Εκρήξεις ηφαιστείων 280.000 θάνατοι παγκοσμίως μετά το 1500, οι 184 στην Ελλάδα

Από το 1500 μέχρι σήμερα σε όλο τον κόσμο περίπου 280.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει από εκρήξεις ηφαιστείων. Από αυτούς, οι 170.000 ήταν τα θύματα μόνο έξι μεγάλων εκρήξεων. Μετά το 2000 οι θάνατοι από τα ηφαίστεια διεθνώς είναι γύρω στους 2.000.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τη βάση δεδομένων του παγκόσμιου δικτύου παρακολούθησης ηφαιστείων «Global Volcano Model» (GVM), με αφορμή την πρόσφατη ενεργοποίηση του ηφαιστείου Κιλαουέα της Χαβάης.
Κάθε χρόνο συμβαίνουν

περίπου 60 εκρήξεις ηφαιστείων, μερικές αναμενόμενες και άλλες τελείως απρόσμενες. Χονδρικά κάθε δύο χρόνια αφυπνίζεται και εκρήγνυται ένα ηφαίστειο που δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Τέτοιες εκρήξεις που «πιάνουν στον ύπνο» τους πάντες, είναι συνήθως οι πιο επικίνδυνες.
Το Κιλαουέα, το οποίο είναι το πιο ενεργό στον κόσμο εδώ και 35 χρόνια, άρα προβλέψιμο, δεν είχε έως τώρα κανένα θύμα, μόνο ένα σοβαρό τραυματισμό. Ομως άλλα ηφαίστεια στις Φιλιππίνες, στην Ινδονησία, στην Ιαπωνία και στο Κονγκό υπήρξαν πιο φονικά.
Σήμερα περίπου 800 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από κάποιο ενεργό ηφαίστειο και από αυτούς τα 200 εκατομμύρια βρίσκονται στην Ινδονησία. Συνολικά υπάρχουν περίπου 1.500 ενεργά ηφαίστεια σε 81 χώρες, σύμφωνα με το δίκτυο GVM και το BBC. Ενα ηφαίστειο θεωρείται ενεργό όταν είχε εκραγεί σχετικά πρόσφατα και μπορεί να «δώσει» νέες εκρήξεις στο όχι μακρινό μέλλον.
Ο κίνδυνος δεν προέρχεται τόσο από τη λάβα, η οποία, παρόλο που καίει και θάβει τα πάντα στο πέρασμά της, συνήθως κινείται αργά (το πολύ με 30 χιλιόμετρα την ώρα) και έτσι οι άνθρωποι μπορούν να την αποφύγουν. Ο κίνδυνος πάντως αυξάνεται, αν καθυστερήσει η εκκένωση μιας περιοχής.
Δυνητικά πιο επικίνδυνα είναι τα τοξικά αέρια που εκλύονται από την έκρηξη. Το 1986 στο Καμερούν περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας των ηφαιστειακών αερίων, οι περισσότεροι θάνατοι από αέρια ηφαιστείων στην καταγεγραμμένη ιστορία.
Πολύ περισσότεροι είναι οι θάνατοι από τις πυροκλαστικές ροές, «χιονοστιβάδες» από πέτρες, στάχτες και αέρια που κινούνται με ταχύτητα 100 και άνω χιλιομέτρων την ώρα, φθάνουν σε θερμοκρασία έως 700 βαθμών Κελσίου και καταστρέφουν το κάθε τι στο πέρασμά τους. Τέτοιες πυροκλαστικές ροές κατέστρεψαν την Πομπηία το 79 μ.Χ. και σκότωσαν σχεδόν 30.000 ανθρώπους στη Μαρτινίκα της Καραϊβικής το 1902.
Συναφή είναι και τα «λαχάρ» (ινδονησιακή λέξη), λασποροές θραυσμάτων από μίγμα πυροκλαστικών υλικών και νερού, που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, μπορεί να περιέχουν από πέτρες έως δέντρα και σπίτια και να εξαπλωθούν σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων από το ηφαίστειο. Το 1985 στην Κολομβία περίπου 25.000 άνθρωποι πέθαναν από τέτοια λαχάρ.
Η ηφαιστειακή στάχτη στον αέρα μπορεί να ταξιδέψει σε απόσταση ακόμη και χιλιάδων χιλιομέτρων, θάβοντας γεωργικές καλλιέργειες και ολόκληρες περιοχές, παρεμποδίζοντας επίσης τις αερομεταφορές και προκαλώντας κλιματικές αλλαγές. Κατά καιρούς στην ιστορία, πείνα και αρρώστιες έχουν ακολουθήσει μετά από τέτοια συμβάντα.
Παρά την επικινδυνότητά τους, μόνο ένα στα πέντε ηφαίστεια της Γης (το 20%) παρακολουθείται συστηματικά με επίγεια όργανα, σύμφωνα με την ηφαιστειολόγο δρα Σάρα Μπράουν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Ελλάδα και Ιταλία
Στην Ευρώπη τα περισσότερα ηφαίστεια υπάρχουν στην Ιταλία (14) και ακολουθεί η Ελλάδα με πέντε (Σαντορίνη, Μέθανα, Μήλος, Νίσυρος, Γυαλί Δωδεκανήσου – υποθαλάσσια καλδέρα Κω), ενώ η Τουρκία έχει 13. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν από ένα μόνο ηφαίστειο, ενώ η Ισπανία δύο. Συνολικά στην περιοχή Μεσογείου – Δυτικής Ασίας υπάρχουν 46 ηφαίστεια, των οποίων η ηφαιστειακή δραστηριότητα οφείλεται κυρίως στην υποβύθιση της Αφρικανικής τεκτονικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική πλάκα.
Στο Αιγαίο ειδικότερα, η Αφρικανική πλάκα υποβυθίζεται κάτω από την υποπλάκα του Αιγαίου, με αποτέλεσμα την τήξη της πρώτης, την παραγωγή μάγματος και τη δημιουργία μιας ηφαιστειακής ζώνης παράλληλα με τη ζώνη υποβύθισης. Εχει σχηματισθεί έτσι το «ηφαιστειακό τόξο» του Νοτίου Αιγαίου, μια ζώνη μήκους περίπου 500 χιλιομέτρων και πλάτους 20 έως 40 χλμ. Κατά τα τελευταία 40 εκατομμύρια χρόνια η ηφαιστειακή δραστηριότητα έχει μετατοπισθεί σταδιακά από το Βόρειο στο Κεντρικό και πιο πρόσφατα στο Νότιο Αιγαίο.
Ιστορικά στην ευρύτερη περιοχή Ευρώπης – Ανατολικής Μεσογείου οι περισσότερες εκρήξεις είναι μικρές (0-2 στην κλίμακα ηφαιστειακής εκρηκτικότητας VEI), ενώ ισχυρές εκρήξεις άνω του 4 στην κλίμακα αυτή έχουν «δώσει» μόνο πέντε ηφαίστεια στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Η μεγαλύτερη έκρηξη στην περιοχή, ισχύος 7 VEI, ήταν αυτή περί το 1610 π.Χ. στην αρχαία Θήρα (Σαντορίνη), που έχει συνδεθεί με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού. Η έκρηξη είχε προκαλέσει μεγάλες πυροκλαστικές ροές, διασπορά τέφρας, λαχάρ και τσουνάμι. Περίπου την ίδια εποχή είχε γίνει και μια ανάλογα ισχυρή έκρηξη του Βεζούβιου στην Ιταλία, που συναγωνίζεται εκείνη της Θήρας.
Μετά το 1500 μ.Χ. τα περισσότερα θύματα στην Ευρώπη έχουν προκληθεί από εκρήξεις τεσσάρων ιταλικών ηφαιστείων: των Φλεγραίων Πεδίων κοντά στη Νάπολη (πιο πρόσφατη έκρηξη το 1538), του Βεζούβιου (τελευταία έκρηξη το 1944), του Στρόμπολι (βρίσκεται εδώ και 2.000 χρόνια μέχρι σήμερα σε σχεδόν συνεχή εκρηκτική φάση) και της Αίτνας (τελευταία έκρηξη το 2017 με τραυματίες και συνεργείο του BBC).
Ακολουθούν σε αριθμό τα περίπου 120 θύματα των εκρήξεων του ηφαιστείου της Σαντορίνης το 1650 (υποθαλάσσια έκρηξη Κολούμπου) και το 1866. Οι συνολικοί γνωστοί θάνατοι από ηφαίστεια στην Ελλάδα κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες είναι τουλάχιστον 184, έναντι τουλάχιστον 7.210 στην Ιταλία, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων GVM.
Κατά την παλαιότερη Πλειστόκαινη εποχή έχουν εντοπισθεί ίχνη από τέσσερις εκρήξεις στην Ελλάδα ισχύος 4 VEI και άνω, με πιο ισχυρή εκείνη του ηφαιστείου της Κω (7,1 VEI) πριν 161.000 χρόνια.

Σαντορίνη και Νίσυρος τα πιο ενεργά
Κατά την Ολόκαινο γεωλογική εποχή που άρχισε πριν περίπου 12.000 χρόνια και την οποία ακόμη διανύουμε, έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα 18 επιβεβαιωμένες εκρήξεις ισχύος 1 έως 7 VEI από τέσσερα ηφαίστεια, καθώς και μία ακόμη πιθανή έκρηξη. Από αυτές, στην πιο πρόσφατη ιστορική εποχή οι 11 εκρήξεις προέρχονται από τη Σαντορίνη και τη Νίσυρο, που θεωρούνται τα δύο πιο ενεργά ηφαίστεια μέχρι σήμερα.
Το ηφαίστειο της Σαντορίνης ξεκίνησε τη δραστηριότητά του πριν περίπου 400.000 χρόνια και εκτιμάται ότι «δίνει» μια μεγάλη έκρηξη κάθε περίπου 20.000 χρόνια. Παραμένει σήμερα το πιο ενεργό, με τέσσερις εκρήξεις από το 1900. Είναι αυτό που έχει σήμερα τον υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας στην Ελλάδα (επιπέδου 3), ενώ της Νισύρου θεωρείται ενδιάμεσου κινδύνου (επιπέδου 2).
Σύμφωνα με τον Σπύρο Παυλίδη, καθηγητή Νεοτεκτονικής και Παλαιοσεισμολογίας στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, άλλες εκρήξεις πολύ μικρότερης κλίμακας έγιναν στη Σαντορίνη το 197 π.Χ., το 46 μ.Χ., το 726 μ.Χ., το 1570-73 μ.Χ., το 1707-11 μ.Χ., το 1866-1870 μ.Χ., το 1925-28 μ.Χ., το 1939-41 μ.Χ. και η τελευταία το 1950 στο νησάκι της Νέας Καμένης μέσα στην καλδέρα.
Σήμερα επικίνδυνο θεωρείται και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπος, περίπου επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σαντορίνης, η τελευταία μεγάλη έκρηξή του οποίου συνέβη το 1650. Ηφαιστειακό είναι και το μικρό νησί Χριστιανά νοτιοδυτικά της Σαντορίνης.
Το ηφαίστειο της Νισύρου άρχισε να δραστηριοποιείται πριν τουλάχιστον 150.000 χρόνια. Η τελευταία έκρηξή του έγινε το 1888, ενώ η πιο πρόσφατη καταστροφική έκρηξη πριν περίπου 40.000 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η μεγάλη καλδέρα στο εσωτερικό του νησιού, στην οποία πιο πρόσφατα εμφανίσθηκαν μικρότεροι υδροθερμικοί κρατήρες.
Συνεχής είναι η παρακολούθηση με όργανα στα ηφαίστεια Σαντορίνης και Νισύρου, αλλά σε μικρότερο βαθμό στα ηφαίστεια Μήλου και Μεθάνων, που έχουν δώσει από μία έκρηξη κατά την Ολόκαινο εποχή (καμία το Γυαλί, που παρακολουθείται από το Παρατηρητήριο Νισύρου). Ετσι, δεν είναι εύκολο να αξιολογηθεί η επικινδυνότητά τους, με συνέπεια προς το παρόν η Μήλος, τα Μέθανα και το Γυαλί να μην έχουν καταταχθεί σε κάποιο επίπεδο επικινδυνότητας, σύμφωνα με τη βάση VGM.
Τα άλλα ελληνικά ηφαίστεια
Στα Μέθανα η πιο πρόσφατη έκρηξη συνέβη πριν περίπου 300 χρόνια, στον υποθαλάσσιο χώρο ενάμισι χιλιόμετρο βόρεια της χερσονήσου, όπου υπάρχουν ίχνη τουλάχιστον 30 παλαιών ηφαιστείων, των οποίων η δραστηριότητα ξεκίνησε πριν από ενάμισι εκατομμύριο χρόνια. Η σημερινή υδροθερμική δραστηριότητα στη λουτρόπολη Μεθάνων σχετίζεται με την ηφαιστειακή.
Στη Μήλο, όπου η ηφαιστειακή δραστηριότητα άρχισε πριν 3,5 εκατομμύρια χρόνια, η πιο πρόσφατη μαγματική έκρηξη σημειώθηκε πριν περίπου 19.000 χρόνια και σήμερα στο νησί υπάρχουν αρκετές θερμές πηγές.

Στην Κω η τελευταία ηφαιστειακή έκρηξη, που ήταν ισχυρή, συνέβη πριν περίπου 161.000 χρόνια. Μετά τη διακοπή της ηφαιστειακής δραστηριότητας στην Κω, εμφανίσθηκε πιο πρόσφατα ένα μικρό ηφαίστειο στο γειτονικό νησί Γυαλί, για το οποίο δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες εκρήξεων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν επίσης ανενεργά ηφαίστεια στο Σουσάκι (οι θερμές πηγές στο Λουτράκι συνδέονται με τις μαγματικές διεργασίες αυτού του ηφαιστείου) και στην Αίγινα.
Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΣ), «ο ηφαιστειακός κίνδυνος στον Ελλαδικό χώρο περιορίζεται στα ενεργά ηφαίστεια της Σαντορίνης και της Νισύρου και σε ακτίνα μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από αυτά».
Η Αθήνα βρίσκεται σε απόσταση περίπου 54 χιλιομέτρων από το ηφαίστειο Μεθάνων, ενώ ο Πειραιάς και η Τρίπολη περίπου 80 χιλιομέτρων. Ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας που ζει σε απόσταση έως 100 χιλιομέτρων από κάποιο ηφαίστειο, είναι πάνω από 4,6 εκατομμύρια, ενώ περίπου 116.000 είναι όσοι ζουν σε απόσταση έως 30 χιλιομέτρων και 26.000 όσοι ζουν σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων. Από πλευράς υποδομών, έξι ελληνικά αεροδρόμια και 21 λιμάνια βρίσκονται σε απόσταση 100 χλμ. από κάποιο ηφαίστειο.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα