Οι Τακίμ ζωντάνεψαν τα καφέ-αμάν

11:13 29/7/2018 - Πηγή: efsyn
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ takim3.jpg «Και η ιστορία συνεχίζεται...» 29.07.2018, 09:32 | Ετικέτες: συναυλίες, μουσικοί, παραδοσιακή μουσική Συντάκτης: Λένα Κυριακίδη

Οι έξι σπουδαίοι μουσικοί των Τακίμ με τις υπέροχες φωνές του Γιάννη Νιάρχου και της Κατερίνας Τζιβίλογλου και καλεσμένους τους μεγάλους δεξιοτέχνες Πετρολούκα Χαλκιά και Νίκο Τατασόπουλο ξαναζωντάνεψαν το βράδυ της Δευτέρας με τη δυναμική προσέγγιση και τα ταξίμια τους τους παραδοσιακούς και λαϊκούς δρόμους των Ελλήνων μεταναστών στα καφέ-αμάν της Αμερικής, τα οποία άφησαν εποχή.

Όμως το άνοιγμα και το κλείσιμο της εξαιρετικής συναυλίας έγινε με δύο τραγούδια του 21ου αιώνα, το «Στην Αμερική» του Θανάση Παπακωνσταντίνου για την Ελλάδα που «σαν αγριόχορτο φύτρωσε και κει» και ένα κομμάτι που έγραψε το δημοφιλές συγκρότημα ειδικά για να καληνυχτίσει τη «φίνα παρέα», η οποία πλημμύρισε το θέατρο της Ρεματιάς στο Χαλάνδρι.

Ο Θωμάς Κωνσταντίνου στο ούτι και το λαγούτο, ο Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος στο κλαρίνο, ο Γιώργος Μαρινάκης στο βιολί, ο Πάνος Δημητρακόπουλος στο κανονάκι, ο Κώστας Μερετάκης στα κρουστά και ο Γιάννης Πλαγιαννάκος στο κοντραμπάσο έπαιξαν τραγούδια για το τραύμα του ξεριζωμού και τον καημό της ξενιτιάς.

Τραγούδια για το όνειρο της επιστροφής στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν αυτή δεν ήρθε ποτέ, τη νοσταλγία που δεν σταματάει ποτέ, την εργατιά, τους μίζερους μισθούς και τον ρατσισμό. Ζευγάρια που χωρίζουν, νύφες πουλημένες με λύτρα της εισόδου στη Γη της Επαγγελίας, άλλες πίσω στην πατρίδα που υπόσχονται ότι θα περιμένουν τους ξενιτεμένους αγαπημένους τους κι άντρες, που μάζευαν λεφτά για να παντρέψουν τις αδελφές τους.

«Εγώ είμαι προσφυγάκι», «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική», «Χαρικλάκι», «Νέοι, γέροι ψιθυρίζουν», «Αερόπλανο θα πάρω». Κι άλλα παραδοσιακά και μικρασιάτικα, ορισμένα μόνο από τα 15.000 κομμάτια όλων των ειδών ηχογραφημένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και δύο σύγχρονα ηχογραφημένα στην Ελλάδα, που όταν τα ακούς νομίζεις ότι είναι παλιά, το «Ανεστάκι» του Νίκου Τάτση από το 1977 και η περσινή «Μάγισσα» του Παρασκευά Θεοδωράκη.

Από την ελληνοαμερικανική βραδιά δεν μπορούσαν να λείπουν τα «γκρίκλις» και συγκεκριμένα το ερωτοχτυπημένο «Γιατί γλυκό μου sweetheart?», το οποίο έγραψε ο Αργύρης Γιαμπουράνης το 1949 στη Νέα Υόρκη, σε διασκευή των Τακίμ.

Χάρη στην παρουσία, δωρική και γλυκιά, του «πατριάρχη» του λαϊκού κλαρίνου Πετρολούκα, ο οποίος πήγε στις ΗΠΑ για 3 μήνες κι έμεινε σχεδόν 20 χρόνια, ακούσαμε επίσης μια ηπειρώτικη μουσική παρέμβαση με το «Γιάννη μου το μαντίλι σου» αλλά και ένα οργανικό διάρκειας δέκα λεπτών! Ο χαρισματικός Νίκος Τατασόπουλος έπαιξε μοναδικά στο μπουζούκι τον «Γυρισμό» του Παπαϊωάννου, «Το παράπονο του ξενιτεμένου» του Τσιτσάνη, «Το κλάμα της πενιάς» των Κολοκοτρώνη και Χιώτη.

Το αφιέρωμα, σε καλλιτεχνική επιμέλεια, κείμενα και παρουσίαση του Λάμπρου Λιάβα, ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στα παραπάνω και στις ιστορίες που αφηγούνταν στους θεατές ο εθνομουσικολόγος. Μουσικοί από την Ελλάδα σε ατελείωτες περιοδείες και στα μεθυστικά καφέ-αμάν. Ο Γκαζβάλι με το κλαρίνο του, ο Γκρέτσης με το βιολί του, ο Μέλκων με το ούτι, οι θρυλικοί Γιάννης Τατασόπουλος ή «Ντίλιγκερ», Μπέμπης και Σπόρος με τα μπουζούκια τους.

Κι ο Γιώργος Κατσαρός, ο αιωνόβιος έφηβος από την Αμοργό, που τραγούδαγε ώς το τέλος της ζωής του. Πέθανε στην Αμερική, αφού γύρισε τρεις φορές τον κόσμο με την κιθάρα του και το ευρύτατο ρεπερτόριό του. Στην κομπανία του σολίστα σε καφέ-αμάν στο Σικάγο ερμήνευε και χόρευε η Αμαλία Βάκα, Εβραία από τα Γιάννενα, που μόνη στα 15 έφτασε στην Αμερική. Ύστερα άνοιξε το δικό της καφέ-αμάν΄με την ονομασία «Παυσίλυπον» την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Την ίδια εποχή η Μαρίκα Παπαγκίκα, μια άλλη σημαντική εκπρόσωπος του ελληνικού τραγουδιού, στο δικό της καφέ-αμάν σέρβιρε ουίσκι στα φλιτζάνια του καφέ και τραγουδούσε με τη σπουδαία φωνή της τους αμανέδες της.

Ο Λιάβας μάς διηγήθηκε και ιστορίες άσημων, που δεν ήταν μουσικοί. Που μετά τα φουσκωμένα ναύλα του υπερατλαντικού ταξιδιού έβλεπαν τον ουρανό της Νέας Υόρκης, ο οποίος αντί για δολάρια έβρεχε πιάτα. Έβλεπαν μονάχα σίδερα, τσιμέντα και γυαλιά κομμένα σε λεωφόρους κι αδιέξοδα, όπως η ζωή τους, κι όλου του κόσμου τις φυλές. «”Μπίζι” είναι η πρώτη λέξη που σου μαθαίνουν στην Αμερική, μπίζι η ρόδα που γυρίζει, σε παίρνει από κάτω χωρίς να πάρεις μυρωδιά, κι αν κάποτε κλατάρει η ρόδα, no problem, σε αλλάζουνε, ρεζέρβες μπόλικες».

Ιστορίες όπως του Παναγιωτάκη, ο οποίος θα έμενε στις ΗΠΑ πέντε χρόνια κι έκατσε 16. Όταν έσκασε το κραχ, έχασε τα λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα και δεν πέθανε στον τόπο του, όπως επιθυμούσε. Του Ανεστάκη, ο οποίος λουστράριζε παπούτσια 12 ή 15 ώρες και πήγε για μεγαλύτερο μεροκάματο εργάτης στο τρένο του Νορθ Γουέστ. Εκεί κάρφωναν τις ράγες, έκοβαν τα βουνά, ζώνανε με σίδερο τη γη να τη δαμάσουν, κοιμόντουσαν σε βαγόνια μέσα στο κρύο και την πείνα.

«Η Κου Κλουξ Κλαν τούς είχε στο μάτι, όπως τους μαύρους. Στα εστιατόρια κρεμούσαν και επιγραφές: “No rats, no Greeks, all American”. Τις νύχτες τα μέλη της άναβαν μεγάλους πυρσούς έξω από τις καλύβες τους, στην Ομάχα εισέβαλαν κι έκαψαν συνοικία με 2.000 Έλληνες, που έμειναν μετά 50» είπε ο εθνομουσικολόγος.

Ανέφερε επίσης τη μαρτυρία ενός ξενιτεμένου, αφού πρώτα μας επισήμανε ότι ένα τραγούδι κρατάει συνήθως 3 λεπτά, άρα 40 τραγούδια κάνουν 2 ώρες. Η βάρδια στο εργοστάσιο όμως είναι 8ωρη. «Την πρώτη μέρα είπα 40 τραγούδια, τη δεύτερη καμιά 10αριά, την τρίτη ούτε ένα. Ήταν μάταιο, ο χρόνος κολλούσε κι ο θόρυβος των μηχανών έπνιγε τη φωνή μου. Εκείνο το βράδυ είδα τον ύπνο μου τα όργανα στο πανηγύρι του χωριού μου…»

Για επίλογο κρατήσαμε έναν «μύθο», όπως τον μετέφερε ο Αντωνάκης: «Ξέρεις γιατί υπάρχει τόσο μεράκι και σεβντάς σ’ αυτό τον κόσμο; Γιατί ο θεός έπαιζε μπουζούκι, μάγκα μου. Και ξέρεις πώς γίνηκε ο κόσμος; Μια μέρα το λοιπόν ο θεός κάθονταν μοναχός του απάνω στα σύννεφα κι έπαιζε το “μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά”. Tου την έδωσε και λέει “μα τι στο διάολο εδώ θα κάθομαι μοναχός; Κανένας δεν με βλέπει, ούτε μ’ ακούει”.

»Εμπρός λοιπόν να γίνει ο κόσμος. Κι έπιασε να παίζει ο θεός και να χορεύει ζεϊμπεκιά. Κι όπως χόρευε ο μερακλωμένος μέγας μπουζουξής, ολόγυρά του άρχισε να χτίζεται ο ντουνιάς. Κι όταν σταμάτησε λαχανιασμένος ύστερα από έξι μέρες τραγούδι, αντίκρισε κατάπληκτος τριγύρω του τον κόσμο. Του άρεσε τόσο πολύ που άρχισε να φιλάει το χέρι του και το μπουζούκι του. Το πέταξε από τον ουρανό στη γη και το όργανο που λες ότι έπεσε, μάγκα μου; Μα στην Ελλάδα φυσικά».

Ο Αντώνακης, που έσκασε 300 τάλιρα για μπουζούκι από την Αθήνα, δούλευε 18 ώρες. «Τα νεύρα του έγιναν σμπαράλια. Αδυναμία, ο γιατρός είπε να μείνει στο κρεβάτι, να βάλει βάρος 40 πάουντς. Και διάταξε μία δουλειά, όχι πολλές» είπε η γυναίκα του. Tο μπουζούκι τον περιμένει, δεν έχει όρεξη να ανοίξει πια τη θήκη, αλλά πού θα πάει, θα το ξαναπιάσει.

[related-articles]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Οι παλιοί μουσικοί ήταν λίγο πιο “μάγκες” από τους σημερινούς» Επικό ταξίδι με τη μουσική των Ελλήνων Γέφυρες με την τζαζ και την παράδοση «Ζούμε την εποχή της αποδοχής»
Keywords
Τυχαία Θέματα