Η τρομοκρατική επίθεση Μπρέιβικ γίνεται ταινία στο "22 July" του Netflix

Το πιο σημαντικό συμβάν της μέρας στο Φεστιβάλ ήταν όχι κάποια από τις επίσημες πρεμιέρες, ούτε κάποια συνέντευξη τύπου, παρά μια δημοσιογραφική προβολή και η εξοργιστική συμπεριφορά κάποιων κριτικών σε αυτή. Κατά την προβολή του ‘Nightingale’ της Jennifer Kent (που επιστρέφει μετά το ‘Babadook’), μια γοτθική, σκληρή ιστορία επιβίωσης μιας γυναίκας κι ενός αβορίγινα στην Αυστραλία του 19ου αιώνα, τα ρατσιστικά και μισογύνικα ξεσπάσματα μερίδας των κριτικών ήταν ό,τι πιο δυσάρεστο έχω βιώσει ποτέ σε αυτό το Φεστιβάλ. Η ταινία είναι

τρομερή, έχει επίσημη πρεμιέρα σήμερα οπότε όλα αυτά θα τα πούμε αναλυτικά αύριο όταν θα έχει αρθεί και το εμπάργκο.

Η προηγούμενη ταινία του Paul Greengrass: To ‘Jason Bourne’ του 2016. Και τα Bourne που άρεσαν σε όλους δικά του ήταν, αλλά αυτό είναι εκείνο που κανείς δε θυμάται ότι γυρίστηκε.

H καινούρια: Αντικειμενική, στεγνή καταταγραφή των γεγονότων της 22ας Ιουλίου του 2011 στη Νορβηγία, που ξεκινά από την επίθεση του ακροδεξιού εξτρεμιστή Μπρέιβικ σε μια κατασκήνωση παιδιών και ακολουθεί διαδικαστικά όλες τις συνέπειες.

Και πώς είναι: Είναι. Είναι εκεί. Ο Greengrass έγινε γνωστός για το άμεσο, ντοκιμαντεριστικό λέγαμε τότε, στυλ του από ταινίες σαν το ‘Bloody Sunday’ και αργότερα το ‘United 93’, ένα στυλ άμεσης νευρώδους καταγραφής που μεταφέροντάς το μετά στο franchise του Bourne ανανέωσε υπό μία έννοια όλο το είδος της κατασκοπικής περιπέτειας για τον 21ο αιώνα.

Αυτά είναι παρελθόν γιατί όπως οι ταινίες δράσης του είναι πια ανούσιες ανακυκλώσεις του εαυτού του, έτσι κι ετούτη η πλευρά του έργου του αποτελεί απλώς αμήχανη επιστροφή σε στυλ και μοτίβα δίχως τίποτα από την την ενέργεια, την τόλμη και την ματιά. Το ‘22 July’ πάσχει απόλυτα από την απουσία οποιουδήποτε context, ο Greengrass καταγράφει τα γεγονότα όχι απλά σαν εξωτερικός παρατηρητής, αλλά σαν τυχαίος παρατηρητής. Δεν έχει απολύτως τίποτα να συνεισφέρει, πέρα από το να κοιτάζει σαν εξωγήινους του Νορβηγούς και την ψυχραιμία τους απέναντι στον τρόμο.

Υποθέτω αυτό είναι το point που προσπαθεί να κάνει, αλλά το κάνει σχεδόν κωμικά (τα πάντα είναι context και καδράρισμα στο σινεμά, κι όταν ο Greengrass κοιτάζει επίμονα τον Μπρέιβικ να τρώει πίτσα ενώ αρνείται να συνεργαστεί με την ανακρίτρια δεν είμαι σίγουρος τι νομίζει πως επιτυγχάνει εκείνη τη στιγμή), επαναλαμβανόμενα και αμήχανα.

Ύστερα από την πρώτη πράξη του φιλμ και τη στεγνή αναπαράσταση του μακελειού, ο Greengrass ακολουθεί ό,τι storyline βρει μπροστά του, μια τυπική ιστορία επιβίωσης ενός αγοριού που σώθηκε, μια τυπική ιστορία διαδικασίας καθώς η αστυνομία παραλαμβάνει τον Μπρέιβικ, και λίγο από δικαστικό δράμα. Κι όλα πασπαλισμένα με μια εντελώς επιγραμματική -και ξανά, αμήχανη, δίχως καμία ουσιαστική εμβάθυνση- παρατήρηση πάνω στις ρητορικές μίσους που πάντα επιβιώνουν.

Εν τέλει αυτή η μνημειώδης απουσία πλαισίωσης ή διορατικότητας φέρνει την ωμότητα σε πρώτο πρόσωπο με τον Greengrass χαμένο απέναντί της όσο κι εμείς. Εν τέλει, αναρωτιέμαι απλά γιατί.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Ο Μπρέιβικ (του ανατριχιαστικά καλού Anders Danielsen Lie από το ‘Όσλο, 31 Αυγούστου’ και το ‘Personal Shopper’) τρώει πίτσα και πίνει καφέ.

Πώς θα τη δούμε; Στο Netflix στις 10 Οκτωβρίου.

Keywords
Τυχαία Θέματα