«Το Ισραήλ δεν έχει ΟΥΤΕ λόγο ΟΥΤΕ συμφέρον να τροποποιήσει προς το ελληνικότερον την φυσιογνωμία του»

Μετά από την αιφνίδια και κυρίως προσβλητική ακύρωση της επίσκεψης του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Μπένι Γκάντζ, στο υπό σύσταση Διεθνές Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα, οι πολιτικοί μας ταγοί, δια των μιντιακών θεραπαινίδων τους, εναποθέτουν και πάλι τα πάντα, στην πιθανότητα επανεκλογής Νετανιάχου στην πρωθυπουργία…

Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν πρόκειται απλώς για μια επιζήμια και πολλαπλά επικίνδυνη αντίληψη. Πρόκειται στην ουσία για μια έμμεση αναγνώριση του ναυαγίου του γνωστού μεγαλόσχημου αφηγήματος περί στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών, το οποίο

υιοθετήθηκε, όχι για να αποτυπώσει επ’ ακριβώς το περιβάλλον της διμερούς συνεύρεσης της Ελλάδας με το Εβραϊκό κράτος, αλλά για να τροφοδοτηθούν με το απαραίτητο υλικό οι επικοινωνιακές ανάγκες των κυβερνώντων. Και για να εξηγηθούμε πληρέστερα, θεωρούμε πως είναι απαραίτητο να αποσαφηνίσουμε τα εξής:

Πρώτον: Καλώς επιδιώχτηκε να αναζητηθεί ένα modus vivendi μεταξύ της Ελλάδας και του Ισραήλ, σε μια εποχή εξαιρετικά κρίσιμη και με την ΝΑ Μεσόγειο να εμφανίζεται πλήρως αποσταθεροποιημένη. Δυστυχώς όμως η Εξωτερική πολιτική της χώρας μας δεν κατέδειξε, στο πλαίσιο αυτής της σχέσης, την αποφασιστικότητά της να διεκδικήσει και εν τέλει να «επιβάλει» και ένα ανάλογο modus operandi που θα αναδείκνυε και θα επιβεβαίωνε καθημερινά τον στρατηγικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης.

Δεύτερον: Η κρισιμότητα της παραπάνω διαπίστωσης, δεν συνιστά μια απλή διαχειριστική ανεπάρκεια ως προς την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Αποτελεί ένα διαρκές δομικό πρόβλημα στην Εξωτερική μας πολιτική, που επιβεβαιώνει μια άκρως καταστροφική αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζεται η χώρα μας και το γεωπολιτικό ειδικό της βάρος, από το ίδιο το πολιτικό της προσωπικό διαχρονικά.

Τρίτον: Η εύκολη καταφυγή στο «σωσίβιο» Νετανιάχου, δεν αποτυπώνει μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα ήταν από κάθε άποψη θεμιτή και καλοδεχούμενη. Επιβεβαιώνει μια επικίνδυνη απροθυμία των αρμοδίων, να συνειδητοποιήσουν, έστω και την ύστατη στιγμή, τις κρίσιμες ολιγωρίες και τα σημαντικά κενά που επέδειξαν κατά την διαδικασία δόμησης αυτής της περιφερειακής σχέσης, και κυρίως αποδεικνύει μια καταστροφική εμμονή σε λογικές ετεροπροσδιορισμού, από όλους εκείνους που αρνούνται να τροποποιήσουν τα κακώς κείμενα και να διαχειριστούν με «επιθετικό» δυναμισμό την Εξωτερική πολιτική της χώρας.

Τέταρτον: Μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση εκ μέρους του Ισραήλ, θα έπρεπε να θεωρείται μάλλον αναμενόμενη και η εκδήλωσή της ήταν απλώς θέμα χρόνου και διαμόρφωσης των απαραίτητων συνθηκών για να προκύψει. Για το Ισραήλ αυτή η σχέση ήταν από την πρώτη στιγμή – και συνεχίζει να παραμένει – μια σχέση ετεροβαρής, πέρα και ανεξάρτητα από τον επικοινωνιακό φερετζέ με τον οποίο την περιέβαλε η Ελλάδα.

Πέμπτον: Οι στρατηγικές συνεργασίες, για τις οποίες η Ελλάδα αρέσκεται να μιλά, κατά κανόνα δεν είναι έωλες, ευάλωτες, επιρρεπείς και εξαρτημένες από τα γούστα, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι βεβαίως προσδίδουν σ’ αυτές το προσωπικό τους στοιχείο. Και δεν είναι όλα τούτα διότι σφυρηλατούνται, οικοδομούνται, ισχυροποιούνται και επιβεβαιώνονται καθημερινά και διαχρονικά, μέσα από ένα πλέγμα αμφίδρομων συμφερόντων, μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών και άλλων στοχεύσεων, αλλά και μιας δυναμικής προσέγγισης των υφιστάμενων ισορροπιών, προσβλέποντας σε ένα status με συγκεκριμένη ταυτότητα και ισχυρά γεωπολιτικά εργαλεία που είναι δυνατόν να το επιφέρουν.

Όλα τα παραπάνω είναι πλευρές τις οποίες η Ελλάδα εμφανώς τις υποτίμησε. Το πολιτικό της προσωπικό μερίμνησε για τις δάφνες των ανακοινώσεων, ενώ αυτό που όφειλε να πράξει, ήταν να καταδείξει από την πρώτη στιγμή ότι…

Σε αυτήν την συνεργασία, δεν μπαίνει ως φτωχός συγγενής, αλλά ως πρωταγωνιστής αποφασισμένος να την τιμήσει αλλά και να διεκδικήσει τα αυτονόητα…Σε αυτήν την συνεργασία, δεν είναι το συμβαλλόμενο μέρος που θα συνεχίσει να διαχειρίζεται μίζερα και φοβικά τα εθνικά του δίκαια, αλλά ένας αποφασισμένος δρών που αντιλαμβάνεται ότι το αποφασιστικότερο ανάχωμα στον τυχοδιωκτικό αναθεωρητισμό, είναι μεταξύ άλλων ΚΑΙ η στρατηγική συμφωνία των μερών, για την διεύρυνση της συλλογικής τους ατζέντας ΚΑΙ με τα απαράγραπτα ιστορικά τους δίκαια, καθοριστικό συστατικό των οποίων είναι τα διαχρονικά ιστορικά Δίκαια του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή.Σε αυτήν την συνεργασία, δεν μπαίνει για να ανεχτεί αλλά για να απαιτήσει και να προσφέρει, ισότιμα, ειλικρινά και αποφασιστικά.

Το Ισραήλ έχει μια διαφορετική παράδοση στην περιοχή και είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένο στις διμερείς του σχέσεις, να συνδυάζει την υποχρέωσή του σε σεβασμό με το «δικαίωμά» του σε «απαιτήσεις».

Η Ελλάδα αντίθετα έχει μια παράδοση υποχωρητικότητας, συμβιβασμών και φοβικών συνδρόμων. Μια σχέση που θεωρεί ότι μπορεί να συνδυάζει τα ασυμβίβαστα, είναι καταδικασμένη εκ των πραγμάτων να είναι ετεροβαρής, με το ασθενές της μέρος να αντιμετωπίζεται ως διοικητική περιφέρεια του ισχυρού και όχι ως ισότιμος και υπολογίσιμος εταίρος.

Το Ισραήλ δεν έχει… ΟΥΤΕ λόγο… ΟΥΤΕ συμφέρον να τροποποιήσει προς το… ελληνικότερον την φυσιογνωμία του. Η Ελλάδα μήπως έχει ΚΑΙ λόγους αλλά ΚΑΙ συμφέρον να γίνει επιτέλους σοβαρός και υπολογίσιμος δρών στην περιοχή;;;

Το πολιτικό της προσωπικό, έχει την υποχρέωση να αναζητήσει τις λύσεις στις επιλογές του, αντί να τις εναποθέτει στην ελπίδα για κυβερνητικές ανατροπές σήμερα στο Ισραήλ, αύριο στην Λιβύη, μεθαύριο στην Τουρκία και αλλού…

The post «Το Ισραήλ δεν έχει ΟΥΤΕ λόγο ΟΥΤΕ συμφέρον να τροποποιήσει προς το ελληνικότερον την φυσιογνωμία του» appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα