Στουρνάρας: Η Γερμανία θα προσπαθήσει να βρει μια διπλωματική λύση για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ

«Η Γερμανία θα προσπαθήσει να βρεθεί μια πολιτισμένη και διπλωματική λύση» στο πρόβλημα που προέκυψε με την απόφαση του συνταγματικού Δικαστηρίου της για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, εκτίμησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Ο κ. Σοτυρνάρας, ο οποίος μίλησε στο

πλαίσιο εκδήλωσης του Κύκλου Ιδεών που διοργάνωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος με αντικείμενο την συγκεκριμένη απόφαση, συμφώνησε με τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ όσο και με τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Βασίλη Σκουρή είναι πως η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου «εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους», οι οποίοι όμως τελικά θα ξεπεραστούν.

Όπως εκτίμησε πως στο τέλος της ημέρας «θα βρεθεί μια λύση για να μην υπάρχουν συνέπειες βαθιές όχι μόνο στη νομισματική πολιτική, αλλά και αλλού…».

Ο κ. Σκουρής, από την πλευρά του, έκανε λόγο ένα «θλιβερό αποτέλεσμα» αναφερόμενος στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου εξηγώντας πως κατηγορεί τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όσο και την ίδια την ΕΚΤ πως δρουν καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους ενώ ο κ. Βενιζέλος χαρακτήρισε την απόφαση «νάρκη στα θεσμικά και νομισματικά θεμέλια της ευρωζώνης» .

Αναλυτικά η τοποθέτηση του Γιάννη Στουρνάρα:

Η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου που αμφισβητεί τη νομιμότητα του Προγράμματος Αγοράς Τίτλων του Δημόσιου Τομέα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – του PSPP – δημιούργησε μεγάλη σύγχυση και ανησυχία.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά την έναρξη του PSPP στις αρχές του 2015, η ΕΚΤ υπερέβη την αρμοδιότητά της, και διέταξε την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, την Deutsche Bundesbank, να σταματήσει να συμμετέχει στην εκτέλεση του PSPP μετά από μία μεταβατική περίοδο τριών μηνών, «εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ υιοθετήσει νέα απόφαση που να αποδεικνύει με κατανοητό και τεκμηριωμένο τρόπο ότι οι στόχοι νομισματικής πολιτικής που επιδιώκει η ΕΚΤ δεν βρίσκονται σε δυσαναλογία με τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από το πρόγραμμα.» .

Εν προκειμένω, διακυβεύονται δύο βασικές αρχές, οι οποίες στηρίζουν την ευρωπαϊκή συνοχή και ενότητα.

Η πρώτη αρχή αφορά την νομική προσέγγιση της απόφασης. Η απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου αμφισβητεί επί της ουσίας την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2018, ότι το PSPP είναι σύννομο. Ποιο δικαστήριο – το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, δηλαδή ένα εθνικό δικαστήριο, ή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) – έχει το προβάδισμα σε θέματα που αφορούν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα;

Επειδή η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου δημιούργησε μεγάλη αβεβαιότητα, το ζήτημα της νομικής υπεροχής πρέπει να επιβεβαιωθεί.

Οι πολύ διακεκριμένοι συν-ομιλητές μου πιστεύω ότι θα αναλύσουν αυτό το ζήτημα από νομική άποψη.

Η δεύτερη αρχή αφορά την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Αυτό είναι το θέμα στο οποίο θα ήθελα να επικεντρωθώ.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφερθώ σε τρία ζητήματα: πρώτον, στη σημασία της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, δεύτερον, στην εντολή της ΕΚΤ, και τρίτον, στη λήψη της απόφασης για την έναρξη του PSPP τον Ιανουάριο 2015.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η ΕΚΤ ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα το 1999.

Πολλές μελέτες στη δεκαετία του 1980 και του 1990 που συνέκριναν την αποτελεσματικότητα των κεντρικών τραπεζών διαπίστωσαν ότι οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες – και κυριότερο παράδειγμα ήταν η Deutsche Bundesbank – είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από άλλες κεντρικές τράπεζες. Οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες εφάρμοζαν νομισματική πολιτική που οδηγούσε σε χαμηλότερη ανεργία και χαμηλότερο πληθωρισμό, επειδή ήταν απαλλαγμένες από πολιτικές πιέσεις.

Ωστόσο, η ανεξαρτησία δεν σημαίνει απουσία λογοδοσίας. Η ΕΚΤ μπορεί να είναι ανεξάρτητη, αλλά οφείλει επίσης να λογοδοτεί. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζεται τακτικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να εξηγήσει και να αιτιολογήσει τις πολιτικές της ΕΚΤ. Όπως και οι άλλοι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κι εγώ παρουσιάζομαι τακτικά στην Ελληνική Βουλή.

Ως προς την εντολή της ΕΚΤ, σύμφωνα με την Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ΕΚΤ μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Με το άρθρο 127 της Συνθήκης ανατέθηκε στην ΕΚΤ ο πρωταρχικός στόχος της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.

Ένας σημαντικός λόγος για αυτήν την επιλογή είναι ο ακόλουθος:. Ελλείψει απρόβλεπτων γεγονότων – η πανδημία είναι ένα παράδειγμα απρόβλεπτου γεγονότος – η σταθερότητα των τιμών συμβάλλει στην επίτευξη πλήρους απασχόλησης σε μια κοινωνία, χωρίς αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Με άλλα λόγια, η σταθερότητα των τιμών που είναι ο πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ, υποστηρίζεται από τον στόχο της παροχής του μέγιστου αριθμού ευκαιριών απασχόλησης στους πολίτες της ζώνης του ευρώ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ ασκείται με ενιαίο τρόπο. Ωστόσο, δεδομένου του ενιαίου χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής, περιστασιακά κάποιες αποφάσεις είναι ενδεχομένως λιγότερο «κατάλληλες» για ορισμένες χώρες από ό,τι για άλλες.

Σημαίνει αυτό λοιπόν ότι οποιαδήποτε εθνική κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ μπορεί ενδεχομένως να διαταχθεί από το ανώτατο εθνικό δικαστήριό της να απέχει από την εφαρμογή αποφάσεων νομισματικής πολιτικής; Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυνατή μια αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες εάν κάθε ανώτατο εθνικό δικαστήριο στη ζώνη του ευρώ αμφισβητήσει τις αποφάσεις ενός ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ; Και τι σημαίνει αυτό για την αξιοπιστία της νομισματικής αρχής;

Νομίζω ότι οι επιπτώσεις από τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αυτονόητες.

Θα αναφερθώ τώρα στο πλαίσιο της απόφασης του Ιανουαρίου 2015 για την έναρξη του PSPP.

Το οικονομικό σκηνικό δημιουργούσε ανησυχίες. Ο πληθωρισμός ήταν σε αρνητικό έδαφος και η απειλή παρατεταμένου χαμηλού πληθωρισμού – ή αποπληθωρισμού – αυξανόταν. Γιατί προκαλεί ανησυχία αυτή η προοπτική; Πρώτον, ο αποπληθωρισμός μειώνει τις καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες. Σημαίνει επίσης ότι τα άτομα που έχουν ένα σταθερό ποσό χρέους βλέπουν το χρέος τους να αυξάνεται σε πραγματικούς όρους.

Η ιστορία δείχνει ότι οι χώρες που βίωσαν αποπληθωρισμό έχουν υποστεί παρατεταμένη οικονομική δυσχέρεια. Η Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1929 χαρακτηρίστηκε από αποπληθωρισμό. Η πραγματική παραγωγή δεν ανέκαμψε στο επίπεδο του 1929 παρά μόνο το 1941, και αυτό λόγω της συσσώρευσης στρατιωτικών δαπανών για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εκτός από τον αποπληθωρισμό που συνιστούσε απειλή στη ζώνη του ευρώ, το ποσοστό ανεργίας είχε αυξηθεί στο 11,5 τοις εκατό.

Και ας μην ξεχνάμε μια άλλη δυσοίωνη απειλή στον ορίζοντα – την επανεμφάνιση ενδείξεων ισχυρού κατακερματισμού στις χρηματοπιστωτικές αγορές πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής δεν μεταδιδόταν ομοιόμορφα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Η ζώνη του ευρώ βρισκόταν σε βαθιά κρίση.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι θα μπορούσε να γίνει σε επίπεδο ζώνης ευρώ για την αντιμετώπιση της κρίσης;

Η απουσία κοινής δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ δυσχέρανε την απάντηση μέσω δημοσιονομικών παρεμβάσεων. Η τραπεζική ένωση και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ήταν ακόμη στα αρχικά τους στάδια. Η νομισματική πολιτική ήταν η μόνη διαθέσιμη δυνατότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, και αφού συνεκτιμήθηκαν όχι μόνο ο αναμενόμενος θετικός αντίκτυπος του PSPP στον πληθωρισμό και την πραγματική παραγωγή, αλλά και οι πιθανές αρνητικές συνέπειες, λήφθηκε η απόφαση να ξεκινήσει το πρόγραμμα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά την έναρξη του προγράμματος, το ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε σταθερά, πέφτοντας στο 7,3% στις αρχές του 2020.

Οι αρνητικές συνέπειες που εξετάστηκαν περιελάμβαναν, όπως αναφέρεται στον απολογισμό της συζήτησης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2015, «επιπτώσεις στον ηθικό κίνδυνο για τις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ [που] θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τα κίνητρά τους για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση», καθώς και «επιπτώσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» και «επιδράσεις από τις αγορές κρατικών ομολόγων, όχι μόνο στις τιμές των εταιρικών ομολόγων, αλλά και σε τιμές μετοχών [που] θα μπορούσαν να προκαλέσουν λανθασμένη τιμολόγηση των κινδύνων…» .

Επιπλέον, καθ ‘όλη τη διάρκεια εφαρμογής του PSPP, υπήρξε εκτεταμένη συζήτηση για κάθε πτυχή του προγράμματος, στην κεντρική τράπεζα, στον ακαδημαϊκό χώρο και στο ευρύ κοινό. Είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του PSPP, έχουν ακούσιες συνέπειες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ έχουν συχνά αναφερθεί σε πιθανά αρνητικά επακόλουθά τους.

Ενδεικτικά, μετά την έναρξη του προγράμματος, ο Benoît Coeuré επεσήμανε τις πιθανές παρενέργειες στις αγορές μετοχών και ακινήτων, καθώς και τους κινδύνους εμφάνισης φούσκας στις τιμές περιουσιακών στοιχείων.

Σε παρόμοιο πνεύμα, ο πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Vítor Constâncio αναφέρθηκε στους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, που απορρέουν από την αναζήτηση απόδοσης και υψηλότερης μόχλευσης που σχετίζεται με τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, καθώς και τις επιπτώσεις των μέτρων αυτών στην κατανομή του πλούτου και της ανισότητας. Ωστόσο, ενάντια σε αυτά τα μειονεκτήματα, διαπίστωσε ότι τα εργαλεία μακροπροληπτικής εποπτείας είναι πιο αποτελεσματικά από τη νομισματική πολιτική στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Επιπλέον, δεν υπήρχαν ενδείξεις υπερτίμησης των περιουσιακών στοιχείων στη ζώνη του ευρώ.

Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Τράπεζας της Αγγλίας, αντέδρασαν με παρόμοιο τρόπο στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τα τελευταία χρόνια, αν και η έκταση και το χρονικό σημείο των παρεμβάσεων νομισματικής πολιτικής διέφεραν κατά περίπτωση.

Ως εκ τούτου, πιστεύω πως δεν ισχύει η κριτική του Γερμανικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με το PSPP δεν είναι καλά θεμελιωμένη. Αντίθετα, δεδομένης της πληθώρας του σχετικού διαθέσιμου υλικού, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η κριτική ήταν μάλλον απροσδόκητη.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα συμπεράσματα.

Στις δύο δεκαετίες από την έναρξη της ζώνης του ευρώ, έχουμε δει τον εξαιρετικό δυναμισμό και την ισχύ που προέρχεται από την ευρωπαϊκή διαδικασία ενοποίησης, καθώς και τα σημαντικά οφέλη και τις αξιοσημείωτες επιτυχίες που συνδέονται με αυτήν.

Έχουμε επίσης δει τις δυσλειτουργίες και τις ατέλειες που επικρατούν στη θεσμική αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ, οι οποίες ενισχύθηκαν από τη μεγάλη οικονομική κρίση και από το ξέσπασμα της τρέχουσας πανδημικής κρίσης.

Η απάντηση σε αυτά – τα υπαρκτά – προβλήματα είναι κατά την άποψή μου η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – και όχι μια φυγή προς τον εθνικισμό.

Ενώ η καλόπιστη κριτική στις αποφάσεις ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, είναι πράγματι έγκυρη και χρήσιμη, αποφάσεις που παρέχουν πρόσφορο έδαφος για οπισθοχώρηση στη διαδικασία της ολοκλήρωσης είναι μάλλον βλαπτικές.

Η ΕΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσει το σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, φροντίζοντας για την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και την αντιμετώπιση του κατακερματισμού στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τον Αριστοτέλη, ο οποίος είπε «τοὔ όνομα ἔχει νόμισμα, ὅτι οὐ φύσει ἀλλὰ νόμῳ ἐστί». Το νόμισμα βασίζεται στο Νόμο. Ο Νόμος πρέπει να τηρηθεί, προκειμένου να προσδώσει αξιοπιστία και σταθερότητα στο νόμισμα.

Και αυτό ακριβώς κάνει η ΕΚΤ – προσπαθεί να εκπληρώσει την εντολή που της έχει δοθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Keywords
Τυχαία Θέματα