Χρέος, επενδύσεις, κατανάλωση – Πώς θα χτυπήσει την Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων

Η άνοδος των επιτοκίων του ευρώ, η οποία θα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία του πληθωρισμού, θα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος το 2023 για το ροκάνισμα της ανάπτυξης από το 2,1% που είναι η επίσημη πρόβλεψη του προσχεδίου του Προϋπολογισμού.

Ο έντονος προβληματισμός του ΥΠΟΙΚ αφορά το γεγονός ότι το περιθώριο για αύξηση των επιτοκίων είναι μεγάλο, καθώς ακόμα και μετά τις δύο αυξήσεις επιτοκίων (0,50% τον Ιούλιο και 0,75% τον Σεπτέμβριο) τα πραγματικά επιτόκια του ευρώ είναι αρνητικά, άρα η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

παραμένει επεκτατική. Πιο συγκεκριμένα, η ονομαστική αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 1,25% αντιστοιχεί σε πραγματικά επιτόκια -8,75% αν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, που έφτασε το 10,1% τον Σεπτέμβριο στην Ευρωζώνη. Για να γίνει αποτελεσματική η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ στο μέτωπο της συγκράτησης του πληθωρισμού, τα επιτόκια του ευρώ θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 9%, κάτι που –προς το παρόν– δεν αποτελεί επιλογή.

Ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων θα είναι σαφώς πιο “αποτελεσματική” σε ένα άλλο κρίσιμο πεδίο: αυτό της ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία θα δουν τις οικονομίες τους να επιβραδύνουν τη μεγέθυνσή τους ή να περνούν σε ύφεση, καθώς λειτουργούσαν μέχρι τώρα με χαμηλά επιτόκια δανεισμού και οριακά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η επιβράδυνση της Ευρώπης δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την Ελλάδα, αφού η Ε.Ε. είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της, απορροφώντας περίπου το 75% των συνολικών εξαγωγών. Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού η επίδραση αποτυπώνεται με τη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών από το 9%, όπου αναμένεται φέτος, στο 1,8% το 2023. Είναι σαφές ότι η αύξηση του 1,8% μπορεί να γίνει μηδενική ή να μετατραπεί σε μείωση ανάλογα με την ύφεση στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία θα οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων. Αρνητική επίδραση (που δεν είναι ακόμη καθαρό πόσο μεγάλη θα είναι) από την ύφεση στην Ευρώπη θα έχει και ο τουρισμός, αφού μεγάλος αριθμός επισκεπτών προέρχεται από τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία.

Οι επενδύσεις

Ένας άλλος κρίσιμος τομέας που θα χτυπηθεί από την άνοδο των επιτοκίων είναι αυτός των επενδύσεων. Η Ελλάδα δέχτηκε το 2021 “καθαρές” άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 5 δισ. ευρώ, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν στα 6-6,5 δισ. ευρώ μέχρι και το τέλος του 2022. Για το 2023 το προσχέδιο του Προϋπολογισμού κάνει μια φιλόδοξη πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων κατά 16%, παρότι ο τραπεζικός δανεισμός θα είναι σημαντικά ακριβότερος. “Στήριγμα” για την επόμενη χρονιά θα αποτελέσουν οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίες θα βοηθήσουν τις επενδύσεις, και από τα προγράμματα των επιχορηγήσεων αλλά και από το σκέλος των ιδιωτικών επενδύσεων, με συνολικά 6 δισ. ευρώ. Η βεβαιότητα της συνδρομής των κονδυλίων του ΤΑΑ θα ενισχυθεί και με το REPowerEU, από όπου το μερίδιο των περίπου 780 εκατ. ευρώ που εξασφαλίζει η Ελλάδα από τα συνολικά 20 δισ. που θα διαθέσει η Κομισιόν μπορεί να διατεθεί για ενεργειακές αναβαθμίσεις (προγράμματα “Εξοικονομώ”). Τα προγράμματα αυτά μπορούν να διατεθούν άμεσα στην αγορά, αυξάνοντας ισόποσα τις επενδύσεις. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις που σχεδίαζαν επενδύσεις εκτός κάποιου χρηματοδοτικού πλαισίου κάποιας κοινοτικής πρωτοβουλίας θα το ξανασκεφτούν, αφού τα επιτόκια του ευρώ μπορεί να έχουν φτάσει στο τέλος του 2023 το 4%.

Η ιδιωτική κατανάλωση

Η άνοδος των επιτοκίων του ευρώ σταδιακά θα περάσει και στον τραπεζικό δανεισμό, επιβραδύνοντας σημαντικά και την ιδιωτική κατανάλωση. Το υπουργείο Οικονομικών μέσα στο προσχέδιο Προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει επιβράδυνση της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης από το 7,2%, όπου αναμένεται να φτάσει φέτος, στο 1,3%. Ωστόσο, ανάλογα με την ταχύτητα και την ένταση της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, η αυξητική τάση στην αγορά κατοικίας εμπορικών ακινήτων αλλά και εξοχικής κατοικίας αναμένεται να περιοριστεί, αφού όλοι θα πρέπει να ξανακάνουν τους λογαριασμούς τους πριν αναλάβουν ένα μακροπρόθεσμο δάνειο με επιτόκιο αυξημένο κατά 3%-4% σε σύγκριση με το 2021. Η ζήτηση για αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες έχει ήδη περιοριστεί λόγω της αύξησης των τιμών μετά την άρση των περιορισμών λόγω της πανδημίας. Στις λιανικές πωλήσεις αναμένεται περαιτέρω επιβράδυνση σε σύγκριση με φέτος, καθώς οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται και το πλαστικό χρήμα (αν πρόκειται για πιστωτικές κάρτες) θα μειωθεί, αφού τα επιτόκια θα αυξηθούν σημαντικά.

Ο δανεισμός του Δημοσίου

Στο πεδίο του δανεισμού του Δημοσίου, επειδή το πρόβλημα είναι αρκετά παλιό, έχουν δημιουργηθεί αρκετά “αναχώματα” ώστε ακόμα και μια απότομη άνοδος επιτοκίων να μην απειλήσει τη βιωσιμότητα του χρέους.

Εκτός από το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, δηλαδή, που συνθέτουν η διακράτηση των 2/3 του χρέους (περίπου 245 δισ. ευρώ) από τους επίσημους δανειστές (ESM-ΕΚΤ) με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια, οι χαμηλές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των 38-39 δισ. ευρώ, θα γίνουν και οι ανάλογες προσαρμογές τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα:

Η εκδοτική δραστηριότητα θα περιοριστεί σημαντικά. Από τα 10-12 δισ. ευρώ που είχε ανακοινωθεί για φέτος, θα περιοριστεί στα 8-9 δισ. ευρώ το 2023, με τις εκδόσεις να στοχεύουν στη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας στις αγορές και όχι στην κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών.

Στις εκδόσεις που θα γίνουν θα ανανεωθούν swaps επιτοκίων που είχε αναγκαστεί να αγοράσει η Ελλάδα για χρέη προς επίσημους δανειστές τα οποία αποπληρώθηκαν πρόωρα. Τα swaps αυτά θα ανανεωθούν και θα χρησιμοποιηθούν σε νέες εκδόσεις, ώστε το κόστος δανεισμού να παραμείνει χαμηλά. Το ΥΠΟΙΚ υπολογίζει ότι αυτήν τη στιγμή έχει “ανοιχτές” πράξεις swap ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ για να “κουρέψει” τα υψηλά επιτόκια αγοράς.

Η κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών θα γίνει από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου, που φτάνουν τα 39 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, το Δημόσιο μπορεί να χρησιμοποιήσει περίπου 20 δισ. Με βάση τους σημερινούς υπολογισμούς, η κάλυψη των αναγκών θα απαιτήσει περίπου το 1/3, δηλαδή 7 με 8 δισ. μέχρι και το τέλος του 2023. Παράλληλα, βέβαια, η Ελλάδα θα συνεχίσει να ευνοείται και από τις επανεπενδύσεις του PEPP, με το χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ να έχει σήμερα ελληνικά ομόλογα ύψους περίπου 40 δισ. από τα συνολικά ομόλογα αξίας 82 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε κυκλοφορία.

capital.gr

The post Χρέος, επενδύσεις, κατανάλωση – Πώς θα χτυπήσει την Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων appeared first on zarpanews.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα