Goldman Sachs: Αναβαθμίζει Εθνική Τράπεζα σε αγορά, μειώνει στόχους για Eurobank, Alpha, Πειραιώς

«Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να επιδεικνύουν πρόοδο όσον αφορά τη βελτιστοποίηση των NPEs, τη δημιουργία κεφαλαίων και κεφαλαιακών αποθεμάτων κατά το πρώτο τρίμηνο, παρέχοντας καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις στις βασικές λειτουργικές τάσεις και αναμένουμε συνέχιση των τάσεων και το δεύτερο τρίμηνο», επισημαίνει η Goldman Sachs.

«Επαναφέρουμε την αξιολόγηση της ΕΤΕ με σύσταση αγορά με 12μηνο

στόχο τιμής τα €3,95 (33% περιθώριο ανόδου από το κλείσιμο της 13ης Ιουλίου) αναφέρουν οι αναλυτές  Waleed Mohsin και Mikhail Butkov της Goldman Sachs.

Η τράπεζα  επαναφέρει την αξιολόγηση «αγορά» για την ΕΤΕ, η οποία θα έχει το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης CET1 και NPE εντός των ελληνικών τραπεζών το 2023, κοντά στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η μετοχή της ΕΤΕ διαπραγματεύεται με 0,4 φορές σε δείκτη P/TBV το 2023, έναντι 0,7 φορές για το μέσο όρο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

«Υποβαθμίζουμε τη μετοχή της Eurobank σε ουδέτερη από αγορά με αναθεωρημένη 12μηνη τιμή-στόχο στα  €0,92 από €1,50.

Για την Alpha Bank, επαναλαμβάνουμε την αξιολόγηση buy με αναθεωρημένο στόχο τιμής στα €1,07 (από €1,74) που συνεπάγεται 38% περιθώριο ανόδου.

Τέλος για την Τράπεζα Πειραιώς, ο αναθεωρημένος στόχος τιμής είναι τα €0,84 (από €1,80) και συνεπάγεται 12% περιθώριο ανόδου (από το κλείσιμο της 13ης Ιουλίου) και η σύσταση είναι ουδέτερη», επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα.

«Ο βαθμός μακροοικονομικής αβεβαιότητας αυξήθηκε τους τελευταίους τρεις μήνες: Ο ελληνικός πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 12% τον Ιούνιο 2022 (από 11%/10% τον Μάιο/Απρίλιο), ενώ οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ υποχώρησαν στο 3% για το 2022-2023 (από 4%-5%/3,5% στις αρχές του έτους).

Το 10ετές ελληνικό ομόλογο αντέδρασε σε αυτές τις μακροοικονομικές εξελίξεις, ανεβαίνοντας σε περίπου 3,5%-4% τον Ιούλιο, έχοντας διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε περίπου 1% το 2021», συνεχίζει η τράπεζα.

Τι αλλάζει στις εκτιμήσεις, στο κόστος κεφαλαίου (COE)

Η αμερικανική τράπεζα επικαιροποιεί τις εκτιμήσεις για τις ελληνικές τράπεζες ώστε να αντικατοπτρίζουν τις πρόσφατες μακροοικονομικές εξελίξεις.

Ειδικότερα, λαμβάνει υπόψη τις μακροοικονομικές εκτιμήσεις και τον αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών φυσικού αερίου στην ανάπτυξη και την ποιότητα του ενεργητικού.

Ενώ επισημαίνει τις ισχυρές τάσεις στην Ελλάδα, αναφέρει ότι υπάρχει αυξημένη μακροοικονομική αβεβαιότητα που φαίνεται και από τις πιο συντηρητικές παραδοχές για το COE ( που προκύπτουν κυρίως από την υποτίμηση κατά 300 μονάδες βάσης των αποδόσεων των ομολόγων της χώρας σε σχέση με το 2021). Η αβεβαιότητα αυτή συνεπάγεται και χαμηλότερες εκτιμήσεις καθώς η τράπεζα κατά μέσο όρο έχει μειώσει τις εκτιμήσεις για τα κέρδη ανά μετοχή κατά 9% το 2023-2024, αντανακλώντας τις επιπτώσεις του υψηλότερου πληθωρισμού και των τιμών των βασικών εμπορευμάτων.

Ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας σχολίασε πρόσφατα ότι κάθε 10 ευρώ αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου έχει αρνητικό αντίκτυπο 500-600 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ (ή περίπου 0,3% ανάπτυξη), και η GS σημειώνει επίσης τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις παραδοχές της ομάδας για τα εμπορεύματα που υποδηλώνουν υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου για το δεύτερο τρίμηνο του 2023 κατά 60 EUR/Mwh περίπου σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις.

Παράλληλα, μειώνει την πρόβλεψη για την αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων σε 4% το 2022-2024 έναντι 6,5% προηγουμένως και αυξάνει την παραδοχή για το κόστος κινδύνου κατά επιπλέον 10 μ.β. για το 2022-2023. Πλέον εκτιμά 70 μ.β. κατά μέσο όρο έναντι 60 μ.β. και κατά συνέπεια οι εκτιμήσεις για τα κέρδη ανά μετοχή μειώνονται κατά 9% το 2023-2024 (κατά μέσο όρο) και κατά 4% φέτος.

Οι προβλέψεις για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 αντικατοπτρίζουν επίσης τον αντίκτυπο των ομολόγων που διατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο πώλησης (MTM).

Διαβάστε επίσης:

Στο εδώλιο η Λαγκάρντ για επιτόκια και ευρώ

Η JPMorgan αναστέλλει το buyback μετοχών

Keywords
Αναζητήσεις
rss
Τυχαία Θέματα