225 δισ. ευρώ χρωστούν οι Έλληνες σε Δημόσιο και τράπεζες

Τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται,σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Θετικές προσδοκίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίαςεκφράζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του για το α’ τρίμηνοτου έτους, την πρώτη υπό τη νέα σύνθεση του γραφείου (με επικεφαλής τονΦραγκίσκο Κουτεντάκη αντί του Παναγιώτη Λιαργκόβα),

ωστόσο υπογραμμίζονται οιεξωτερικοί κίνδυνοι για την οικονομία, ενώ τονίζεται το υψηλό δημόσιο χρέος,καθώς και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριώνπρος το Δημόσιο και τις τράπεζες, που υπολογίζονται στα 225 δισεκατομμύριαευρώ.

Όπως αναφέρεται ειδικότερα στην έκθεση, η ελληνική οικονομίαανακάμπτει, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο σεβραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με την ανάπτυξη για το 2018 ναεκτιμάται κοντά στο 2%, την ώρα που αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικήςδραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα. Ωστόσο, υπάρχουνκίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με: πιθανήαναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιαςοικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενωναναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη τουαναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένεςοικονομίες.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτιμά ότι είναιαπόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος για το2018, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων τωνελληνικών ομολόγων, ωστόσο ξεκαθαρίζει ότι προϋπόθεση για την επίτευξη τωνευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης καιτελευταίας αξιολόγησης, που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματοςοικονομικής προσαρμογής.

«Η ολοκλήρωση του προγράμματος και ο τερματισμός τηςχρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, θα οδηγήσουν στον καθορισμό ενός νέουπλαισίου εποπτείας. Με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την «Άσκησηεποπτείας μετά το πρόγραμμα» του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτεραλεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση πουθα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες», σημειώνεται στην έκθεση.

Από πλευράς των επίσημων δανειστών, τονίζεται πως το κρίσιμοζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει τηνυπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων, και εδώ αναμένεται ναχρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθοςχρόνου. «Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει νασυμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται απόαιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση τωνχρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερητην αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τιςιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος»,υπογραμμίζεται.

Όπως παρατηρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού, η ολοκλήρωση τουπρογράμματος και η εξάλειψη των εξωτερικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίαςυπήρξε το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων και προσπαθειών διαδοχικών κυβερνήσεων τατελευταία οκτώ χρόνια και σημαντικών επιβαρύνσεων για τους πολίτες της χώρας,όμως η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δενσυνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας, ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. «Στοεφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στηναντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονηοικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας απότους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις καινοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις»,σημειώνεται.

Αναφορά γίνεται στο υψηλό δημόσιο χρέος, που ανέρχεταιπερίπου στα 330 δισεκατομμύρια ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει στονεπίσημο τομέα των κρατών μελών της Ευρωζώνης, «δηλαδή η εξυπηρέτησή τουαποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης», ενώ προστίθεται ότι οιεγχώριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130δισ. ευρώ προς το Δημόσιο και άλλα 95 δια. ευρώ στις τράπεζες από μηεξυπηρετούμενα δάνεια.

«Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια τωντραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουνσυρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο», επισημαίνεται.

Ένα επιπλέον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικονομία, σύμφωναμε την έκθεση, είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινουκεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένονα απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία. Αυτήη υποβάθμιση, προστίθεται, είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακώνδεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσηςειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό.

«Η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με τηνυποχώρηση του φυσικού κεφαλαίου λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τηδιάρκεια της ύφεσης, έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας. Η τάσηαυτή, εφόσον συνεχιστεί, υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητεςτης ελληνικής οικονομίας. Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων θα χρειαστείχρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπειτην οικονομία. Κυρίως όμως θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής πουεκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικάτου στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστείμια ελάχιστη συναίνεση», υπογραμμίζεται.

Πηγή: News.gr
Keywords
Τυχαία Θέματα