Δύο εθνικές σχολές μουσικής

Δύο εθνικές σχολές μουσικής11.06.2018Άρθρα

Συμπεράσματα από τις συναυλίες των Αθηνών και της Πράγας στην Αθήνα

Από τον
Γεώργιο Κύρκο - Τάγια*

Οι δύο πιο ενδιαφέρουσες συναυλίες από αυτές που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον περασμένο μήνα πρόσφεραν, κατά σύμπτωση, προγράμματα με έργα συνθετών (Ελλήνων και Τσέχων) που ανήκουν στις εθνικές σχολές μουσικής των χωρών τους. Καθώς, μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν με μικρή χρονική απόσταση η μια της άλλης, έδωσαν τη δυνατότητα συγκρίσεων

και την αφορμή για στοχασμό πάνω στην ιδέα της εθνικής μουσικής και, ειδικότερα, την εξέλιξη της ελληνικής λόγιας μουσικής.

Στην πρώτη συναυλία, που δόθηκε από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» (21 Μαΐου), κυριάρχησε η μορφή του Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962), με έργα του που σπάνια εκτελούνται. Η βραδιά άρχισε με τη «Ραψωδία για πιάνο αρ.1, έργο 22» (1921), σε ενορχήστρωση του Γάλλου συνθέτη Γκαμπριέλ Πιερνέ (1863-1937), για τον οποίο ο Καλομοίρης έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό. Γραμμένο σε ελεύθερη μορφή και με υποδόρια ελληνικότητα, το έργο αποπνέει έντονο γαλλικό άρωμα, απότοκο της συμβολής του Πιερνέ. Η ορχήστρα απέδωσε καλά τη γραμμή του μουσικού κειμένου, κάτι που εκ των πραγμάτων ήταν δυσχερές στο επόμενο κομμάτι, το «Κοντσερτάκι για βιολί και ορχήστρα» (1955), λόγω της πυκνής και συνεχούς ετεροφωνίας και της έλλειψης ευδιάκριτων περιόδων.

Η πρώτη παρουσίαση του κοντσέρτου αυτού είχε γίνει από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με σολίστ τον Βύρωνα Κολάση (20-1-1957). Παρά την πεποίθηση και την ακρίβεια με την οποία η βιολονίστα Στέλλα Τσάνη προσέγγισε την απαιτητική παρτιτούρα, και, παρά την αισθαντική σύμπραξη του κλαρινέτου στο δεύτερο μέρος (Ιντερμέδιο), το αποτέλεσμα ήταν μάλλον επίπεδο και άχρωμο.

Μετά το διάλειμμα, η ορχήστρα ερμήνευσε το συμφωνικό ποίημα «Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι» (1937), με την ηθοποιό Αντιγόνη Φρυδά στον ρόλο της αφηγήτριας. Το ομώνυμο ποίημα του Αγγελου Σικελιανού ενέπνευσε τον Καλομοίρη να προσθέσει μια συγκλονιστική σελίδα στα φωνητικά έργα του. Εδώ, η συνήχηση απαγγελίας και μέλους, που ο μουσικός κριτικός Μίνως Δούνιας θεωρούσε ότι εξουδετέρωνε τόσο την απαγγελία όσο και τη μουσική, δεν μείωσε τη συγκίνηση της ακροάσεως. Αντιθέτως, ανέδειξε την παρτιτούρα ως υπόκρουση. Εξάλλου, όπως γράφει ο Ευάγγελος Παπανούτσος, στον Σικελιανό η πρόθεση, η ιδέα, το αίσθημα καταξιώνονται με τον όρο να έχουν πάντα όγκο, δύναμη και μεγάλη ένταση, στοιχεία που επίσης χαρακτηρίζουν το καλομοίρειο ύφος. Μια προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος (5η στροφή, στίχος 3) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αφηγητής θα έπρεπε να είναι άνδρας.

Η λέξη του Σικελιανού αποτελεί έναν πλήρη μουσικό φθόγγο και απαιτεί απαγγελία με ειδικό βάρος για ν’ αποκαλυφθεί μαζί με τον ηχητικό και ο εννοιολογικός δυναμισμός της. Η κυρία Φρυδά ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του κειμένου. Ομως, παρά το μικρόφωνο που χρησιμοποιούσε, η ορχήστρα την κάλυψε σε ορισμένα σημεία ισχυρής δυναμικής. Ο δε εξάρχων της ορχήστρας απέδωσε άρτια τα σχετικά obbligati. Η «Συμφωνία αρ. 1» (1959) του Δημήτρη Δραγατάκη (1914-2001), μαθητή του Καλομοίρη, που έκλεισε τη συναυλία, εκφράζει, όπως γράφει ο Γιώργος Λεωτσάκος στο αναλυτικό συνοδευτικό κείμενο, αισθήματα και μνήμες του λαού μας από την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Εργο γραμμένο με αίσθηση της φόρμας αλλά και έμπνευση, αποτελεί αξιόλογη προσθήκη στο σώμα της ελληνικής συμφωνικής μουσικής. Από τη μάλλον στεγνή ανάγνωση συγκρατώ το τρίτο μέρος (Adagio molto) και το τελικό Allegro, που ήταν όντως con brio. Την ορχήστρα διέκρινε καλή αίσθηση συνόλου, παρά τις δυσκολίες που επέβαλλε ο περιορισμένος χώρος.

Το ολιγάριθμο κοινό της συναυλίας εκείνης εμφανίστηκε πολλαπλάσιο την επόμενη ημέρα στο Μέγαρο Μουσικής για να ακούσει έργα της τσεχικής εθνικής σχολής μουσικής (αλλά και Μέντελσον) από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας (μετείχαν και μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης), υπό τη διεύθυνση του Πετρ Αλτριχτερ (22 Μαΐου). Υστερα από μια σβέλτη -αλλά σχετικά επίπεδη- ανάγνωση του συμφωνικού ποιήματος «Μολδάβας» του Σμέτανα (1824-1884), στην οποία έγινε εμφανής ο στέρεος συντονισμός των διάφορων ομάδων της, η ορχήστρα συνόδευσε τον βιολονίστα Σίμο Παπάνα σε μια έξοχη λυρική ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα σε μι ελάσσονα» του Μέντελσον (1809-1847). Ο Ελληνας σολίστ, αποφεύγοντας τον υπερβολικό τονισμό και χρησιμοποιώντας μια ανάλαφρη δοξαριά, πέτυχε μια τέτοια εκφραστική απλότητα στην άρθρωση της μελωδίας, ώστε, για παράδειγμα, το αργό δεύτερο μέρος (Andante) να δίνει την αίσθηση μιας ενιαίας φράσης (εξαιρώ το ανήσυχο μεσαίο τμήμα σε ρε ελάσσονα). Αλλά και στα απαιτητικά (λόγω ταχύτητας) σημεία του τρίτου μέρους, ο Παπάνας αντεπεξήλθε χωρίς να θυσιάσει ούτε νότα.

Το πρόγραμμα ολοκλήρωσε μια άνιση εκτέλεση της «Συμφωνίας αρ. 9, Του Νέου Κόσμου», του Ντβόρζακ (1841-1904), με τα δύο τελευταία μέρη να υπερτερούν. Το Scherzo ήταν άψογο από κάθε άποψη, αλλά τα υπόλοιπα μέρη ζημιώθηκαν από μια τάση για έντονη δυναμική (fortissimi) που επιδρούσε στην ισορροπία. Επίσης, το περίφημο δεύτερο θέμα του πρώτου μέρους, γνωστό ως «Swing Low, Sweet Chariot», αποδόθηκε μάλλον υποτονικά από το φλάουτο. Υπήρξαν όμως και εξαιρετικά σημεία, όπως το κύριο θέμα του Largo, που το αγγλικό κόρνο ερμήνευσε με την απαραίτητη απλότητα και χωρίς επιβράδυνση του tempo. Επίσης, ακούστηκαν εσωτερικές φωνές που συνήθως περνάνε απαρατήρητες από άλλους μαέστρους. Σε κάθε περίπτωση, ιδιωματικό υπήρξε το εκτός προγράμματος κομμάτι με το οποίο η ορχήστρα έκλεισε τη βραδιά - ο «Σλαβονικός χορός αρ. 15, έργο 72», του ίδιου συνθέτη. Η καθολική απήχηση αυτής της ξένης εθνικής μουσικής δίνει, νομίζω, την απάντηση στο ερώτημα για το μέλλον της ελληνικής. Αλλωστε, όπως έγραψε ο Αγγλος συνθέτης Βον Ουίλιαμς, «η αναζήτηση της ψυχής ενός έθνους είναι μια μακρά και αργή διαδικασία, και πολλοί προφήτες θα χρειασθεί να σφαγούν για τον σκοπό αυτόν».

*Κριτικός μουσικής

Keywords
Τυχαία Θέματα