Ντε Γκίντος: Να κρατηθεί ζωντανό το επιχειρείν, να σωθούν δουλειές

Ο αντίκτυπος της πανδημίας του νέου κορονοϊού θα είναι τεράστιος στην οικονομία και οι επιπτώσεις θα είναι πιο βαριές κατά το β’ τρίμηνο του έτους, ωστόσο θα είναι προσωρινός, εκτιμά ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς Ντε Γκίντος σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΚΤ. "Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να κρατηθεί ζωντανό το επιχειρείν, με τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας και τη μείωση του κοινωνικού αντίκτυπου", δίνει ως συμβουλή στις κυβερνήσεις.

Όπως

αναφέρει, το σενάριο ανάκαμψης εντός του 2021 συναρτάται άμεσα με τη διάρκεια του lockdown, καθώς όσο περισσότερο κρατήσει, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι δυσμενείς επιπτώσεις, υπολογίζει πάντως ότι θα δούμε μια επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στο β’ εξάμηνο του 2020. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η ανάκαμψη που θα σημειωθεί στο β’ εξάμηνο του 2020 και το 2021 θα είναι δύσκολο να αντισταθμίσει τις απώλειες της φετινής χρονιάς.

Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

Αναφερόμενος στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και στο αν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του κορωνοϊού, σημειώνει ότι η αντίδραση της Τράπεζας ήταν άμεση και περιλαμβάνει τρεις τύπους μέτρων: την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, τη χαλάρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες και το πρόγραμμα PEPP ύψους 750 εκατ. ευρώ που ανεβάζει τα συνολικά assets που αγοράζει η ΕΚΤ στο 1,1 τρισ. ευρώ το 2020. Επιπροσθέτως, υπάρχουν και τα δημοσιονομικά μέτρα που αποφάσισαν οι εθνικές κυβερνήσεις και η Κομισιόν, καθώς και η απόφαση του πρόσφατου Eurogroup.

Για την απόφαση του Eurogroup και το κορωνο-ομόλογο

Η συμφωνία που επετεύχθη είναι σημάδι πολιτικής δέσμευσης. Είμαστε υπέρ της έκδοσης κορωνο-ομολόγου, αλλά αποτελεί μια πολιτική απόφαση. Νομίζω ότι είναι κάτι καλό για την Ευρωζώνη, αλλά θα δούμε τι θα γίνει. Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά δεν αποφασίζει η ΕΚΤ γι’ αυτό, αλλά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, επισημαίνει. Πάντως, δεν θεωρεί πιθανό ότι θα συμφωνηθεί κάτι τέτοιο.

Για την πτώση των επιτοκίων

Ερωτηθείς για το αν η ΕΚΤ ανησυχεί για τη μείωση των επιτοκίων σε πολλές χώρες και κυρίως στην Ιταλία, ο Ντε Γκίντος απαντά ότι ανησυχεί για έναν συνδυασμό προβλημάτων: μια βαθιά ύφεση, τον τεράστιο αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, την αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών. Ολα αυτά προκαλούν αναστάτωση στις αγορές και κυρίως στις αγορές ομολόγων. Όπως λέει, «δεν θα επιτρέψουμε καμία διάσπαση της αγοράς ομολόγων και θα δράσουμε αναλόγως. Εχουμε ένα νέο εργαλείο – το PEPP – και μπορούμε να το χρησιμοποιούμε με ευελιξία ανάλογα με το τάιμινγκ και τα assets που αγοράζουμε».

Θα χρειαστούν άλλα μέτρα;

Δεν έχουμε λάβει αποφάσεις για πρόσθετα μέτρα, ωστόσο είμαστε ανοιχτοί στο πώς θα χειριστούμε νέες εξελίξεις και αναταράξεις στις αγορές, απαντά. Για την ανησυχία ότι η τρέχουσα κρίση μπορεί να εξελιχθεί για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία σε μια ανάλογη κρίση με αυτή του 2010-2011, ο Ντε Γκίντος απαντά ότι οι προσπάθειες της ΕΚΤ επικεντρώνονται στην αποτροπή δημιουργία μιας νέας κρίσης χρέους.

Ο κίνδυνος για τις τράπεζες

Ο Ντε Γκίντος εκτιμά ότι τώρα οι τράπεζες μπορούν να είναι μέρος της λύσης του προβλήματος και όχι μέρος του προβλήματος όπως στην προηγούμενη κρίση. Κι αυτό γιατί έχουν περισσότερα κεφάλαια, περισσότερη ρευστότητα και είναι πιο ανθεκτικές. Η κερδοφορία πάντως παραμένει η μεγάλη ανησυχία, γιατί είναι ήδη σε χαμηλά επίπεδα.

Τι συμβουλεύει τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης

Είναι σίγουρο ότι θα σημειωθεί σημαντική πτώση στα έσοδα των επιχειρήσεων και τα κράτη θα πρέπει να γεμίσουν αυτό το κενό. Οταν η κατάσταση από υγειονομικής πλευράς το επιτρέψει, θα πρέπει να γίνουν και οι προσπάθειες ανάκαμψης,με την όσο το δυνατόν καλύτερη θωράκιση του επιχειρηματικού οικοσυστήματος της κάθε χώρας. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να κρατηθεί ζωντανό το επιχειρείν, με τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας και τη μείωση του κοινωνικού αντίκτυπου.

Ντε ΓκίντοςανάκαμψηζημιάύφεσηανάπτυξηανλακαμψηΟΙΚΟΝΟΜΙΑκορονοιός
Keywords
Τυχαία Θέματα