Ο «Χάνιμπαλ της Θάσου» που άκουγε Μπαχ!

Ο «Χάνιμπαλ της Θάσου» που άκουγε Μπαχ!17.02.2019Πρόσωπα

Ενα ψυχογράφημα του Θεόφιλου Σεχίδη, που στα 24 του σκότωσε πατέρα, μητέρα, αδελφή, γιαγιά και θείο, και στα 46 του πέθανε στο ψυχιατρείο των φυλακών

Από τον

Δημήτρη Καπράνο

Στις 4 Νοεμβρίου του 2012 η «δημοκρατία» φιλοξένησε ένα ρεπορτάζ μου για τον Θεόφιλο Σεχίδη. Εκεί, μέσα σε 2.000 και κάτι παραπάνω λέξεις, προσπαθούσα να παρουσιάσω ένα φαινόμενο της εγκληματολογίας, αλλά και να καταλογίσω τις ευθύνες της Πολιτείας, που άφηνε ένα τέτοιο «εύρημα» να σαπίζει στη φυλακή...
«O Θεόφιλος Σεχίδης, που νοσηλεύεται σήμερα

στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού (είναι φυλακισμένος, δηλαδή), χωρίς πλέον κανείς συγγενής ή γνωστός να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, είναι ένα από τα πλέον τρανταχτά παραδείγματα της έλλειψης Προληπτικής Ψυχικής Υγιεινής, αλλά και της αντιμετώπισης των ψυχικώς πασχόντων ατόμων στη χώρα μας.

Σε μια άλλη χώρα ίσως ο Θεόφιλος αποτελούσε συνομιλητή καθηγητών και φοιτητών της Ψυχιατρικής. Ισως, σαν άλλος Χάνιμπαλ Λέκτερ, να βρισκόταν κρατούμενος σε έναν χώρο με ανέσεις, με βιβλία, με μουσική, για να μπορεί να αποδώσει στη “συνεργασία” του με τους επιστήμονες. Γιατί το φαινόμενο Σεχίδης, που έχει απασχολήσει την Ψυχιατρική σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι εύκολο να το συναντήσεις.



Οσο κι αν η μεταχείριση την οποία απολαμβάνει στο Ψυχιατρείο Φυλακών είναι (πράγματι) η καλύτερη δυνατή, θα ήταν πολύ πιο σωστό αν η χώρα είχε ξεπεράσει ορισμένα ταμπού και είχε δώσει την προσοχή που χρειάζεται στα φαινόμενα ανθρώπων τύπου Σεχίδη, φροντίζοντας να υπάρχει ειδικός χώρος (ενδεχομένως ένα διαφορετικά οργανωμένο Δρομοκαΐτειο ή το εξαίρετο ιταλικό κτίριο της Λέρου, που σήμερα είναι ένα παρατημένο κολαστήριο) κράτησης, αγωγής και παρακολούθησής τους» έγραφα τότε...

Πριν από λίγες μέρες, ο Σεχίδης πέθανε («έσκασε») στη φυλακή, στα 46 του χρόνια. Καπνίζοντας μανιωδώς, παχαίνοντας συνεχώς και ακούγοντας την αγαπημένη του προκλασική μουσική...

Κάπνιζα ένα τσιγάρο και είδα στην αυλή έναν τύπο με γενειάδα και μορφή ασκητική να μου χτυπάει το τζάμι του παραθύρου. «Σου χτυπάει ο Σεχίδης» μου λέει ο υπάλληλος του Ψυχιατρικού Καταστήματος...
Ο Σεχίδης! Τον Μάιο του 1996 σκότωσε τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, τη 48χρονη μητέρα του Μαρία, την 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του, Βασίλη Σεχίδη. Ηταν τότε 24 χρονών και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής!

Σε δευτερόλεπτα το φιλμ εκείνης της φοβερής υπόθεσης ξετυλίχτηκε στο μυαλό μου.
«Πες του να σου ξαναχτυπήσει σε 10 λεπτά» μου λέει ο υπάλληλος.
Ανοίγω το παράθυρο και του το λέω. «Τώρα κράτα χρόνο» λέει ο υπάλληλος χαμογελώντας.
Κοιτάζω το ρολόι μου. Με το που περνούν ακριβώς 10 λεπτά, χτυπάει! «Τσιγάρο!» μου λέει... «Αφού δεν φοράει ρολόι!» απορώ. «Μετράει τον χρόνο με ακρίβεια!» απαντά ο υπάλληλος...
Ανοίγω το παράθυρο κι αρχίζει να δουλεύει ο δημοσιογράφος.
«Μα, εσύ, παιδί μου, δεν κάπνιζες στο νησί!» του πετάω μια φάκα και πιάνεται αμέσως!
«Κι εσείς πού το ξέρετε, γιατρέ;» Σου λέει, αφού είναι εκεί, στο γραφείο, και δεν τον έχω ξαναδεί, γιατρός είναι...
Κι εκεί κερδίζω τη συμπάθειά του. Του προσφέρω όλο το πακέτο και το ρεπορτάζ ξετυλίγεται πια άνετα...
«Γιατί τους σκότωσες; Πώς σου ήρθε, ρε Θεόφιλε; Τι, στο καλό, έγινε;»
«Δεν σκότωσα κανέναν! Τους λύτρωσα!»
Του ζητάω να μου δώσει τα ακουστικά του. Εχει ζωσμένο ένα γουόκμαν κι ακούει...
«Μην τ' ακουμπήσεις στ' αυτιά σου, σέρνονται αρρώστιες ένα σωρό!» μου λέει και ανοίγει την ένταση για να ακούσω εξ αποστάσεως. Μπαχ! Βραδεμβούργιο Κοντσέρτο!
Ο Θεόφιλος ακούει μουσική και διαβάζει! Διαβάζει ό,τι βρει, δανείζεται από τη βιβλιοθήκη της φυλακής, τα έχει διαβάσει όλα, τα ξαναδιαβάζει!
«Ρε συ, είναι να τρελαίνεσαι! Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν ως έχοντα σώας τα φρένας!» λέει ο Αντώνης Αραβαντινός, που έχει «υιοθετήσει» τον Θεόφιλο...
Κι ο Θεόφιλος ακούει μουσική, καπνίζει, διαβάζει και τρώει, σιωπηλός, χαμένος στον κόσμο του, μοναχικός, φιγούρα βγαλμένη από το τραγούδι του συμπατριώτη του Ακη Πάνου «στο θολωμένο μου μυαλό»…
Στη Θάσο προτιμούσε να μένει μόνος του, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, δεν μιλούσε σε πολλούς ανθρώπους, έγραφε ποιήματα και ζωγράφιζε.
Στην Κομοτηνή, όπου σπούδασε νομικά, «συνήθιζε να περπατά σαν κάποιος να τον κυνηγούσε, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Τον ακούγαμε να μιλά μόνος του στο διαμέρισμά του και άλλοτε να κλαίει και να φωνάζει», όπως είπαν οι γείτονες...
Οταν τον συνέλαβαν, μίλησε για όλα. Για τη σχιζοφρενή αδελφή Εμμυ, για τον πατέρα και τη μάνα, εκπαιδευτικούς, που δεν ήθελαν να πουν ότι έχουν παιδί άρρωστο και το πρόβλημα «πότισε το σπίτι», για την κοινωνική απομόνωση... Για τον θείο που ήρθε από τη Γερμανία «με στόχο να με κλείσουν μέσα».

Κάλεσμα

«Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως, μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν μετά την τηλεφωνική επικοινωνία πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε».
Ετσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Οταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο. Η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια σε συμπλοκή. Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί.



Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι. Κατόπιν επέστρεψα στο σπίτι. Σε λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας. Είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα.
Η μητέρα κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια την αδελφή μου. Πέρασα τη νύχτα στο σπίτι. Αφαίρεσα προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο των πτωμάτων και τα τοποθέτησα στο ψυγείο για μεταγενέστερη μελέτη. Το πρωί ήρθε η γιαγιά και άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Τη σκότωσα!»

Ηταν η κατάθεσή του στην Αστυνομία. Κι ύστερα έγινε «ο κανίβαλος της Θάσου», «ο στυγερός δολοφόνος», «Ο μεγαλύτερος εγκληματίας» και όλα τα άλλα...

Δικάστηκε με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο

Δικάστηκε στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Το δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη ομόφωνα ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Ο Θεόφιλος, με το βλέμμα απλανές, άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, έπειτα από πίεση του δικηγόρου του!

Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης, τον πρώτο καιρό μετά τη διάπραξη των ανθρωποκτονιών, είχε τοποθετηθεί ως εξής: «Αυτή η πρόσφατη “πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενο-κτονία” συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία μιας ανθρωποθυσίας, με στόχο την εξαφάνιση του “οίκου” και του “γένους” ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση. Ο δράστης -πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του “φυσιολογικού”- αποφάσισε “να μείνει μόνος” (γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος). Στην περίπτωση αυτή, σίγουρα συναντάμε ψυχοπάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει;»
«Καλά, δεν έχει έναν συγγενή;» ρώτησα τον Αραβαντινό.
«Είχε πολλούς, μέχρι που τέλειωσαν τα κληρονομικά. Μετά εξαφανίστηκαν...»

Keywords
Τυχαία Θέματα