Αρωμα Γαλλίας στο Μέγαρο Μουσικής

Αρωμα Γαλλίας στο Μέγαρο Μουσικής25.03.2018Άρθρα

Ενα ρεσιτάλ και δύο συναυλίες στις αρχές Μαρτίου

Από τον
ΓεώργιοΚύρκο - Τάγια*

Το πρώτο μισό του Μαρτίου στην Αθήνα υπήρξε, από μουσικής απόψεως, αρκετά πλούσιο. Σ’ αυτό συνετέλεσε αναμφίβολα η επέτειος του θανάτου του Κλοντ Ντεμπισί, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες στην ιστορία της μουσικής, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 55 ετών στο Παρίσι πριν από ακριβώς 100 χρόνια (25 Μαρτίου 1918). Το ρεσιτάλ της Χαράς Ιακωβίδου

με τον εύστοχο τίτλο «Αντηχήσεις» (αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», 5 Μαρτίου) έθεσε εξαρχής υψηλά τον πήχη, όχι μόνο λόγω του επιπέδου της εκτελέσεως, αλλά κυρίως χάρη στο υποδειγματικά διαμορφωμένο πρόγραμμα που προσέφερε.

Με αφετηρία το «Σεληνόφως» από τη «Σουίτα Bergamasque» του Ντεμπισί, και εναλλάσσοντας μέρη από το «Au gré des ondes» (Πάνω στο κύμα) του Ανρί Ντιτιγέ (1916-2013) με μέρη από το πρώτο βιβλίο «Images» (Εικόνες) του Ντεμπισί, καθώς και έργα του Μορίς Ραβέλ (1875-1937) με πιο πρόσφατα του Ντιτιγέ, η Ιακωβίδου ανέδειξε τον ρόλο των δύο πρεσβύτερων συνθετών στην εξέλιξη του πιανιστικού ιδιώματος στον 20ό αιώνα και επιβεβαίωσε την τοποθέτηση του νεότερου συναδέλφου τους στην παράδοση που εκείνοι είχαν διαμορφώσει. Ολα τα έργα δόθηκαν από τη σολίστ με εξαιρετική καθαρότητα και αίσθηση του ύφους, ενώ μόνο μια τάση προς γρήγορα tempi θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να της προσάψει σε ορισμένα. Στα δε «Θλιμμένα πουλιά» από τους «Καθρέπτες» («Miroirs») του Ραβέλ απέδωσε ακριβώς αυτό που είχε γράψει για το έργο ο Ελληνας κριτικός και φίλος του συνθέτη Μ.Δ. Καλβοκορέσης: «Πρόκειται για μια από τις λίγες περιπτώσεις στη μουσική του όπου επιχειρείται επίτηδες μια άμεση έκφραση συναισθήματος».

Δύο μέρες αργότερα (7 Μαρτίου) η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου φιλοξένησε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, ένα από τα καλύτερα συμφωνικά σύνολα της Γαλλίας, στην πρώτη από τις δύο συναυλίες που έδωσε εκεί υπό τη διεύθυνση του Φινλανδού μαέστρου Μίκο Φρανκ. Στο πνεύμα της επετείου, το αρχικό έργο ήταν η «Συμφωνία σε σι ελάσσονα», για πιάνο με τέσσερα χέρια (1880) του Ντεμπισί - ένας πρώιμος καρπός του συνθέτη, μη αντιπροσωπευτικός της κατοπινής πορείας του, που ανακαλύφθηκε 50 χρόνια μετά τη σύνθεσή του και ενορχηστρώθηκε πρόσφατα. Ως επιλογή ταίριαζε περισσότερο στο πρόγραμμα της επομένης ημέρας, καθώς από δομικής απόψεως παραπέμπει σε φόρμα του Σεζάρ Φρανκ. Το δημοφιλές «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2» του Ραχμάνινοφ, που ακολούθησε, ερμήνευσε με ευαισθησία -αλλά και κάποιους μανιερισμούς- η Γεωργιανή πιανίστα Κάτια Μπουνιατισβίλι. Παρότι η ορχήστρα απέδωσε την παρτιτούρα καλύτερα από κάθε άλλη που έχω ακούσει, η απαραίτητη διάδραση μεταξύ συνόλου και σολίστ υπολειπόταν.

Η βραδιά έκλεισε με τη «Συμφωνία αρ. 3» του Σιμπέλιους, σε μια ανάγνωση που πρόδιδε βαθιά κατανόηση της γλώσσας του συνθέτη από μέρους του (ομοεθνούς) μαέστρου, όπως και το εκτός προγράμματος έργο που μας χάρισε, μια ορμητική αλλά συγχρόνως αισθαντική ερμηνεία του συμφωνικού ποιήματος «Finlandia».

Την επομένη (8 Μαρτίου), έπειτα από μια μάλλον επίπεδη -αν και τεχνικά άψογη- ερμηνεία της εισαγωγής «Βεατρίκη και Βενέδικτος» του Μπερλιόζ, η ορχήστρα συνόδευσε τον Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη στο «Κοντσέρτο για το αριστερό χέρι», που ο Ραβέλ έγραψε κατόπιν παραγγελίας του πιανίστα Πάουλ Βιτγκενστάιν, ο οποίος είχε χάσει το δεξί χέρι του κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ελληνας καλλιτέχνης διεξήλθε με ευκολία τις απαιτήσεις της παρτιτούρας, που είχαν κάνει τον Βιτγκενστάιν να επέμβει σ’ αυτήν για να τη «βελτιώσει», με αποτέλεσμα τη ρήξη των σχέσεών του με τον συνθέτη. «Οι ερμηνευτές δεν μπορεί να είναι σκλάβοι» έγραψε τότε ο Αυστριακός πιανίστας στον Ραβέλ, για να λάβει την απάντηση: «Οι ερμηνευτές είναι σκλάβοι»!

Βέβαια, οι συνθέτες είναι κατ’ ανάγκην δέσμιοι των ερμηνευτών. Ετσι, η «Συμφωνία σε ρε ελάσσονα» του Σεζάρ Φρανκ, με την οποία ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα της βραδιάς, δεν ικανοποίησε πλήρως: παρά τα tempi που επελέγησαν, παρά τον θαυμάσιο συντονισμό των διάφορων ομάδων της ορχήστρας, ειδικά των βιολιών, η κυκλική φόρμα του έργου δεν έγινε ιδιαιτέρως αισθητή. Είναι πιθανό η τάση του μαέστρου να αφήνει το πόντιουμ και να διευθύνει γυρνώντας, ενίοτε, ακόμη και την πλάτη του στην ορχήστρα (κατάλοιπο, ίσως, των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε για χρόνια) να ευθύνεται εν μέρει γι’ αυτό. Εξάλλου, όπως είχε πει ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, «για μια σωστή ερμηνεία, ένα πράγμα πρέπει να ισχύει πάντοτε: αυτό που κάνει τις λεπτομέρειες να μην είναι λεπτομέρειες αλλά, διά της σχέσεώς τους με το όλο έργο και διά της μεταξύ τους σχέσεως, οργανικά στοιχεία του συνόλου».

*Κριτικός μουσικής

Keywords
Τυχαία Θέματα