Τι αλλάζει στα δημοτικά τέλη για τα κενά ακίνητα που δεν έχουν ρεύμα

Εξελίξεις στο ζήτημα των δημοτικών τελών κενών και μη ηλεκτροδοτούμενων ακινήτων έρχονται από το υπουργείο Εσωτερικών με διάταξη στο νομοσχέδιο για την τοπική αυτοδιοίκηση (Κλεισθένης), που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή.

Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ η διάταξη λύνει εν μέρει το πρόβλημα για τους ιδιοκτήτες που δεν γνώριζαν ότι για να απαλλαγούν από την καταβολή δημοτικών τελών για κενά και μη ηλεκτροδοτούμενα

ακίνητά τους έπρεπε εκτός από τη βεβαίωση του ΔΕΔΔΗΕ, να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση στον οικείο Δήμο.

Προβλέπει μάλιστα εξάμηνη προθεσμία προκειμένου οι ιδιοκτήτες να υποβάλουν τις υπεύθυνες δηλώσεις.

Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ το πρόβλημα λύνεται για το παρελθόν, για όσους βεβαίως πληροφορηθούν περί της παραπάνω εξάμηνης προθεσμίας, το νομοσχέδιο καθιστά το ίδιο πρόβλημα άλυτο για το μέλλον.

Η διάταξη του υπουργείου Εσωτερικών που έχει τεθεί σε διαβούλευση προβλέπει τα εξής:

Ακίνητα, στα οποία διακόπτεται η ηλεκτροδότηση, απαλλάσσονται από την καταβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού από την ημερομηνία υποβολής δήλωσης του ιδιοκτήτη τους ή του νόμιμου εκπροσώπου αυτού προς τον οικείο δήμο ότι δεν ηλεκτροδοτούνται και ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.

Μέχρι την υποβολή της ανωτέρω δήλωσης, τα τέλη οφείλονται ανά κατηγορία ακινήτου και καταβάλλονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του από 24.9/20.10.1958 β.δ. «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων δήμων και κοινοτήτων».

Εάν, παρά την υποβολή της δήλωσης διαπιστωθεί ηλεκτροδότηση ή χρήση του ακινήτου, επιβάλλεται σε βάρος του υπόχρεου το τέλος που αναλογεί από το χρόνο απαλλαγής και ισόποσο πρόστιμο.»

Οφειλές από τέλη καθαριότητας και φωτισμού, που αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, κατά το οποίο είχε διακοπεί η ηλεκτροδότηση ενός ακινήτου, σύμφωνα με βεβαίωση του αρμόδιου διαχειριστή δικτύου και αυτό δεν χρησιμοποιούταν, σύμφωνα με υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη ή του νόμιμου εκπροσώπου του, διαγράφονται ή παραλείπεται η βεβαίωσή τους. Εφόσον η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση δεν έχει υποβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, υποβάλλεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από αυτήν. Ποσά που έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.

Διπλασιασμός δημοτικών τελών
Δυνατότητα όμως έως και διπλασιασμού των δημοτικών τελών προβλέπεται και με το άρθρο 182 του ίδιου νομοσχεδίου, με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στους Δήμους να επιβάλουν μεγάλες αυξήσεις στα δημοτικά τέλη, ιδίως των επαγγελματικών ακινήτων, καθώς προβλέπεται ότι ο εκάστοτε ανώτατος σε ύψος γενικός ή ειδικός συντελεστής στον οποίο πάντοτε υπάγονται αυτά, μπορεί να οριστεί έως και στο δεκαπλάσιο του γενικού συντελεστή της κατοικίας, ενώ με την ισχύουσα νομοθεσία (παρ.4 του άρθρου 7 του Ν.2307/1995, Α 113) ρητά απαγορεύεται να υπερβούν το πενταπλάσιο.

Επίσης στο ίδιο προσχέδιο νόμου υπάρχει μια ακόμη διάταξη με την οποία εισάγεται η καθιέρωση τριών κλιμακίων του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας, φωτισμού και πρασίνου:

Άρθρο 182 – Έννοια, περιεχόμενο και τρόπος καθορισμού ανταποδοτικών τελών.

Το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας, φωτισμού και πρασίνου επιβάλλεται σε κάθε ακίνητο που βρίσκεται εντός της διοικητικής περιφέρειας των δήμων και προορίζεται αποκλειστικά για την κάλυψη των πάσης φύσης δαπανών που αφορούν την παροχή των υπηρεσιών της αποκομιδής και διαχείρισης των απορριμμάτων, του ηλεκτροφωτισμού των οδών, των πλατειών και του συνόλου των κοινόχρηστων χώρων, των υπηρεσιών συντήρησης του πρασίνου, καθώς και κάθε άλλης παγίως παρεχόμενης υπηρεσίας από τους δήμους που σχετίζεται ή είναι συναφής με αυτές.

Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε χρήση ή δέσμευση των πόρων που προέρχονται από την είσπραξη του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας, φωτισμού και πρασίνου για την κάλυψη οποιονδήποτε άλλων δαπανών και υποχρεώσεων.

Το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας, φωτισμού και πρασίνου υπολογίζεται επί της επιφάνειας του εκάστοτε ακινήτου και προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων αυτής επί του συντελεστή του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους, ο οποίος ορίζεται, ανά κατηγορία χρήσεως των ακινήτων, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία παρέχει ακριβή, επίκαιρη και πλήρως στοιχειοθετημένη αιτιολόγηση για τον καθορισμό των συντελεστών του τέλους στο προσήκον ύψος.

Η συζήτηση και ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης του δημοτικού συμβουλίου για τον καθορισμό των συντελεστών του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους διεξάγεται επί της πρότασης της Οικονομικής Επιτροπής και επί κατατεθειμένων εναλλακτικών προτάσεων. Ως έγκυρες θεωρούνται οι ψήφοι υπέρ συγκεκριμένης πρότασης, είτε της κατατεθείσας από την Οικονομική Επιτροπή είτε υπέρ εναλλακτικών προτάσεων.

Οι λευκές ψήφοι δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας. Οι εναλλακτικές προτάσεις κατατίθενται είτε στην Οικονομική Επιτροπή κατά το στάδιο σύνταξης της εισήγησής της είτε στο Δημοτικό Συμβούλιο, κατά τη συζήτηση και ψήφιση των συντελεστών του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους. Οι ενδεχόμενες εναλλακτικές προτάσεις συζητούνται διακριτά ,ανά γενικό ή ειδικό συντελεστή του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους, και τίθενται σε ψηφοφορία κατ’ αντιπαράθεση. Κάθε εναλλακτική πρόταση λαμβάνει υποχρεωτικά υπ’ όψιν το σύνολο των κωδικών αριθμών εσόδων ή/και δαπανών που αφορούν στις υπηρεσίες, για τις οποίες επιβάλλεται το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος, και οι οποίοι θα πρέπει να τροποποιούνται καταλλήλως, ώστε σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται η ισοσκέλιση των δαπανών με τα έσοδα.

Η πρόταση που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών του Δημοτικού Συμβουλίου συνιστά και τον εγκεκριμένο, αντίστοιχα, γενικό ή ειδικό συντελεστή. Σε περίπτωση που καμία πρόταση δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των παρόντων μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, τότε η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο πρώτων σε ψήφους προτάσεων

Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 25/1975 τροποποιείται ως εξής:

Οι συντελεστές του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους, που καθορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1 διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς συντελεστές.

Οι γενικοί συντελεστές είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, κατ’ ελάχιστον τρεις (3) και διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρήση κάθε ακινήτου ως εξής :

1ος συντελεστής : ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για κατοικία.

2ος συντελεστής: ακίνητα που χρησιμοποιούνται για κοινωφελείς, μη κερδοσκοπικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς .

3ος συντελεστής: ακίνητα που χρησιμοποιούνται για την άσκηση πάσης φύσης οικονομικής δραστηριότητας.

Πέραν των ανωτέρω γενικών συντελεστών, το δημοτικό συμβούλιο δύναται να ορίσει ειδικούς συντελεστές, ως διαβαθμίσεις των γενικών συντελεστών, για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό αιτιολογείται ειδικώς λόγω της επιφάνειας, της χρήσης τους ή της γεωγραφικής ζώνης στην οποία βρίσκονται ή άλλων ιδιαίτερων αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους.
Σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό των γενικών και ειδικών συντελεστών λαμβάνονται υπόψη οι ιδιότητες των ακινήτων (εμβαδό, στεγασμένο ή μη, χρόνος χρήσης κλπ), ο βαθμός κατά τον οποίο τα ακίνητα επιβαρύνουν τις παρεχόμενες από τον οικείο δήμο ανταποδοτικές υπηρεσίες, καθώς και την ευρύτερη λειτουργία αυτού.

Ο γενικός συντελεστής του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους που αφορά τις κατοικίες ορίζεται υποχρεωτικά σε χαμηλότερο ύψος σε σχέση με τους υπόλοιπους δύο γενικούς συντελεστές, καθώς και τους ειδικούς αυτών.

Ο εκάστοτε ανώτατος σε ύψος γενικός ή ειδικός συντελεστής δεν μπορεί να οριστεί πέραν του δεκαπλασίου του γενικού συντελεστή της κατοικίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα