Μετέωρος ο Μητσοτάκης: Σε στρατηγική αμηχανία η ελληνική εξωτερική πολιτική

Η πιο θεαματική ένδειξη των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η απουσία του πρωθυπουργού από τις τρεις μεγάλες διασκέψεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια

Το διαχρονικό «έξω πάμε καλά» της ελληνικής πολιτικής δεν φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Την ώρα που ο πρωθυπουργός έχει περιέλθει σε δεινή θέση στο εσωτερικό λόγω της λαϊκής κατακραυγής για τα Τέμπη, η ελληνική εξωτερική πολιτική μοιάζει να τελεί σε καθεστώς στρατηγικής αμηχανίας και δείχνει να χάνει ερείσματα στο διεθνές διπλωματικό πεδίο.

Χωρίς πρόσκληση

Η

πιο θεαματική ένδειξη των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η απουσία του πρωθυπουργού από τις τρεις μεγάλες διασκέψεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμμετείχε στη Διάσκεψη του Μονάχου στις 14 Φεβρουαρίου, μετά την άρνηση του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς να τον συναντήσει. Δεν κλήθηκε επίσης από τον πρόεδρο Μακρόν στην έκτακτη Διάσκεψη για την Ουκρανία στις 17 Φεβρουαρίου. Τέλος, δεν κλήθηκε προχτές από τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στη Διάσκεψη του Λονδίνου για την Ουκρανία.

Όποια και αν είναι η γνώμη που έχει κανείς για αυτές τις διασκέψεις, η απουσία Μητσοτάκη δείχνει ότι η Ελλάδα δεν παίζει κανένα ρόλο στη διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου ασφαλείας. Η πραγματική εικόνα μιας χώρας που δεν έχει βαρύτητα στην ευρωπαϊκή σκηνή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την προπαγάνδα της κυβέρνησης περί της διεθνούς ακτινοβολίας του πρωθυπουργού -ας θυμηθούμε λίγο τι γραφόταν και λεγόταν μετά την ομιλία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο τον Μάιο του 2022. Είναι ενδεικτικό ότι ο Μακρόν δεν θεώρησε σκόπιμο να καλέσει τον πρωθυπουργό παρά τα δισεκατομμύρια που έχει πληρώσει η κυβέρνηση για γαλλικά όπλα.

Πάγος από Τραμπ

Αλλά το μείζον πρόβλημα αυτή τη στιγμή για την ελληνική εξωτερική είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει κανέναν δίαυλο επικοινωνίας με το σύστημα εξουσίας Τραμπ. Πέρα από την άρνηση Βανς να συναντήσει τον πρωθυπουργό στο Μόναχο, όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «πάγος» μεταξύ Λευκού Οίκου και Μαξίμου.
Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι ο Τραμπ δεν είναι… εύκολη πίστα. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραβίασε τρεις διαχρονικούς κανόνες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τους οποίους σεβάστηκαν όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης.

Ο πρώτος κανόνας είναι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να υπερεκτιμά τις δυνάμεις της και να εμπλέκεται σε καταστάσεις μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά της.

Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι ενώ η χώρα ανήκει σαφές στο στρατόπεδο Αμερικής, εντούτοις είναι πολύ προσεκτική στις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ/Ρωσία. Στον κανόνα αυτό θα μπορούσε κανείς να δει μια αντανάκλαση του 90%/10% της Γιάλτας.

Τρίτον, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση φροντίζει να διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με τους Δημοκρατικούς όσο και με τους Ρεπουμπλικάνους.

Για λόγους για τους οποίους μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενεπλάκη στην υποστήριξη της Ουκρανίας περισσότερο από ό,τι αντιστοιχούσε στη θέση της χώρας, ήρθε σε ρήξη με τη Ρωσία και ταυτίστηκε με τους Δημοκρατικούς, χωρίς να έχει φροντίσει να βρει διαύλους με το σύστημα Τραμπ. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κυβέρνηση βρίσκεται απέναντι τόσο στον Τραμπ όσο και στον Πούτιν, πράγμα που δημιουργεί ζωηρή ανησυχία στο πολιτικό κατεστημένο και τη διπλωματική γραφειοκρατία της Αθήνας. Πόσο μάλλον όταν ο Ερντογάν «κάνει παιχνίδι» και με τους δύο ηγέτες, έχοντας άλλωστε τον κοινό κώδικα του αυταρχισμού και του διπλωματικού «παζαριού».

Με δυο λόγια, η εξωτερική πολιτική Μητσοτάκη έχει οδηγηθεί σε στρατηγικό αδιέξοδο.

Μετεωρισμός

Αντιμέτωπη με τον «πάγο» Τραμπ, η κυβέρνηση έδωσε την εντύπωση ότι θα συνταχθεί με τον αντιτραμπικό ευρωπαϊκό άξονα Μακρόν/Μερτς κόντρα στον τραμπικό άξονα Μελόνι/Όρμπαν. Στην τηλεδιάσκεψη που οργάνωσε ο Ζελένσκι στις 24/2 για τα τρία χρόνια από τη ρωσική εισβολή, η τοποθέτηση Μητσοτάκη ήταν τελείως κόντρα στη γραμμή Τραμπ. Συγκεκριμένα, ο πρωθυπουργός είχε πει ότι «μόνο η Ουκρανία μπορεί, πρέπει και θα αποφασίσει για την αποδοχή ή την απόρριψη οποιασδήποτε ειρηνευτικής φόρμουλας. Ουδείς άλλος, ουδείς, μπορεί να λάβει αυτή την απόφαση για λογαριασμό του Κιέβου». Ο Μητσοτάκης ήταν δηλαδή σε γραμμή Μακρόν/Μερτς.

Ωστόσο, τα τελευταία εικοσιτετράωρα η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται με άλλη γραμμή. Μετά τον καβγά του Τραμπ με τον Ζελέσκι μπροστά στις κάμερες (ο οποίος αποτελεί case study του αυτοκρατορικού κυνισμού), οι ευρωπαίοι ηγέτες που συντάσσονται με τον γαλλογερμανικό άξονα, βγήκαν δημόσια και στήριξαν τον Ουκρανό Πρόεδρο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Όρμπαν και η Μελόνι κινήθηκαν σε άλλο μήκος κύματος, αφού βλέπουν ότι το εθνικό συμφέρον τους εξυπηρετείται από μια προνομιακή σχέση με τις τραμπικές ΗΠΑ.

Αυτή που δεν ήταν αναμενόμενη, ήταν η σιωπή Μητσοτάκη. Η Αθήνα απλώς δεν πήρε θέση. Γενικά η σιωπή μπορεί να αποτελέσει μέρος της διπλωματικής τακτικής μιας χώρας όταν δεν θέλει να εμπλακεί σε μια σύγκρουση που την υπερβαίνει. Θα ήταν άλλωστε μάλλον λογικό μια κυβέρνηση της ελληνικής Δεξιάς να μη θέλει να έρθει σε σύγκρουση με την αμερικανική πολιτική.

Ποια είναι όμως η συνοχή μεταξύ της τωρινής σιωπής και της «αντιτραμπικής» δήλωσης Μητσοτάκη πριν μια βδομάδα; Αυτή η προφανής ασυνέχεια δεν δείχνει έναν επικίνδυνο μετεωρισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που μπορεί να δυσαρεστήσει εντέλει όλες τις πλευρές; Δεν δείχνει επίσης ένα σοβαρό έλλειμμα νηφαλιότητας που το βλέπουμε και στις συνεχείς αλλαγές της κυβερνητικής γραμμής στα Τέμπη;

Μια κυβέρνηση σε καθεστώς στρατηγικής αμηχανίας η οποία δρα σπασμωδικά και χωρίς νηφαλιότητα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς.

#ΚΥΡΙΑΚΟΣ_ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ #ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ_ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Keywords
Τυχαία Θέματα