Το Ιστορικό Πλαίσιο της Αποστρατιωτικοποίησης της Λωζάννης και το Δικαίωμα στην Αυτοάμυνα

Tου Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*

Το φθινόπωρο του 1922, οι Σύμμαχοι (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο να ουδετεροποιήσουν την περιοχή των Στενών μαζί με τα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Ίμβρος, Τένεδος, Λήμνος, Σαμοθράκη), όπως προέβλεπε και η Συνθήκη των Σεβρών. Πριν την έναρξη των προπαρασκευαστικών συζητήσεων στην Λωζάννη, δεν είχαν συζητήσει καθόλου στο να επιβληθούν περιορισμοί αποστρατιωτικοποίησης

στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Χίος, Μυτιλήνη, Σάμος, Ικαρία.)

Η συγκυρία ήταν εξαιρετικά δυσμενής για την Ελλάδα, γιατί οι συζητήσεις στη Λωζάννη είχαν συμπέσει με την κρίση που προκάλεσαν οι συλλήψεις στην Αθήνα πολιτικών και στρατιωτικών και, ειδικότερα, η κατ’ οίκον σύλληψη του πρίγκιπα Ανδρέα, για τον οποίο οι Βρετανοί έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η θέση της βρετανικής κυβέρνησης ήταν σαφής: Δε θα ανεχόταν την εκτέλεση ή την βάρβαρη αντιμετώπιση των πρώην υπουργών, προτείνοντας την εξορία τους από την Ελλάδα ως μια ανεκτή επιλογή. Στην περίπτωση που η «Δίκη των Έξι» οδηγούσε σε εκτελέσεις, οι Βρετανοί απειλούσαν πως θα διέκοπταν τις διπλωματικές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί για την ελληνική αντιπροσωπία στη Λωζάννη έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου να μην αντιδράσει στην τουρκική πρόταση για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, καθώς οι Τούρκοι είχαν επίσης προτείνει να αυτονομηθούν. Ο προεδρεύων στην Λωζάννη Λόρδος Κέρζον θα έγραφε στον βρετανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Νέβιλ Χέντερσον ότι ο Βενιζέλος δήλωσε την προθυμία του να υποταχθεί σε αυτή τη μορφή υποτέλειας.

Από την εξέλιξη των γεγονότων διαφαίνεται πως ο Κέρζον ήθελε να βοηθήσει την Ελλάδα, καθώς πρότεινε να οριστεί μια υποεπιτροπή στρατιωτικών και ναυτικών εμπειρογνωμόνων για να εξετάσει το ζήτημα και ταυτόχρονα να συμβουλεύσει, εάν η εισήγησή της ήταν θετική, ποια μορφή αποστρατικοποίησης θα έπρεπε να εφαρμοστεί στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι το ζήτημα παραπέμφθηκε σε μια υποεπιτροπή ειδικών που ανέλαβε να προσδιορίσει τους όρους και τον βαθμό της αποστρατιωτικοποίησης. Η επιτροπή αυτή είχε καθαρά τεχνοκρατικό χαρακτήρα και αποτελούνταν ως επί το πλείστον από στρατιωτικούς από τις Η.Π.Α., Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ιαπωνία, Ρουμανία, Σερβία και Τουρκία με προεδρεύοντα τον Γάλλο στρατηγό Μαξίμ Βεϋγκάν. Όταν ο Ιταλός αντιπρόσωπος Μάριο Λάγκο έθεσε το εύλογο ερώτημα αναφορικά με το ποια νησιά θα παραπεμφθούν στους ειδικούς, ο Κέρζον απάντησε πως θα εξεταστούν μόνο αυτά που απαρίθμησε ο Βενιζέλος. Η τουρκική αντιπροσωπία δεν έφερε αντίρρηση και έτσι τα νησιά προς εξέταση ήταν από την αρχή προκαθορισμένα και οκτώ στο σύνολο. Σε κανένα στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν ζήτησε ο Ινονού να εξεταστεί η αποστρατιωτικοποίηση για τον Άγιο Ευστράτιο, τη Θάσο ή κάποιο άλλο ελληνικό νησί.

Ο Βεϋγκάν παρουσίασε στις 29 Νοεμβρίου του 1922 το πόρισμα της υποεπιτροπής, που όριζε τα εξής: Καθεστώς «τροποποιημένης αποστρατιωτικοποίησης» στα τέσσερα νησιά που βρίσκονταν κοντά στις τουρκικές ακτές (Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Ικαρία), ενώ πρότεινε την ολική αποστρατιωτικοποίηση των τεσσάρων νησιών των Στενών (των δύο ελληνικών, Λήμνου και Σαμοθράκης, και των έκτοτε δύο τουρκικών, Ίμβρου και Τενέδου). Η οριστική, όμως, απόφαση για τα νησιά των Στενών θα έπρεπε να παρθεί από την αρμόδια επιτροπή για την ελευθερία των Στενών, που θα εξέταζε συνολικά το ζήτημα με τη συμμετοχή της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Τελικά, το προκαταρκτικό πόρισμα της υποεπιτροπής των ειδικών ως προς τα νησιά των Στενών εξειδικεύτηκε και επικυρώθηκε με τη Σύμβαση περί του καθεστώτος των Στενών, που υπογράφηκε μαζί με την κύρια συνθήκη, ενώ οι όροι της τροποποιημένης αποστρατιωτικοποίησης πέρασαν στο άρθρο 13 της Λωζάννης.

Η σύμβαση για την Ελευθερία των Στενών που υπογράφηκε στην Λωζάννη αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου από την σύμβαση του Μοντρέ το 1936. Αυτό οδήγησε εμμέσως και στην άρση των περιορισμών που ίσχυαν για την Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Το παραπάνω αποδέχτηκαν και οι εμπειρογνώμονες του State Department μετά το 1974, όταν η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε έντονα για την στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών.

Η τουρκική πλευρά δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένη από τους όρους της τροποποιημένης αποστρατιωτικοποίησης, καθώς έκριναν ανεπαρκείς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στα τέσσερα νησιά και κατέθεσε τις επιφυλάξεις της με γραπτό υπόμνημα, συνιστώντας και την απόλυτη μειοψηφία επί του ζητήματος. Η κύρια αντίρρηση των Τούρκων ήταν ότι δεν απαγορεύτηκε η χρήση αεροπλάνων και υδροπλάνων στα ελληνικά νησιά, καθώς και ότι δεν αφαιρέθηκε η δυνατότητα να έχει η Ελλάδα εκεί ένοπλες δυνάμεις. Διαβάζοντας τα πρακτικά των συζητήσεων, είναι κρίσιμη η διαπίστωση ότι η πλειοψηφία αρνήθηκε τις προτάσεις για πιο εκτεταμένους περιορισμούς, οι οποίοι και «θα έθεταν τα ελληνικά νησιά στο έλεος της Τουρκίας».

Ο λόγος που δεν επιβλήθηκαν αυστηρότεροι περιορισμοί στα ελληνικά νησιά ήταν γιατί αυτό θα οδηγούσε αναλογικά σε περιορισμούς στην τουρκική περιοχή της Ανατολίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αποφασίστηκε η απαγόρευση και στις δύο πλευρές να πετούν πολεμικά αεροπλάνα πάνω από τα νησιά και την τουρκική επικράτεια αντίστοιχα. Ο Κέρζον θα ενημέρωνε άμεσα το Λονδίνο για το τι αποφασίστηκε για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που θα παρέμεναν στην ελληνική κυριαρχία: Η Ελλάδα να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τα νησιά για να προβεί σε επιθετικές ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να διατηρήσει την εσωτερική τάξη στα νησιά και να μπορεί να υπερασπιστεί την εδαφική τους ακεραιότητα.

Η πάγια ελληνική θέση, «ό,τι απειλείται δεν αποστρατιωτικοποιείται», δε βρίσκεται σε αντίθεση με το πνεύμα της Λωζάννης. Άλλωστε και οι Η.Π.Α. μετά το 1974 θεωρούσαν τα τουρκικά επιχειρήματα αναφορικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, που απορρέουν από την Συνθήκη της Λωζάννης αδύναμα. Η τροποποιημένη αποστρατιωτικοποίηση της Λωζάννης, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, αποτέλεσε έναν προάγγελο του άρθρου 51 του καταστατικού χάρτη του Ο.Η.Ε. του 1945. Το νόμιμο δικαίωμα κάθε κράτους στην αυτοάμυνα θα οδηγούσε σταδιακά την παγκόσμια κοινότητα να καταργεί σιωπηρά τις προβλεπόμενες διατάξεις από τις εκάστοτε συνθήκες ειρήνης που προέβλεπαν αποστρατιωτικοποίηση.  Έτσι, ενώ οι συνθήκες αυτές δεν καταργήθηκαν ή δεν τροποποιήθηκαν ποτέ, οι διατάξεις τους ως προς την αποστρατιωτικοποίηση, ως γενικός κανόνας, δεν εφαρμόζονται σήμερα καθώς θεωρούνται παρωχημένες.

Χαρακτηριστική είναι η θέση του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ, ήδη από το καλοκαίρι του 1948, η οποία στην πράξη ακυρώνει τα προβλεπόμενα περί «ολικής» αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων, ένα χρόνο μετά από την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων:

«Η άποψη του State Department είναι πως ο νικητής-σύμμαχος [Ελλάς], στον οποίο έχει απονεμηθεί έδαφος, ως αποτέλεσμα της συμμαχικής νίκης [στον Β’ΠΠ], δεν θα έπρεπε να τοποθετείται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση από τον ηττημένο εχθρό. Η Ιταλική Συνθήκη (Στρατιωτικές Ρήτρες), αφού ορίζει την καταστροφή των οχυρώσεων και απαγορεύει νέες, αναφέρει σε πολλά σημεία ότι «αυτή η απαγόρευση δεν περιλαμβάνει άλλους τύπους μη μόνιμων οχυρώσεων ή εγκαταστάσεις εδάφους σχεδιασμένες με σκοπό να  ικανοποιήσουν την ανάγκη για μέτρα εσωτερικού χαρακτήρα και άμυνας των συνόρων». (Άρθρα 47 β, 48 β, 50 παρ. 4, Ιταλική Συνθήκη). Ως εκ τούτου, ο Υπουργός [Μάρσαλ] πιστεύει ότι η Ελλάδα έχει εξίσου το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Δωδεκανήσου για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης ή την υπεράσπιση των συνόρων.»

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής

The post Το Ιστορικό Πλαίσιο της Αποστρατιωτικοποίησης της Λωζάννης και το Δικαίωμα στην Αυτοάμυνα appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Ιστορικό Πλαίσιο, Αποστρατιωτικοποίησης, Λωζάννης, Δικαίωμα, Αυτοάμυνα,istoriko plaisio, apostratiotikopoiisis, lozannis, dikaioma, aftoamyna