Άνταμ Μούζιαλ: Το «Δρεπάνι»

Ο Άνταμ Μούζιαλ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς της Πολωνίας, το παιχνίδι του οποίου χαρακτηρίζονταν από δυναμισμό, τραχύτητα και πολλές φορές βιαιότητα, κερδίζοντας το παρατσούκλι, το «Δρεπάνι».

Ο Πολωνός κεντρικός αμυντικός Άνταμ Μούζιαλ (Adam Musiał), γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1948, στη Βιέλιτσκα της νότιας Πολωνίας Τραχύς, εξαιρετικά γενναίος και επίμονος αμυντικός. Γενικά, θεωρείται από τους σκληρούς αμυντικούς, ιδιαίτερα τους ανατολικούς.

Από τα βασικά στελέχη της εξαιρετικής ομάδας που εμφάνισε ο Κάζιμιρ Γκόρσκι

(Kazimierz Górski) στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Δυτική Γερμανία. Έκανε καριέρα με τη Βίσλα Κρακοβίας, την Άρκα Γκντίνια, τη Χέρεφορντ στην Αγγλία και τελείωσε στην Αμερική.

Έκανε το ντεμπούτο του στην Γκόρνικ της Βιέλιτσκα, τη κύρια ομάδα της γενέτειράς του, το 1955. Το 1967, εντάχθηκε στη Βίσλα Κρακοβίας. Στην πρώτη του επταετία στον σύλλογο, έπαιζε τουλάχιστον είκοσι παιχνίδια κάθε σεζόν και εκτιμήθηκε από τους οπαδούς της ομάδας, ως ένας τραχύς αμυντικός, μερικές φορές ακόμη και καθ’ υπέρβαση. Το 1974, ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά και έχασε το δεύτερο μισό της σεζόν.

Από την επόμενη περίοδο, άρχισε να έχει περιορισμένες εμφανίσεις, από τους προπονητές του, με αποτέλεσμα, το 1977, να παίξει μόνο 2 αγώνες.
Εξέφρασε την επιθυμία του να συνεχίσει την καριέρα του αλλού. Μεταγράφηκε στην Άρκα της Γκντίνια, υπό τις οδηγίες του πρώην προπονητή του, Γιέρζι Στεϊτσκάου (Jerzy Steckiw). Βρήκε πολύ περισσότερες ευκαιρίες, κατακτώντας το Κύπελλο Πολωνίας.

Το 1980 πήγε στην Αγγλία και στην 4ης κατηγορίας Χέρεφορντ. Στη πόλη αυτή υπήρχαν πολλοί Πολωνοί, απόγονοι στρατιωτών από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έπαιξε εκεί 3 χρόνια, με μόνη διάκριση την συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Ουαλίας, το 1981. Ενώ είχε πλέον αποσυρθεί, για 2 χρόνια, το 1985, ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμα του Πολωνού προέδρου των Αμερικανο-πολωνών Αετών της Νέας Υόρκης, όπου μετά από 2 περιόδους, το 1987, τελείωσε επίσημα την καριέρα του.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1968, εμφανίστηκε για πρώτη φορά με την εθνική ομάδα, εναντίον της Ανατολικής Γερμανίας σε φιλικό αγώνα. Στη συνέχεια καλούνταν συνεχώς από τους εθνικούς προπονητές. Συμπεριλήφθηκε στη λίστα των 22 για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και έπαιξε στα έξι από τα επτά παιχνίδια της διοργάνωσης.

Το τελευταίο για την τρίτη θέση εναντίον της Βραζιλίας, όπου η ομάδα του κέρδισε χάρη σε ένα γκολ του Γκρέγκορζ Λάτο (Grzegorz Lato). Μέχρι το τέλος του 1974, έπαιξε ακόμα δύο αγώνες, από τους συνολικά 34, πριν από το κλείσιμο της διεθνούς του καριέρας.

Διετέλεσε βοηθός προπονητή στη Βίσλα και την τριετία 1989-1992, ήταν ο πρώτος προπονητής της, κερδίζοντας την διάκριση του Προπονητή της Χρονιάς για το 1991 στην Πολωνία.

Keywords
Τυχαία Θέματα