Αρχιεπίσκοπος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή

12:16 2/2/2025 - Πηγή: dogma

Παρέστησαν, επίσης, ο Αντιπρόεδρος της Βουλής Αθανάσιος Μπούρας, ο Επίσκοπος Τανάγρας κ. Απόστολος, Διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, ο Πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, Γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και ο Αρχιδιάκονος Δημήτριος Φωκιανός.

Καλωσορίζοντας τους καλεσμένους ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή

Ένωση και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τονίζοντας τα ιστορικά βήματα και τα οφέλη της, όπως την ειρήνη και τη συνεργασία. Επίσης, επεσήμανε τη συμβολή των Εκκλησιών στη διαδικασία αυτή και τη συνεργασία τους με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. «Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή Της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος.

Αναλυτικά ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε: «Καλῶς ἤλθατε! Σᾶς εὐχαριστῶ θερμότατα ποὺ ἀνταποκριθήκατε μὲ εὐγένεια στὴν πρόσκλησή μας. Ἡ παρουσία σας μᾶς τιμᾷ καὶ μᾶς χαροποιεῖ.

Μὲ ἀφορμή, λοιπόν, τὸ κοινὸ αὐτὸ δεῖπνο τῆς πρώτης γνωριμίας μας, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μοιρασθῶ μαζί Σας ὁρισμένες σκέψεις μου ἀναφορικὰ μὲ τὴν συντελούμενη εὐρωπαϊκὴ ὁλοκλήρωση μέσῳ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.

Ἡ Εὐρωπαϊκή ὁλοκλήρωση

Ἡ ἰδέα τῆς «Ἑνώσεως» τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν δὲν εἶναι νέα. Ὑπῆρξαν διάφορες προσπάθειες στὸ παρελθόν, ὡστόσο μόνο στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα ἡ ἰδέα τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Εὐρώπης ἐκφράζεται σὰν πολιτικὸ καὶ ὑπερπολιτικὸ σύνθημα.

Ἐν τούτοις, ἐξ αἰτίας τῶν δύο καταστρεπτικῶν Παγκοσμίων Πολέμων τοῦ προηγουμένου αἰῶνα, τὸ ὅραμα μιᾶς ἑνωμένης Εὐρώπης ὑπέστη καθοριστικὸ πλῆγμα καὶ δὲν ἐπανῆλθε παρὰ ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τοῦ φρικτοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – ἐν πολλοῖς ὡς ἀπόρροιά του – καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἐπανῆλθε μὲ τὴν Ἱδρυτικὴ Συνθήκη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, τήν Συνθήκη τῆς Ρώμης τοῦ 1957.

Τό τέλος τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου (1991) σήμανε τὴν ἐπέκταση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καὶ πρὸς τὴν Κεντρικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη καὶ εὐτυχῶς καὶ πρὸς τὴν μαρτυρικὴ καὶ διηρημένη – ἀκόμη – ἀπὸ τὴν τουρκικὴ στρατιωτικὴ κατοχὴ μεγαλόνησό μας Κύπρο. Ἀπομένουν πλέον πρὸς ἔνταξη τὰ Δυτικὰ Βαλκάνια, τὰ ὁποῖα ἐλπίζουμε νὰ ἐνταχθοῦν σύντομα, ἀφοῦ προηγουμένως καλύψουν τὶς σχετικὲς προϋποθέσεις, ἰδιαιτέρως σὲ ζητήματα ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, κράτους δικαίου, δημοκρατίας κλπ. Τὸ ζήτημα τῆς Τουρκίας εἶναι περίπλοκο, πολύπλοκο καὶ ἡ ὑποψηφιότητά της ἄκρως προβληματικὴ, ἀπὸ πολλὲς ἐπόψεις. Ὑποθέτω πὼς ἡ ΕΕ θὰ δεῖ τὸ θέμα ψύχραιμα καὶ εἰς βάθος.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ διαδικασία εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης ὑπῆρξε μοναδικὸ ἱστορικὸ ἐπίτευγμα τεραστίων διαστάσεων. Ἀποτελεῖ τὴν σημαντικοτέρη διαδικασία εἰρηνικῆς και ἐλεύθερης «ἑνώσεως» κρατῶν καὶ λαῶν, ἀντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατὰ τὸ πρόσφατο παρελθόν τους, «ἑνώσεως» ἔστω ἀτελοῦς καὶ ὑβριδικῆς. Τὰ ὀφέλη ὑπῆρξαν πολλαπλά, μὲ σημαντικότερο τὴν ἐμπέδωση τῆς εἰρήνης, τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς συνεργασίας, τὴν καταπολέμηση τοῦ ἐθνικισμοῦ καθὼς καὶ ἄλλων ἀκραίων ἰδεολογιῶν καὶ συστημάτων, τὰ ὁποῖα εἶχαν ταλαιπωρήσει τὴν Γηραιά Ἤπειρο τὸ προηγούμενο ἥμισυ τοῦ αἰῶνα. Ἡ ἐμπέδωση τῆς εἰρήνης μοιάζει σήμερα ἀπόλυτα δεδομένη καὶ φυσιολογική, ἐν τούτοις δὲν ἦταν καθόλου τέτοια στὸ παρελθόν. Ὁ πόλεμος στὴν Οὐκρανία ἦλθε, θεωρῶ, νὰ μᾶς τὸ ὑπενθυμίσει, ἀσχέτως τῶν εὐθυνῶν. Ταυτόχρονα, χάρις στὴν Εὐρωπαϊκὴ ὁλοκλήρωση ἐξασφαλίσθηκαν καὶ ἄλλα σημαντικὰ ζητήματα, ὅπως τὰ ἀνθρώπινα καὶ μειονοτικὰ δικαιώματα, ἡ αὔξηση τοῦ βιωτικοῦ ἐπιπέδου καὶ ἡ συνοχή, ἡ προστασία τοῦ περιβάλλοντος, γιὰ νὰ ἀναφέρω μόλις μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ σπουδαῖα ἐπιτεύγματα τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης.

Ἡ Συμβολή τῶν Ἐκκλησιῶν

Στὴν διαδικασία εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης συνέβαλε πολύτιμα καὶ ὁ ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν διεξαγόμενος διαχριστιανικὸς Διάλογος πρὸς ἐπίτευξη καταλλαγῆς καὶ συνεργασίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν ἀρχαία ἑνωμένη Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ ἡνωμένου τότε Χριστιανισμοῦ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.

Ἀναγνωρίζοντας, μάλιστα, τὴν τεράστια σημασία τῆς διαδικασίας ὁλοκλήρωσης καὶ τὴν ἀναγκαία συμβολὴ καὶ συνεισφορὰ τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ Ἐκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντικὲς καὶ Ὀρθόδοξη, δημιούργησαν θεσμοὺς καὶ γραφεῖα ἀντιπροσώπευσης στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, συμβάλλοντας ποικιλοτρόπως στὴν οἰκοδόμηση καὶ ἐπίτευξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὁράματος.

Δυστυχῶς, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση κατὰ τὴν περίφημη προπαρασκευαστική διαδικασία τοῦ Εὐρωσυντάγματος ἀπέρριψε – ἀκατανόητα καὶ ἀδικαιολόγητα – τό προοίμιο μὲ τὶς ἀναφορὲς στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ χριστιανικὴ Παράδοση τῆς Εὐρώπης. Ἐν τούτοις, ἡ Συνθήκη τῆς Λισσαβώνας (2007) θεσμοθέτησε μόνιμο Διάλογο μεταξὺ τῆς ΕΕ καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν. Τὸ Ἄρθρο 17 ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:

«1. Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα Κράτη – Μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις. 3. Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους».

Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ Ε.Ε. ἀναγνωρίζει τὸν μείζονα πνευματικό, πολιτιστικὸ καὶ κοινωνικὸ ρόλο τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ἐπίσης προφανὲς ὅτι ἀναγνωρίζεται ἡ βαρύτητα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι θετικὴ καὶ ἀποτελεῖ τὴν βάση τοῦ θεσμικοῦ διαλόγου καὶ τῆς συνεργασίας μεταξὺ Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καὶ Ἐκκλησιῶν πρὸς ἐπίτευξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὁράματος. Τὸ Ἄρθρο αὐτὸ ἀποτελεῖ μία καλὴ βάση.

Ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξε σέ γενικές γραμμές ἀπὸ ἐπιφυλατικὴ ἕως θετική. Ἐν πάση περιπτώσει τὸ 1980 ἐν ὄψει τῆς εἰσόδου τῆς Ἑλλάδος στὴν τότε ΕΟΚ, ἡ Εκκλησία συνέστησε τὴν α΄ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ παρακολουθήσεως θεμάτων τῆς Ε.Ε., κατόπιν δὲ τὸ Γραφεῖο Σχέσεων τὸ 1994, ἐνῷ τό 1998 ἱδρύθηκε ἡ «Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπὴ Παρακολουθήσεως Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων» καὶ ἀμέσως μετὰ ἐγκαινιάσθηκε -ἐπὶ τοῦ Προκατόχου μου κυροῦ Χριστοδούλου – τὸ Γραφεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς Βρυξέλλες, κατόπιν συμφωνίας μὲ τὸ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖο ἐπὶ τῇ βάσει ρήτρας ἀμοιβαιότητος ἐκπροσωπήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ Βρυξέλλες καὶ Ἀθήνα ἀντιστοίχως. Πρώτος Διευθυντὴς ὁρίσθηκε ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ἀχαΐας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἔθεσε τὶς βάσεις τοῦ Γραφείου στὴν πρώτη κρίσιμη περίοδο, διαχειριζόμενος μὲ διάκριση, σύνεση, εὐγένεια καὶ διπλωματία τὴν λειτουργία του, καταθέτοντας ἀξιοπρεπῶς τήν μαρτυρία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ σκοπὸς τοῦ Γραφείου ὑπῆρξε διττός : Ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ παρακολουθεῖ τὴν διαδικασία ὁλοκλήρωσης καὶ νὰ ἐνημερώνει τὴν Ἱεραρχία καὶ τὸν λαό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ συμβάλλει ἐποικοδομητικὰ μὲ τὴν συνήθη «προφητική φωνὴ» τῶν Ἐκκλησιῶν στὴν συνεχῶς ἐξελισσόμενη διαδικασία ὁλοκλήρωσης, μεταφέροντας τὶς ἀπόψεις καὶ ἀνησυχίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ, ἐνδυναμώνοντας τὶς διοορθόδοξες σχέσεις, τὸν διάλογο μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρωτίστως τὸν διάλογο μὲ τὴν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καὶ τὰ θεσμικά της ὄργανα. Ἄν καὶ δὲν εἶναι εὐρέως γνωστό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλαδος ὑπῆρξε ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ θεσμοθέτησε ἤδη ἀπὸ τὸ 1980 μηχανισμὸ παρακολουθήσεως τῶν ἐξελίξεων τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνώσεως, ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ἐπικειμένης – τότε – εἰσόδου τῆς Πατρίδος μας στὴν Ε.Ο.Κ.

Σήμερα

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεχίζει νὰ βλέπει θετικὰ τὴν διαδικασία εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης. Ἀποδέχεται πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ αὐτή ἡ διαδικασία ἐνσαρκώνει καί προοωθεῖ, διαφωνεῖ, ὅμως, μὲ ἄλλες, ὑπερασπιζόμενη τὶς αἰῶνες διαχρονικὲς ἀξίες Της, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ὄχι ἀπὸ ὁποιαδήποτε πεπερασμένη ἀνθρώπινη φιλοσοφία ἢ κοσμοθεωρία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεόπνευστη παράδοσή Της καὶ φέρουν ἀνεξίτηλο τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιβάλλει τήν θέασή Της, ἀλλά τὴν προβάλλει πρὸς ἐλεύθερη ἀποδοχή, ἐνῷ ἐκφράζει τὴν ὁποιαδήποτε ἄποψή της, πάντοτε μὲ ἀγαθή προαίρεση καὶ ἐπειδὴ θέλει οὐσιαστικὰ νὰ ἐπιτύχει καὶ ὄχι νὰ ἀποτύχει τὸ ἀναπτυσσόμενο καὶ ἐξελισσόμενο εὐρωπαϊκὸ οἰκοδόμημα καὶ νά καταστεῖ μόνιμο καὶ σπουδαῖο, βασισμένο σὲ ὑγιεῖς ἀρχὲς καὶ ἀξίες, γιὰ νὰ μπορέσει ἐν τέλει νὰ διατηρηθεῖ.

Οἱ Ἐκκλησίες κομίζουν μία βαθειά δισχιλιετῆ ἐμπειρία καὶ σοφία, διότι προϋπῆρχαν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν, συμβάλλοντας καθοριστικὰ στὴν δημιουργία τους, καὶ διότι γνωρίζουν ὅτι δίχως βαθειὲς πνευματικὲς ἀξίες καὶ ἀναφορές, εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο νὰ διατηρηθοῦν τὰ ὁποιαδήποτε «ἀνθρώπινα κατασκευάσματα». Ἡ κατάρρευση, εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθησαν, διαφόρων πολιτικῶν καὶ πολιτειακῶν «ἑνώσεων», παλαιοτέρων καὶ προσφάτων, ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

Εἰδικώτερα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐνδιαφέρεται γιὰ ζητήματα ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν, ζητήματα σχέσεων ἐκκλησίας – πολιτείας, ταυτότητος, δημογραφίας, κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ κοινωνικῶν δικαιωμάτων, τεχνητῆς νοημοσύνης, περιβάλλοντος, ἀσφάλειας ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς, τοῦ ἀκανθώδους καὶ κρισίμου ζητήματος τῆς μετανάστευσης πληθυσμῶν πρὸς τὴν Εὐρώπη. Τὰ ζητήματα αὐτὰ ἀγγίζουν διαφοροτρόπως καῖ διαφορομόρφως θεμελιώδεις πτυχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ὑποστηρίζει τὴν λελογισμένη ἑρμηνεία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν, ὑπογραμμίζοντας συνάμα τὴν τεράστια σημασία τῆς προστασίας τοῦ παραδοσιακοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας ὡς κυττάρου τῆς κοινωνίας.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἔτοιμη νὰ συμμετάσχει ἐποικοδομητικὰ στὸν διεξαγόμενο Διάλογο ἀναφορικὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μείζονα κοινωνικὰ ζητήματα, στὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ διάλογο, στὴν ἐμπέδωση τῆς εἰρήνης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀνοχῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς συνεργασίας, τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, μεταφέροντας τὴν μακρὰ φιλοκαλική Της παράδοση, ἐμποτισμένη μὲ τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ἐντὸς τοῦ πλαισίου αὐτοῦ, λοιπόν, ἐπιζητοῦμε τὸν συνεχῆ Διάλογο μὲ τὰ εὐρωπαϊκά θεσμικὰ ὄργανα, τὸ Εὐρωπαϊκὸ Συμβούλιο, τὴν Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπὴ καὶ τὸ Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ἐσεῖς οἱ Εὐρωβουλευτὲς ἀποτελεῖτε ἐν πολλοῖς τὴν γέφυρα ἐπικοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Τὸ Γραφεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φιλοδόξει νὰ συμβάλει σχετικά. Χρειαζόμασθε τὴν βοήθειά σας. Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Τανάγρας κ. Ἀπόστολος, Διευθυντής τοῦ Γραφείου, εἶναι ἀνοικτὸς σὲ κάθε συνεργασία.

Περαίνοντας, ἡ Ευρωπαϊκὴ Ἕνωση χρειάζεται ἀναφορές σέ διαχρονικές ἀξίες για νά μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἐσεῖς, ὡς Ἕλληνες, ὀφείλετε νὰ συμβάλετε σὲ αὐτό, τόσο μὲ τὴν εὐθυκρισία μιᾶς ἑλληνορθόδοξης «προφητικῆς» ματιᾶς, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἀνανεωτικὴ καὶ ἀνακαινιστικὴ δύναμη τῆς ἑλληνικῆς καὶ ὀρθόδοξης παράδοσής μας. Σᾶς ἐνθαρρὐνω πατρικὰ νὰ τὸ προσπαθήσετε ἐντατικά.

Καλὴ ἐπιτυχία στὴν εὐθυνοφόρα ἀποστολή Σας ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Εὐρώπης».

Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυναν ο Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Αθανάσιος Μπούρας, o οποίος μετέφερε τις ευχές του Προέδρου της Βουλής κ. Νικήτα Κακλαμάνη και αναφέρθηκε στην ανάγκη συνεργασίας πολιτικών και θρησκευτικών παραγόντων τονίζοντας ότι οι θρησκευτικές αξίες μπορούν να αποτελέσουν έναν χρήσιμο ηθικό χάρτη για την οικοδόμηση ανθεκτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυνε και ο Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μίλησε και για το έργο της Δ.Σ.Ο.

Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης

The post Αρχιεπίσκοπος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή appeared first on Dogma.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Αρχιεπίσκοπος, Εκκλησία,archiepiskopos, ekklisia