Ρεμπέτικη βραδιά στο Μέγαρο!

Ρεμπέτικη βραδιά στο Μέγαρο!07.12.2017Πρόσωπα

Η Μαριώ συναντά την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης

Από την
Ελένη Σκάρπου

Είναι αδιαμφισβήτητα η γνήσια ρεμπέτικη φωνή της Ελλάδας, με διακρίσεις και αξιώσεις που την ακολουθούν έως σήμερα, στα 72 της χρόνια, με εμπειρία φερμένη από άλλες εποχές, τότε που το ρεμπέτικο τραγουδισμένο από γυναίκα ήταν κατακριτέο. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη,

από πολύτεκνη οικογένεια, από μπαμπά μουσικό, η Μαριώ έχει δικαίως κατακτήσει το ρεμπέτικο πάλκο χωρίς να μασά τα λόγια της, έχοντας δουλέψει πλάι στον Μάρκο Βαμβακάρη, έχοντας γυρίσει τον κόσμο, έχοντας δουλέψει σκληρά από τα 13 της. Θα την απολαύσουμε την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στις 21.00, σε μια συνάντηση με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, που φέρει τον τίτλο «Το ρεμπέτικο αλλιώς».

«Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζομαι στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στα ρεμπέτικα τραγούδια, σε μένα την ίδια και στην πόλη όπου γεννήθηκα. Είναι μεγάλη τιμή αυτός ο σεβασμός στο πρόσωπό μου και όσοι έρθουν θα ακούσουν Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστο, Κιουπρούλη» αναφέρει η Μαριώ, που της αρέσει να της μιλούν στον ενικό και απολαμβάνει που οι άνθρωποι τη θεωρούν δικό τους άνθρωπο, μποέμ και αληθινή. «Γνώρισα τον Βαμβακάρη το 1967 στα Ξημερώματα, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, και ένιωσα, θυμάμαι, τέτοιο δέος... Επαιζα τότε ακορντεόν, έλεγα αρχοντορεμπέτικα. Ηταν καταπληκτικός άνθρωπος και ήταν μεγάλη τύχη για μένα η συνάντησή μας. Εκείνος μου έλεγε: ‟Πού θα πας, Μάρω, στην Αθήνα, εκεί τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά" κι εγώ του είπα: ‟Δεν έχω σκοπό, δάσκαλε". Πίστευα πως, αν κατέβαινα στην πρωτεύουσα, θα περιφρονούσα την πόλη μου σαν να λιποτακτούσα. Υπήρχε μέσα μου μια αντίδραση, γιατί όλοι έφευγαν και ένιωθα πως η πόλη άδειαζε και έσβηνε η ιστορία της μαζί με τους ανθρώπους που είχαν δουλέψει εδώ. Τελικά, λόγω δισκογραφικής, αποφάσισα να πάω στην Αθήνα το 1996» επισημαίνει η μεγάλη ερμηνεύτρια που δεν ξεχνά πώς ξεκίνησε.

«Το 1958 ήμουν κοριτσάκι με το ακορντεόν μου και έπαιζα τα κάλαντα. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε πιάνο κι έτσι πήραμε ακορντεόν για να βγάζω και μεροκάματο. Ημουν το πρώτο παιδί της οικογένειας και έπρεπε να βοηθήσω τον πατέρα μου, να δίνω κι εγώ ό,τι μπορώ, κι αυτό το έχω έμφυτο... να δίνω. Η ζωή μου ήταν ένας αγώνας. Δεν ήταν μια ζωή κοσμική. Αυτή η εικόνα υπήρχε μόνο όταν πήγαινες να παίξεις κάπου. Αυτό που στερήθηκα πραγματικά είναι οι κούκλες. Δεν ήθελα να κάνω καριέρα. Δούλευα όπως εξακολουθώ να δουλεύω έως σήμερα» εξομολογείται η Μαριώ και μιλά για το ρεμπέτικο ως τον κόσμο που της άνοιξε της πόρτες για μια βαθύτερη ανάγκη της. «Μπορεί λόγω δουλειάς να λέω και τα λαϊκά, αλλά το ρεμπέτικο είναι μέσα μου. Πάντα εκτιμούσα τους ανθρώπους που έγραφαν ρεμπέτικα. Είχαν ένα ήθος, είχαν βιώματα μέσα τους και τα κατέγραφαν, τα εξέφραζαν, τα χρωμάτιζαν στα τραγούδια τους. Ηταν οι στίχοι απλοί και κατανοητοί, σε άγγιζαν. Οι ρεμπέτες συνθέτες έχουν αφήσει μεγάλη παρακαταθήκη και εγώ την έχω εμπεδώσει, είναι το σαμάρι μου και το κουβαλάω μαζί μου» υπογραμμίζει.

«Δάσκαλος για μένα ο Χοντρονάκος»

Η Μαριώ επί 27 χρόνια δούλεψε στο πλάι του ρεμπέτη Χοντρονάκου -κατά κόσμον Στέφανος Κυπρούλης- στην Καλύβα, στην Πυλαία, κι έπειτα στην Επτάλοφο. «Ηταν για μένα μεγάλος δάσκαλος και με έκανε να θέλω να συνεχίσω το ρεμπέτικο τραγούδι και να το βάλω έμπρακτα στη ζωή μου. Οι εκπλήξεις της δουλειάς ξεκίνησαν όταν άρχισαν να με καλούν στην Ευρώπη. Ολα αυτά αν τα κάνεις με συνείδηση και τιμιότητα, όταν δεν υποκρίνεσαι, ο κόσμος το καταλαβαίνει. Δεν έχω παράπονο, οι καταστάσεις και η αγάπη του κόσμου με δικαίωσαν. Δεν προσκύνησα ποτέ κανέναν, δεν πήγαινα στα τραπέζια για να με κερνούν, κράτησα την αξιοπρέπειά μου για μένα και τα παιδιά μου. Εχω μαζί μου 17 χρόνια τον Δημήτρη Λιβανό, που με πρόσεξε πολύ» καταλήγει και νιώθει χαρά που τα εγγόνια της Δημήτρης και Θοδωρής-Μάριος την απολαμβάνουν και χαίρονται γι' αυτό που είναι η γιαγιά τους.

Keywords
Τυχαία Θέματα