Τα Χανιά τιμούν σήμερα την Πολιούχο τους, Θεοτόκο – Η Μητρόπολη Χανίων

Μεγάλη γιορτή σήμερα για τα Χανιά που γιορτάζουν τα εισόδια της Θεοτόκου, πολιούχου της πόλης των Χανίων.

Οι πιστοί με ευλάβεια συρρέουν στο μητροπολιτικό ναό και στις εκκλησίες για να γιορτάσουν και να προσκυνήσουν τη χάρη της.

Στο δήμο Χανίων ισχύει γενική αργία σήμερα και τα εμπορικά καταστήματα είναι κλειστά στα όρια της Δημοτικής Ενότητας Χανίων καθώς και όλες οι δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες στο σύνολο του δήμου.

Η ιστορία του Μητροπολιτικού Ναού

Την εποχή της Ενετοκρατίας στην

Κρήτη, στη θέση του σημερινού ναού των Εισοδίων υπήρχε ένας μικρός μονόκλιτος ναός, όπως φαίνεται σε χάρτη του 1625.

Ο ναός αποτυπώνεται ανατολικά της γυναικείας μονής της Αγίας Κλάρας των Δυτικών, η οποία εκτεινόταν από τη μέση της πλατείας μέχρι την σημερινή οδό Χάληδων, και από τη μέση της πλατείας νότια, μέχρι και το πρώην καμπανοχυτήριο.

Τα πιο αξιόπιστα στοιχεία για να συνθέσουμε την ιστορία του ναού, υπάρχουν στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, το «Βιβλίον εράνων δια την ανακαίνισιν του εν Χανίοις Ιερού Ναού των Εισοδίων 1856 και 1857» και στο Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, σε τρεις εκθέσεις του προξένου της Ελλάδος στα Χανιά Νικολάου Θεοδωρίδη τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1856 και το Φεβρουάριο του 1857.

Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, όλες οι εκκλησίες κατασχέθηκαν και οι περισσότερες μετατράπηκαν σε τζαμιά.

Στους χριστιανούς των Χανίων παραχωρήθηκε για τις λατρευτικές τους ανάγκες η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων.

Η Τριμάρτυρη μετατράπηκε σε σαπωνοποιείο το οποίο περιήλθε αργότερα στο Μουσταφά Ναϊλή πασά, που διετέλεσε Διοικητής Κρήτης από το 1822 μέχρι το 1850.

Από την ενετοκρατία μέχρι το 1856 δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην Τριμάρτυρη.

Σχετικά με τη χρήση του χώρου πριν από το 1856 υποθέτουμε ότι, χωρίς καμιά διαρρύθμιση, μεταβλήθηκε μετά το 1645 σε σαπωνοποιείο.

Η ελαιαποθήκη με δεξαμενές μέσα στη γη (ντίνες) ήταν σ’ όλο το πλάτος του ιερού. Από το νάρθηκα ως το ιερό βρισκόταν ο κυρίως χώρος του σαπωνοποιείου, όπου υπήρχαν το φρεάτιο του νερού, οι δεξαμενές καυστικοποιήσεως, οι σωροί των υλικών, ο ασβέστης και τα ξύλα.

Ο λέβητας ήταν μάλλον στη θέση του καμπαναριού ή στη νοτιοδυτική πλευρά του ναού κοντά στο φρεάτιο. Από το καμπαναριό και σε όλη τη βόρεια πλευρά του κτίσματος ήταν ο θόλος για το αλάτι.

Στον επάνω εξωτερικό χώρο που ήταν στεγασμένος με ξύλινη κατασκευή (κιόσκι), οδηγούσε μια πέτρινη σκάλα και εκεί απλώνονταν για στέγνωμα το σαπούνι.

Σε κόγχη αυτής της σκάλας ή σε τραπέζι στον επάνω όροφο (στο σημερινό γυναικωνίτη) ήταν εκτεθειμένη η εικόνα των Εισοδίων και προ αυτής κανδήλα κατά διαταγή ή ανοχή του Μουσταφά πασά.

Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας της η επιχείρηση είχε αποτυχίες και ο ιδιοκτήτης της προχώρησε σε αλλαγές των σαπωνοποιών.

Στα Χανιά υπήρχαν άλλα επτά σαπωνοποιεία και η επιχείρηση φαίνεται ότι ήταν επιζήμια για τον ιδιοκτήτη της.

Κατά μια μεταγενέστερη πληροφορία τα τελευταία χρόνια πριν να παραδοθεί στους χριστιανούς, χρησίμευε ως ελαιαποθήκη, για τη συγκέντρωση του λαδιού από τους φορολογούμενους χριστιανούς.

Από το 1856 με τη δημοσίευση του Χάττι Χουμαγιούν που έδινε θρησκευτική ανεξαρτησία στους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι χριστιανοί σε όλη την Κρήτη άρχισαν να κτίζουν και να επισκευάζουν εκκλησίες.

Το Μάρτιο μόλις έφτασε στην Κρήτη ως Γενικός Διοικητής ο Βελή πασάς, οι χριστιανοί της πόλης των Χανίων ξεκίνησαν ενέργειες και συνεννοήσεις για την ανέγερση μιας εκκλησίας, αφού ο ναός των Αγίων Αναργύρων δεν επαρκούσε για τις ανάγκες των πιστών, οι οποίοι είχαν αυξηθεί σημαντικά.

Ο χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης σε 25 χρόνια, μεταξύ 1830-1855, υπερδιπλασιάσθηκε.

Όπως γράφει σε έκθεσή του στις 12/24 Απριλίου ο πρόξενος Ν. Θεοδωρίδης, οι κάτοικοι με αναφορά τους ζητούσαν τη βοήθεια του Σουλτάνου για την ανέγερση εκκλησίας.

Στις αρχές Ιουλίου του 1856 «ἀ­νε­γνώ­σθη εἰς τό κα­τά­στη­μα τῆς Δι­οι­κή­σε­ως πα­ρόν­των τοῦ τε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Κυ­δω­νί­ας καί Κι­σά­μου καί δι­α­φό­ρων κα­τοί­κων τῆς Νή­σου ταύ­της, φιρ­μά­νι­ον δι’ οὐ ἡ Α. Μ. ὁ Σουλ­τά­νος πα­ρα­δε­χθείς τήν πε­ρί κα­τα­σκευ­ῆς μί­ας Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῆ πό­λει τῶν Χα­νί­ων, αἴ­τη­σιν τῶν κα­τοί­κων … συ­νει­σέ­φε­ρεν ἐξ ἰ­δί­ων του δι­ά τό κτή­ρι­ον τοῦ­το γρό­σια ἑ­κα­τόν χι­λιά­δας τά ὁ­ποί­α ὁ Βε­λῆ Πασ­σᾶς πα­ρέ­δω­κεν ἀ­μέ­σως εἰς χεί­ρας τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως εἰ­πών ὅ­τι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Κυ­ρί­ου του καί αὐ­τοῦ τοῦ ἰ­δί­ου, εἶ­ναι καί θέ­λει εἶ­σθαι ἡ εὐ­η­με­ρί­α τῶν κα­τοί­κων, συγ­χρό­νως δέ ἔ­δω­κε τήν ἄ­δει­αν εἰς τήν Ἐ­πι­τρο­πήν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἴ­να τῷ προσ­δι­ο­ρί­ση τήν το­πο­θε­σί­αν ὅ­που πρέ­πει ν’ ἀ­νε­γερ­θῆ ἡ νέ­α αὕτη ἐκ­κλη­σί­α»[12].

Αμέσως έγινε συνέλευση στην επισκοπή και αποφασίσθηκε η χριστιανική κοινότητα των Χανίων να εκφράσει εγγράφως την ευγνωμοσύνη της προς το Σουλτάνο και το Βελή Πασά και να ζητηθεί η παλιά εκκλησία «τῶν τρι­ῶν μαρ­τύ­ρων ἐν­τός τῶν Χα­νί­ων με­τα­βλη­θεῖ­σα κα­τά τήν πα­ρά τῶν ὀ­θω­μα­νῶν κα­τά­κτη­σιν τῆς Νή­σου εἰς σα­που­νο­ποι­εῖ­ον καί ἀ­νή­κου­σα εἰς τόν Μου­στα­φά Πασ­σά».

Ο Μουσταφά που είχε διατελέσει επί 29 χρόνια διοικητής Κρήτης ήδη ήταν Μέγας Βεζύρης της Πύλης και γι’ αυτό η χριστιανική κοινότητα των Χανίων ζήτησε το σαπωνοποιείο για την ανέγερση εκκλησίας.

Συγχρόνως προτάθηκε να παραχωρηθεί ένα παρακείμενο σπίτι που ανήκε σε Οθωμανό, για να ενωθούν τα οικήματα και να αποτελέσουν το ναό.

Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στο Βελή, ο οποίος ήταν γιος του Μουσταφά πασά. Ο Βελή υποσχέθηκε να παραχωρήσει δωρεάν το σαπωνοποιείο και να αγοράσει και να παραδώσει στην Επιτροπή της εκκλησίας το παρακείμενο σπίτι.

Ο Μουσταφά δέχτηκε την πρόταση και ο Βελή πασάς συνεισέφερε 30.000 γρόσια, πιθανώς για την αγορά του σπιτιού που ήταν ενωμένο με το σαπωνοποιείο.

Στις 15/27 Αυγούστου 1856 σε άλλη συνέλευση οι χριστιανοί των Χανίων αποφάσισαν: «Οι υποφαινόμενοι αισθανόμενοι την ανάγκην δευτέρου εν τη πόλει μας Ιερού Ναού και εγκρίνοντες την ανακαίνισιν του αρχαίου του επ’ ονόματι των Εισοδίων της Θεομήτορος τιμωμένου και Διμαρτύρου επιλεγομένου υποσχόμεθα και δυνάμει των κατωτέρω υπογραφών μας να δώσωμεν υπέρ του Θεοφιλούς τούτου έργου όσα έκαστος ημών ιδιοχείρως σημειώση και των οποίων τα μεν ημίσυ θέλομεν μετρήση δια την εφορείαν δια την έναρξιν του έργου, τα δε λοιπά ημίσυ ευθύς ότε λάβη ανάγκην».

Σημειώνω τις σημαντικότερες προσφορές: Η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος 4.452 γρόσια, του Γουβερνέτου 3.100, της Κυρίας Γωνιάς 3.000, της Ζωοδόχου Πηγής 2.000, ο Κυδωνίας και Κισάμου Κάλλιστος 5000, ο παπά Νικόλαος (δυσανάγνωστο επώνυμο) 2.000, ο Αρχιδιάκονος Σεραφείμ 200, ο Σεραφείμ Ιερομόναχος 404, και ο Σεραφείμ Αρχιδιάκονος πάλι 200[16]. Ο Έλληνας έμπορος Μπλούμ μετέφερε δωρεάν το χώμα με πλοίο από τη Σαντορίνη και ο Ιωάννης Συμιακός προσέφερε δυο μεγάλα μανουάλια αξίας 7.000 γροσίων.

Όμως μετά από δεκατέσσερις μήνες φαίνεται ότι το έργο κινδύνευε να σταματήσει.

Γι’ αυτό σε νέα συνέλευση οι χριστιανοί αποφάσισαν να συνεισφέρουν και πάλι για την ολοκλήρωσή του: «Οι υποφαινόμενοι λαβόντες υπ’ όψιν την χρηματικήν ανάγκην του κοινού δια την οποίαν κινδυνεύει παρεμπόδισις εις την εξακολούθησιν της οικοδομής του ναού της Θεομήτορος, αυτοπροαιρέτως συνεισφέρομεν εκ νέου και υπογραφόμεθα ιδιοχείρως γράφοντες και το ποσόν της νέας ταύτης συνδρομής μας. Χανία τη 1 Νοεμβρίου 1857».

Πρώτος ο Κυδωνίας Κάλλιστος προσέφερε πάλι 1.000 γρόσια. Από τον υπολογισμό των δωρεών που καταγράφονται στο Βιβλίο εράνων προκύπτει ότι το ποσό που συγκεντρώθηκε ανέρχεται σε 98.000 γρόσια περίπου.

Η παραχώρηση του κτηρίου, η χρηματική δωρεά του Σουλτάνου και η προθυμία του Βελή για την ανοικοδόμηση του ναού, δυσαρέστησαν τους φανατικούς Οθωμανούς, οι οποίοι έμμεσα εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους και θεωρούσαν ότι όλα αυτά είναι ενάντια στο Κοράνιο.

Οι Τούρκοι αντιδρούσαν και παρεμπόδιζαν με διάφορους τρόπους, ιδίως οι γείτονες, την πρόοδο των εργασιών. Ένας Οθωμανός γείτονας αξίωνε να μην ανοιχθεί πόρτα από το ιερό βήμα βόρεια, να είναι ψηλός ο βόρειος τοίχος του ναού για να μην είναι ορατό το σπίτι του και να παραμείνει χαμηλό το καμπαναριό.

Έφτασε με αναφορά του μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν κατάφερε να εμποδίσει το έργο. Τελικά, όσοι μουσουλμάνοι ζούσαν κοντά πούλησαν τα σπίτια τους και σταδιακά εγκατέλειψαν την περιοχή.

Αντίθετα η Χρι­στια­νι­κή κοι­νό­τητα των Χα­νί­ων, ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη α­πό τις πο­λυ­σχι­δείς ευεργεσίες του Βελή στις 18 Φεβρουαρίου 1857, στην επέτειο της έκδοσης του Χάττι Χουμαγιούν, ετέλεσε «δο­ξο­λο­γί­αν ὑ­πέρ τῆς Α. Μ. τοῦ Σουλ­τά­νου, τῶν αὐ­το­κρα­το­ρι­κῶν Πριγ­κή­πων, τῶν ὑ­πουρ­γῶν του, τοῦ Δι­οι­κη­τοῦ Βε­λῆ πασ­σᾶ»[19] στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων με την παρουσία του Βελή και των τουρκικών αρχών. Εκφωνήθηκε λόγος που εξυμνούσε την Πύλη, το Σουλτάνο, τους Υπουργούς και ιδίως το Βελή και κατέληγε σε πολλά επιφωνήματα «ζήτω».

Αξιοσημείωτη είναι η πληροφορία ότι οι Τούρκοι δεν απομάκρυναν όλα αυτά τα χρόνια, την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν σε εμφανές σημείο. Όταν άρχισαν οι εργασίες, μεταφέρθηκε στους Αγίους Αναργύρους και επέστρεψε στο ναό μετά την ανοικοδόμηση με πανηγυρική πομπή και με επικεφαλής τον επίσκοπο Κάλλιστο.

imka.gr – Μιχαήλ Βλαβογιλάκης

Keywords
Τυχαία Θέματα