Ο θάνατος της εργατικής δημοσιογραφίας και η άνοδος της ειδησεογραφικής ελίτ

Η δημοσιογραφία μεταμορφώνεται σε ένα επάγγελμα για τους προνομιούχους. Και αυτό είναι ανησυχητικό. 

Η δημοσιογραφία έχει αλλάξει. Η κλασική δουλειά του ρεπόρτερ, που αποκαλύπτει, έχει πεθάνει και η έννοια της είδησης περνά μόνο μέσα από το interet πια. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση να εντείνεται το 2007, αναπόφευκτα επηρεάστηκε και η βιομηχανία των ειδήσεων. Από την παραγωγή της είδησης ως τους ανθρώπους που εργάζονται γαια να την αποκαλύψουν.

Το internet έχει ήδη ωριμάσει, παράγει μία ατέρμωνη πηγή νέων, ειδήσεων

και σχολιασμών. Ο παραδοσιακός έντυπος Τύπος αργοπεθαίνει αν και θα χρειαστούν ακόμα αρκετά χρόνια για τις παγκόσμιες πλατφόρμες πληροφοριών για να μπορεύσει να κυριεύσει τον κόσμο της ενημέρωσης. Περιττό να ειπωθεί ότι το μέλλον για τους νέους δημοσιογράφους είναι σκοτεινό.

Σύμφωνα με αναφορά του 2016 από τη Στατιστική Υπηρεσία, στην αμερικανική ήπειρο υπάρχουν περίπου 50.000 δημοσιογράφοι και ο αριθμός αυτός τείνει να μειωθεί κατά 9%, ή σε αριθμούς περίπου 4.500 άτομα μέχρι το 2026. Ο ανταγωνισμός αναμένεται δριμύτατος.Λίγες οι θέσεις, πολύς ο κόσμος.

Παράλληλα, την ίδια χρονιά, από τις σχολές δημοσιογραφίας και επικοινωνίας αποφοιτούν περίπου 14.000 άτομα. Ωστόσο, ένα πρώτο πτυχίο δεν αρκεί. Οι παραδοσιακοί δημοσιογράφοι καλούνται να ανταγωνιστούν άτομα με μεταπτυχιακά που κυνηγούν μία δυναμική αν και απλήρωτη πρακτική άσκηση.

Και αν κάποιος είναι τυχερός και καταφέρει να κερδίσει μία δουλειά ως δημοσιογράφος, οι απολαβές δεν θα είναι ικανές να καλύψουν τα οικονομικά ανοίγματα για την αποπλρωμή του φοιτητικού δανείου και των όποιων άλλων εξόδων. Ο μέσος μισθός για τους δημοσιογράφους στις ΗΠΑ είναι περίπου 41.000 δολ. τον χρόνο. Περίπου δηλαδή 18.000 δολ. λιγότερα από έναν μέσο μισθό.

Η δημοσιογραφία γίνεται με το πέρασμα του χρόνου, μία δουλειά για τους προνομιούχους, για τους λίγους και αυτό αρχίζει να διαφαίνεται στα ειδησεογραφικά γραφεία των μεγάλων αμερικανικών κολοσσών.

Η άνοδος της ειδησεογραφικής ελίτ

Οι κορυφαίες θέσεις εργασίας στα μίντια σήμερα απαρτίζονται από «γαλαζοαίματους» της δημοσιογραφίας που απομονώνονται κυριολεκτικά και μεταφορικά από τον υπόλοιπο κόσμο.  Έρευνα του 2018 από το Journal of Expertise αποκαλύπτει ότι το 44% των επαγγελματιών στους New York Times είχαν πτυχίο από κορυφαία πανεπιστήμια ενώ και στην Wall Street Journal ίσχυε ανάλογη κατάσταση με το ποσοστό ωστόσο να είναι στο μισό. Οι δημοσιογράφοι αυτών των μέσων είναι πιθανότερο να έχουν μία εκπαίδευση ανάλογη με τους δισεκατομμυριούχους της λίστας Forbes και των προσωπικοτήτων που συμμετέχουν στα επιχειρηματικά συνέδρια του Νταβός.

Την ίδια ώρα, το νεοφιλελεύθερο περιοδικό New Republic εντάσσεται μεταξύ των ακόμα πιο «ελίτ» ειδημσεογραφικών Μέσων. Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου 2 στα 3 άτομα από το προσωπικό του έχουν πτυχία από κορυφαία πανεπιστήμια, κατατάσσοντάς τους στην απόλυτη ελίτ της δημοσιογραφίας. Την περασμένη εβδομάδα μάλιστα άνοιξε μία θέση εργασίας, χωρίς όρια, περιορισμούς και διακρίσεις και παροτρύνοντας τους εν δυνάμει εργαζόμενους να καταθέσουν τα χαρτιά τους για την πλήρωσή της.

Στην πραγματικότητα ωστόσο, οι πιθανοί υποψήφιοι ανήκουν σε μία περιορισμένη ομάδα. Σε εκείνους που μπορούν και έχουν τα οικονομικά εφόδια για να μείνουν στην Νέα Υόρκη με ένα εισόδημα part-time και με την οικονομική «άνεση» να πληρώνουν οι ίδιοι την ασφάλειά τους. Αυτό το γεγονός από μόνο του είναι σχεδόν ακατόρθωτο.

Και ενώ οι δημοσιογραφικοί όμιλοι παλεύουν για τη διαφορετικότητα σε επίπεδο φυλής, οικονομικής επιφάνειας κα κοινωνικού υπόβαθρου, στην πράξη η παραδοσιακή μάχημη, δημοσιογραφία πεθαίνει. Ωστόσο, η παρουσία δημοσιογράφων με κοινωνικό υπόβαθρο από την εργατική τάξη είναι ουσιαστικής σημασίας και δεν υπάγεται σε όρους «διαφορετικότητας». Χωρίς αυτούς, δεν υπάρχει κανείς να συνηγορήσει με τους ανθρώπους της εργατικής τάξης και να βρεθεί απέναντι στους μεγιστάνες των Μέσων και τους πλούσιους εκδότες.

Η Barbara Ehrenreich περιέγραψε ήδη πριν από το 1990 την πορεία αυτή της δημοσιογραφίας: Όταν ξεκίνησα την δημοσιογραφία μπορούσα να συντηρήσω την οικογένειά μου έστω και με τον κατώτατο μισθό. Αλλά ήδη από το 1990 όλα άρχισαν να αλλάζουν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ανέλαβαν τα μίντια με ένα μόνο βασικό ενδιαφέρο. Περικοπές του προσωπικού, μεταξύ των οποίων και δημοσιογράφοι. Έκλεισαν περιοδικά και έντυπες εκδόσεις που δεν απέφεραν αρκετά κέρδη, τουλάχιστον όχι τόσα όσα επιδίωκαν οι ιδιοκτήτες των Μέσων, με αποτέλεσμα σήμερα οι συντάκτες είτε να κακοπληρώνονται είτε να μην πληρώνονται καθόλου.

Εν τέλει, ο βασικός κίνδυνος της δημοσιογραφίας είναι να μεταμορφωθεί σε ένα χόμπι για τους προνομιούχους.

Με πληροφορίες από το blog.usejournal.com 

Keywords
Τυχαία Θέματα