατρικές καινοτομίες, φάρμακα, πράσινη ενέργεια κ.ο.κ.∙ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να στηριχθούν ευρέως για να φτιάξουν υπηρεσίες και αγαθά που θα υποστηρίζουν τον στόχο της βελτίωσης της ποιότητας ζωής. Όμως, δεν χρειάζεται να στοχεύσουμε σε ανάπτυξη του 3%, 4% ή 5%. Φτάνει ένα διαρκές, παντοτινό 1,5% (αρκετό ώστε μια οικονομία να διπλασιαστεί σε 47 χρόνια), αρκεί το περιεχόμενο να είναι διαφορετικό. Δεν μας λείπουν ούτε τα λεφτά, ούτε τα εργαλεία, το αφήγημα μας λείπει.

(Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι Ερευνητής Γ’, ΚΕΠΕ – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ)

Keywords
Τυχαία Θέματα
Λιμνούπολη Ελλάδα Ακτή Ελεφαντοστού,limnoupoli ellada akti elefantostou