Νίκος Αλιβιζάτος: Θρυμματισμός και ανασύνταξη

Σήμερα η Βουλή έχει εννέα κοινοβουλευτικές ομάδες. Παρότι το Σύνταγμά μας είναι «σχεδιασμένο» για τρία κόμματα, το πολιτικό σύστημα είχε την ωριμότητα να ξεπεράσει χωρίς σοβαρούς κραδασμούς τα όποια προβλήματα προκαλεί ο χωρίς προηγούμενο κομματικός θρυμματισμός.

Αν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ανεξαρτητοποιήθηκαν και πρόσκεινται στον Στέφανο Κασσελάκη καταφέρουν να φτάσουν τους δέκα, η κοινοβουλευτική ομάδα που θα συγκροτήσουν θα είναι

η δέκατη στη σημερινή Βουλή. Μεταπολεμικά αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, αφού ακόμη και το 1950, όταν τα κόμματα που εισήλθαν στην πρώτη μετεμφυλιακή Βουλή έφτασαν τα δέκα, χρειάζονταν κατά τον κανονισμό δέκα βουλευτές για να αναγνωριστούν ως «πολιτικές μερίδες» (κάτι που μόνον έξι κατάφεραν τότε).

Εως σήμερα ο κομματικός αυτός θρυμματισμός δεν έχει θέσει μείζονα προβλήματα στη λειτουργία της Βουλής. Χάρη και στη σώφρονα προεδρία του κ. Κωνσταντίνου Τασούλα η δουλειά μοιάζει να βγαίνει, ακόμη και όταν η μέση διάρκεια των συζητήσεων, ιδίως σε επίπεδο αρχηγών, ήταν μοιραίο να παραταθεί υπερβολικά. Η μόνη ουσιώδης εμπλοκή που σημειώθηκε αφορά τη Διάσκεψη των Προέδρων, όπου αυξήθηκε αναγκαστικά ο αριθμός των βουλευτών της αντιπολίτευσης. Ηταν, συνεπώς, μοιραίο να αυξηθεί και ο αριθμός των βουλευτών της συμπολίτευσης, ώστε η κυβέρνηση να διαθέτει την ελάχιστη πλειοψηφία για τα «καθημερινά», όπως π.χ. για τη σειρά που θα συζητηθούν τα εκκρεμή νομοσχέδια. Η εύλογη αυτή αξίωση, ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε καταστρατήγηση της επιταγής για αυξημένη πλειοψηφία, όταν το επιβάλλει το Σύνταγμα, όπως συνέβη πέρυσι με την επιλογή των μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ. Τότε η κυβέρνηση δεν δίστασε να παραβιάσει ευθέως τις ισχύουσες ρυθμίσεις για να «περάσει» τους εκλεκτούς της.

Κοντολογίς, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, παρότι το Σύνταγμά μας αρχικά σχεδιάστηκε για δύο κόμματα (1975) και αργότερα για τρία (1986), το πολιτικό μας σύστημα είχε την ωριμότητα να ξεπεράσει χωρίς σοβαρούς κραδασμούς τα όποια προβλήματα προκαλεί ο χωρίς προηγούμενο κομματικός θρυμματισμός που βιώνουμε.

Πολιτικά, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο. Η Ν.Δ., χωρίς σοβαρή αντιπολίτευση, είναι μοιραίο να ενδίδει στην οκνηρία του κατέχοντος. Από την άλλη, η απουσία εναλλακτικής λύσης προκαλεί αβεβαιότητα στους εκλογείς και ανασφάλεια, που δεν είναι προφανώς οι καλύτεροι σύμβουλοι όταν ζητείται από τον λαό πίστη στο μέλλον και συστράτευση.

Ο αισιόδοξος της παρέας θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει ότι, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, κάθε φορά που αποχωρούσε από την ενεργό πολιτική ένας ιστορικός ηγέτης (και αναφέρομαι κυρίως στον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1980 και τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1996), μπορεί μεν η επόμενη μέρα να συζητήθηκε κατά κόρον και τα μέσα ενημέρωσης να ασχολήθηκαν εξαντλητικά επί μήνες με τα σενάρια διαδοχής, πλην όμως και τις δύο φορές τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς μείζονες αναταράξεις. Διότι μαζί με το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα εξελίχθηκαν.

Δεν συνέβη βέβαια το ίδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα το 2023 προκάλεσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επέλυσε. Γιατί η εκλογή Κασσελάκη και όσα επακολούθησαν έδειξαν ότι οι κακοδαιμονίες στον χώρο της Αριστεράς είναι βαθύτερες απ’ ό,τι στις άλλες δύο ιστορικές παρατάξεις. Αρκεί να θυμίσει κανείς ότι το κόμμα Κασσελάκη είναι το πέμπτο (!) που προκύπτει από διασπάσεις του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ.

Από παλιά, στον χώρο αυτό, φουσκωμένα εγώ και προσωπικές φιλοδοξίες καταλήγουν σε ακραίες συγκρούσεις. Για να θυμηθούμε μια χαρακτηριστική έκφραση από την ιστορία του ΚΚΕ, η «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές» δίνει και παίρνει. Αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι και ο λόγος που ο πολιτικός αυτός χώρος θα δυσκολευτεί πολύ να ανασυνταχθεί. Γιατί ακόμη κι αν ο Αλέξης Τσίπρας επανέλθει, όπως αργά ή γρήγορα θα συμβεί, νομίζω ότι θα προτιμήσει να ηγηθεί κάποιου καινούργιου σχήματος, απαλλαγμένος από τα βάρη του παρελθόντος, όπως ακριβώς έκαναν και ο Καραμανλής το 1956 και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1974.

Οσον αφορά το άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, δηλαδή την πέραν της Ν.Δ. Δεξιάς, η λέξη θρυμματισμός χωρίς αρχές ταιριάζει ακόμη περισσότερο. Είναι τόσο χαμηλό το επίπεδο των ηγετίσκων που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν αυτόν τον χώρο, ώστε να μην μπορούν να εκμεταλλευτούν την εντυπωσιακή άνοδο των ομοϊδεατών τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οσο για τον Αντώνη Σαμαρά, δεν φαίνεται να έχει εμπεδώσει τον μύθο για το πρόβατο και το μαντρί, που τόσο άρεσε στον μέντορά του, τον Ευάγγελο Αβέρωφ-τοσίτσα, να επαναλαμβάνει. Διερωτάται μάλιστα κανείς μήπως στα γεράματα ζήλωσε τη δόξα του Ντόναλντ Τραμπ! Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η πρόσφατη δεξιά στροφή του σε όλα τα μέτωπα;

Απομένει βέβαια ο χώρος του ΠΑΣΟΚ. Από τον θρυμματισμό του 2011-2017, το άλλοτε κραταιό κόμμα της Κεντροαριστεράς φαίνεται ότι ξαναβρίσκει τον βηματισμό του. Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να βασίσει την ανάκαμψή του αποκλειστικά και μόνο σε μια λογική ώριμου φρούτου και να περιμένει την πτώση της Ν.Δ., χωρίς να προβαίνει σε συγκεκριμένες προτάσεις για τα μικρά και τα μεγάλα τού αύριο.

Σε ό,τι με αφορά –και το έχω διατυπώσει πολλές φορές δημόσια–, η δαιμονοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και η απόδοση σε αυτόν όλων των δεινών που πλήττουν την καθημερινότητά μας είναι λάθος και, το κυριότερο, δεν πείθει. Ο ελληνικός λαός και προπάντων ο κόσμος στον οποίο το ΠΑΣΟΚ απευθύνεται, ξέρει πολύ καλά ότι τα προβλήματα είναι βαθύτερα. Και είναι έτοιμος να κάνει θυσίες, ώστε η Ελλάδα να μην πληγεί και αυτή από το τσουνάμι που απειλεί, όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη γειτονιά μας και την Ευρώπη. Αρκεί να πεισθεί ότι αυτά που του ζητούνται είναι σοβαρά και θεμελιωμένα.

Νίκος Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Κυριακής)

#ΝΙΚΟΣ_ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
Keywords
Τυχαία Θέματα