Η ιστορία του Ιωάννη και της Ευτέρπης που μεγάλωσαν μαζί, αλλά ξαναβρέθηκαν τυχαία στην Αυστραλία ως μετανάστες. Αρραβωνιάστηκαν με δανεικές βέρες και παντρεύτηκαν μακριά από τους γονείς τους

Της Θεοδώρας Μαϊου από τον Νέο Κόσμο

H Ευτέρπη Ορφανίδη και o Ιωάννης Μανιάς γεννήθηκαν στα Σιάννα της Ρόδου τη δεκαετία του ’30 και πήραν αργότερα τον δρόμο της ξενιτιάς. «Είναι μια γλυκιά ιστορία που ξεκινά τότε που οι γονείς μου ήταν παιδιά και πήγαιναν μάλιστα και στο ίδιο σχολείο στο οποίο δίδασκε η γιαγιά μου», λέει η κόρη του ζευγαριού Παναγιούλα Μανιά.

Ο νεαρός τότε, Ιωάννης Μανιάς, έγινε κουρέας, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1963 πήρε τη μεγάλη απόφαση και έφυγε με το πλοίο «Πατρίς» για την Αυστραλία. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι της αδελφής του στην Αδελαΐδα και εργάστηκε

σε εργοστάσιο.
«Η μητέρα μου ήταν από τις τυχερές γιατί ήρθε με το αεροπλάνο και φιλοξενήθηκε στη Μελβούρνη στο σπίτι ενός συγχωριανού μας που ήταν καλός φίλος του παππού μου, χωρίς όμως να γνωρίζει πως ο άνθρωπος αυτός τύγχανε να είναι και θείος του πατέρα μου», εξηγεί η Παναγιούλα η οποία σήμερα ζει στη Μελβούρνη.
«Ο πατέρας μου, όταν κάποια στιγμή επισκέφθηκε τον θείο του στη Μελβούρνη γοητεύτηκε από την ομορφιά και το ευγενικό και ήπιο χαρακτήρα της μητέρας μου που δεν ήταν πια μικρό κοριτσάκι, όπως τη θυμόταν όταν πήγαιναν σχολείο. Μην έχοντας όμως την κατάλληλη ευκαιρία και το θάρρος να της εξομολογηθεί τον έρωτά του και ενδεχομένως και λόγω του ότι και η μητέρα μου ήταν ιδιαίτερη ντροπαλή και λιγομίλητη, ο πατέρας μου επέστρεψε στην Αδελαΐδα και αποφάσισε τον Αύγουστο του 1965 να της εξομολογηθεί τον έρωτα του, μέσα από ένα γράμμα».

Η ερωτική εξομολόγηση

«Αγαπητή μου Ευτέρπη, σε γνωρίζω λίγο, αλλά μου αρέσει ο χαρακτήρας σου και η ομορφιά σου και έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι. Νομίζω πως σε αγαπώ και θέλω να γίνεις γυναίκα μου», έγραφε το γράμμα που ο νεαρός ομογενής έστειλε στη νεαρή κοπέλα, η οποία όμως δεν απάντησε ποτέ.
«Η μητέρα μου έλαβε το γράμμα, αλλά ήταν πολύ ντροπαλή και δεν απάντησε στην επιστολή του πατέρα μου. Απ΄ ότι μου είπαν αργότερα όμως, έδειξε την ερωτική επιστολή σε ένα συγγενικό της πρόσωπο.

Ένα μήνα αργότερα, ύστερα από πρόσκληση, η νεαρή Ευτέρπη βρέθηκε στην Αδελαΐδα μαζί με συγγενείς και συγχωριανούς για να παραβρεθεί στον γάμο της αδελφής του Ιωάννη, με τον οποίο δεν είχαν ακόμα ανταλλάξει ούτε λέξη.

Έλληνες μετανάστες φτάνουν στην Αυστραλία

Τα στέφανα με δανεικές βέρες

«Κατά τη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης ο θείος της μητέρας μου ανακοίνωσε τους αρραβώνες των γονιών μου προς έκπληξη όλων όσων βρίσκονταν εκεί, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας μου, αλλά και του πατέρα μου, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή ιδέα, αλλά ούτε και βέρες για να αρραβωνιαστεί εκείνη τη βραδιά», λέει γελώντας η Παναγιούλα. Αργότερα έμαθε πως οι γονείς της τελικά αρραβωνιάστηκαν όταν ένα ζευγάρι αγαπημένων θείων της «δάνεισε» τα δικά του δαχτυλίδια στο νεαρό ζευγάρι, επισφραγίζοντας έτσι το μεγάλο γεγονός που σημάδεψε τις ζωές των γονιών της.
Ο γάμος της 30χρονης τότε Ευτέρπης με τον 29χρονο Ιωάννη, τελέστηκε τον Ιανουάριο του 1966 στον ιερό ναό του Προφήτη Ηλία στην Αδελαΐδα παρουσία πολλών συγχωριανών που είχαν πλέον μεταναστεύσει στην Αυστραλία, στην πλειονότητά τους στο προάστιο Dandenong της Μελβούρνης.
Όμως, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, κανείς από τους γονείς του νεαρού ζευγαριού δεν κατάφερε να παραβρεθεί.
«Δεν μπορούσαν εκείνη την εποχή να κάνουν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και επειδή οι Ροδίτες τραγουδούν στους γάμους, η γιαγιά μου, η οποία ήταν δασκάλα και ήξερε γραφή και ανάγνωση έστειλε στη μητέρα μου, την κόρη της, ένα υπέροχο δισέλιδο ποίημα με την ελπίδα να της το τραγουδήσουν οι γυναίκες την ώρα που θα ερχόταν η πολυπόθητη ώρα να την ντύσουν νύφη».

Το προσκλητήριο του γάμου

«Μέσα στο μελωδικό τραγούδι της γιαγιάς μου της Τσαμπίκας υπήρχαν ακόμα και οδηγίες για το ποιος έπρεπε να ήταν εκείνος που θα συνόδευε τη μητέρα μου στην εκκλησία, ποιος θα τη στόλιζε και ποιος θα της τραγουδούσε την ημέρα του γάμου της», εξηγεί η Παναγιούλα.
Μετά το γάμο, το ζευγάρι Μανιά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μελβούρνη και απέκτησε δύο παιδιά. Την Παναγιούλα και τον Εμμανουήλ.
«Κατά τη γνώμη μου ήμασταν από τους πολύ τυχερούς μετανάστες εκείνης της εποχής γιατί οι περισσότεροι συγχωριανοί μας από το νησί μετανάστευσαν στην Αυστραλία, κυρίως στην Μελβούρνη, στο προάστιο Dandenong.
«Χτίσαμε ουσιαστικά το νέο μας χωριό εκεί γι’ αυτό και για μας, τα μικρά παιδιά μεταναστών από τη Σιάννα της Ρόδου, η ξενιτιά δεν υπήρξε ποτέ», λέει η Παναγιούλα, η οποία δυστυχώς έχασε τους γονείς της πολύ νωρίς.
Ο Ιωάννης Μανιάς απεβίωσε το 1994 σε ηλικία 57 χρόνων, ενώ η πολυαγαπημένη σύζυγος του Ευτέρπη, έχασε την μάχη με την επάρατη νόσο δέκα χρόνια αργότερα σε ηλικία 67 ετών.

Διαβάστε: Γιατί τα πρώτα μαγαζιά που άνοιξαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική ήταν στιλβωτήρια. Σε μερικά χρόνια είχαν καταφέρει να τους ανήκουν τα περισσότερα καταστήματα στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη

Διαβάστε: Ο χορός του αποχαιρετισμού. Οι Έλληνες μετανάστες γλεντούσαν πριν φύγουν για Αμερική. Στη γη της «επαγγελίας» ήταν οι άνθρωποι για όλες τις δουλειές» και αντιμετώπισαν τον ρατσισμό (βίντεο και μαρτυρίες)

Το άρθρο Η ιστορία του Ιωάννη και της Ευτέρπης που μεγάλωσαν μαζί, αλλά ξαναβρέθηκαν τυχαία στην Αυστραλία ως μετανάστες. Αρραβωνιάστηκαν με δανεικές βέρες και παντρεύτηκαν μακριά από τους γονείς τους δημοσιεύθηκε αρχικά στον δικτυακό τόπο ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Ιωάννη, Ευτέρπης, Αυστραλία, Αρραβωνιάστηκαν,ioanni, efterpis, afstralia, arravoniastikan