Πώς η πανδημία παγίδευσε τα θύματα της οικιακής βίας στην κόλαση της Gillian Tett (*)

Την περασμένη εβδομάδα μου τηλεφώνησε μια φίλη κλαίγοντας. Είχε ρωτήσει το πρωί τον άντρα της για μια οικιακή δαπάνη κι εκείνος έγινε έξαλλος, τη χτύπησε επανειλημμένα και την πέταξε στον τοίχο.
«Τι να κάνω;», μου είπε ψιθυριστά, καθώς το σπίτι είναι μικρό και υπήρχε κίνδυνος ο άντρας της να την ακούσει. Όπως μου είπε, έχουν ξανασυμβεί τέτοιες σκηνές και θέλει να φύγει από το σπίτι μαζί με τα παιδιά. Φοβάται όμως ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στη διάρκεια της καραντίνας. Και δεν θέλει να καταγγείλει τον άντρα της στην αστυνομία γιατί μπορεί να χάσει τη δουλειά του και να αφήσει την οικογένεια

χωρίς εισοδήματα.
«Ο κορονοϊός μάς παγίδευσε στην κόλαση», είπε, εκφράζοντας την απόγνωσή της επειδή οι κυβερνήσεις επέβαλαν καραντίνα χωρίς να προστατεύσουν τις ευάλωτες οικογένειες.
Οσο την άκουγα, με κατέλαβε θλίψη όχι μόνο γι’αυτή την οικογένεια, αλλά και για πολλές ακόμη γυναίκες και παιδιά που είναι παγιδευμένα σε ένα κλουβί τρόμου, άγχους και κακοποίησης.
Στοιχεία από όλο τον κόσμο δείχνουν ότι ο εγκλεισμός έχει οδηγήσει σε αύξηση της οικιακής βίας. Στη Βρετανία, οι κλήσεις στην ειδική τηλεφωνική γραμμή έχουν αυξηθεί κατά 49% και είναι πλέον 400 την ημέρα.
Ανάλογα είναι τα στοιχεία από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και πολλές ακόμη χώρες, γεγονός που έκανε τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες να ζητήσει από τις κυβερνήσεις να θέσουν στην πρώτη γραμμή την ασφάλεια των γυναικών.
Ακόμη και σε μέρη όπου οι καταγγελίες μειώνονται – όπως στο Λος Αντζελες, όπου έχουν μειωθεί κατά 18% σε σχέση με πέρυσι -, αυτό προκαλεί ανησυχία, όχι ανακούφιση, καθώς η αστυνομία φοβάται ότι πολλά θύματα φοβούνται να μιλήσουν ή δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Για ορισμένες εύπορες και χαρούμενες οικογένειες, η καραντίνα μπορεί να μοιάζει με δημιουργικές διακοπές. Για τις περισσότερες οικογένειες, όμως, ο εγκλεισμός δημιουργεί γκρίνιες, άγχος και συχνά αρρώστιες. Και στα σπίτια με επιθετικά άτομα, ο εγκλεισμός ισοδυναμεί με εφιάλτη. Δεν είναι μόνο ότι είναι δύσκολο να δραπετεύσεις. Είναι κι ένα άλλο πρόβλημα: το πνευματικό κλουβί.
Εκείνοι που κακοποιούν τα θύματά τους δεν το κάνουν μόνο με τη σωματική βία. Τους κάνουν επίσης να πιστεύουν ότι η κακοποίηση είναι δικαιολογημένη, αν όχι αναπόφευκτη. Μερικές φορές απομονώνουν τα θύματά τους από τους άλλους, ελέγχουν τις επικοινωνίες τους ή τους κάνουν να ντρέπονται. Το ανώμαλο αρχίζει έτσι να φαίνεται ομαλό.
Η πανδημία ενισχύει την αίσθηση αυτή. Σήμερα τίποτα δεν μοιάζει εντελώς «ομαλό». Απαιτείται φυσική απόσταση. Πολλοί αισθάνονται ψυχολογική κατάπτωση. Για τα θύματα κακοποίησης, είναι ακόμη πιο δύσκολο να διαφύγουν, καθώς αυτό απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη συναισθηματική και σωματική ενέργεια – για να μη μιλήσουμε για τα χρήματα.
Μπορούν να βοηθηθούν τα θύματα; Φυσικά. Χρειάζεται όμως μεγαλύτερη υποστήριξη. Η φίλη μου μου είπε ότι προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην ειδική γραμμή, αλλά την άφησαν να περιμένει τόσο πολλή ώρα που τελικά το έκλεισε.
Πρέπει επίσης να υπάρξουν κι άλλοι τρόποι για να καταγγέλλουν τα θύματα το πρόβλημά τους χωρίς να τους καταλάβουν. Μια ωραία ιδέα που ξεκίνησε από τις Κανάριες Νήσους και τη μιμήθηκαν στη συνέχεια αρκετές χώρες είναι να χρησιμοποιούν τα θύματα τον κωδικό «Mask-19» στα φαρμακεία ώστε να δηλώνουν με διακριτικό τρόπο το πρόβλημά τους.
Τα άδεια ξενοδοχεία μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ξενώνες. Οι κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύουν οικονομικά όσους προσπαθούν να ξεφύγουν. Υπάρχει επίσης η απόλυτη ανάγκη θεραπείας, όχι μόνο τώρα αλλά και στο μέλλον. Το τραύμα από την οικιακή βία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια.
Υπάρχει και κάτι ακόμη που μπορούμε να κάνουμε: να έχουμε τον νου μας. Η φίλη μου σκοπεύει να μείνει στο σπίτι της, αφού δεν έχει χρήματα και δεν θέλει να ταράξει τα παιδιά της, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα ηρεμήσουν. Θέλει όμως η ιστορία της να γίνει γνωστή , ώστε να αποκαλυφθεί τι προκαλεί η καραντίνα σε οικογένειες όπως η δική της και να λάβουν οι κυβερνήσεις μέτρα.
(*) Η Τζίλιαν Τετ είναι αρθρογράφος των Financial Times

Keywords
Τυχαία Θέματα