Πότε κινδυνεύουν με κατάσχεση από την εφορία οι "κομμένοι" του νέου νόμου Κατσέλη

Αντιμέτωποι και με την εφορία θα έρθουν όσοι κάνουν αίτηση αλλά δεν ενταχθούν σε ρύθμιση με τους πιστωτές τους και εκτός από τις τράπεζες έχουν οφειλές και προς το Δημόσιο.

Σε εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ κ. Γιώργου Πιστιλή ξεκαθαρίζεται πως ο νέος νόμος προστατεύει τους δανειολήπτες με κόκκινα στεγαστικά δάνεια ακόμη και με την προέγκρισή τους από το σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα ακόμη και αν η ρύθμιση δεν περιλαμβάνει και τα χρέη προς το δημόσιο

Αν όμως κάποιος δανειολήπτης ο οποίος χρωστά και στην εφορία δεν καταφέρει να μπει σε ρύθμιση ή δεν δεχθεί τη ρύθμιση που του προσφέρεται, τότε θα είναι εκτεθειμένος σε αναγκαστικά μέτρα.

Όπως διευκρινίζεται στην εγκύκλιο η προστασία της πρώτης κατοικίας και της υπόλοιπης ακίνητης και κινητής περιουσίας του δανειολήπτη διαρκεί μέχρι να καταλήξει η διαπραγμάτευση με τις τράπεζες. Από εκεί και πέρα αν η αίτηση του απορριφθεί από τους πιστωτές του, τότε με βάση τον νέο νόμο μπορεί να ζητήσει δικαστική προστασία, διεκδικώντας τη ρύθμιση των οφειλών του. Σε αυτήν την περίπτωση - και μέχρι το δικαστήριο να εκδώσει διαταγή για τη συνέχιση της προστασίας της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη - η εφορία θα μπορεί να προχωρήσει σε αναγκαστικά μέτρα εις βάρος του.

Ειδικότερα με τις οδηγίες Πιτσιλή διευκρινίζονται τα εξής:

1. Από την αναγκαστική ρευστοποίηση, εμπίπτουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και οφειλές από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες υφίσταται εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία του οφειλέτη ή του τρίτου αιτούντος. Επομένως, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις νέες διατάξεις δεν ρυθμίζονται οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, δεν ρυθμίζονται ούτε οφειλές φυσικών προσώπων για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

2. Η προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατ' εφαρμογή των νέων διατάξεων, ισχύει και έναντι του Δημοσίου, ως πιστωτή παρά το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτού δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης.

3. Για τον δανειολήπτη ο οποίος κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας του άρθρου 73, ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του, η οποία αρχίζει να ισχύει, έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, από τη μεταγραφή στο βιβλίο μεταγραφών ή την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο της αίτησης για τη ρύθμιση οφειλών και λήγει:

είτε με την επίτευξη της συναινετικής ρύθμισης οφειλών με έναν τουλάχιστον πιστωτή είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών , μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή αίτησης δικαστικής ρύθμισης είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών (ως ανωτέρω) και εμπρόθεσμης (παρ. 4 άρθρου 77) υποβολής αίτησης δικαστικής ρύθμισης, με τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής, που υποβάλλεται με την αίτηση δικαστικής ρύθμισης, οπότε είναι δυνατόν να επέλθουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

Η συνέχιση της αναστολής, σε περίπτωση αποδοχής από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής, καθ' όσον με αυτή διατάσσεται αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας υπό τους όρους που ορίζονται σε αυτή και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Σημειώνεται πάντως ότι το δικαστήριο δύναται να ανακαλέσει την προσωρινή διαταγή οποτεδήποτε.

Η λήξη της αναστολής, σε περίπτωση απόρριψης από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής.
Σημειώνεται ότι προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας με προσωρινή διαταγή μπορεί να χορηγηθεί και στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης δικαστικής ρύθμισης σε δεύτερο βαθμό.

4. Για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης και δεν κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας δεν ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Ο αιτών όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 78, έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 78 περί προσωρινής προστασίας, το Δημόσιο υποχρεούται αποκλειστικά στη μη έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, η εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, στη μη πραγματοποίηση του. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 78, η προσωρινή προστασία του άρθρου 78 δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη.

5. Η συνεισφορά του Δημοσίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη και δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Επιπλέον, για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα.

Keywords
Τυχαία Θέματα