Ισπανική μελαγχολία

Ήταν εύκολο να αντιπαθήσεις τους Ισπανούς στα ‘00s. Ήταν ο μεγάλος αντίπαλος για μία γεμάτη τριετία, ήταν τόσο παικταράδες όσο και εμείς και ακόμη παραπάνω, είχαν έναν – δυο αντιπαθητικούς, δεν ήθελε και πολύ. Σε κάποιους έμεινε το κουσούρι και αργότερα, τότε που εμείς αναλάβαμε να ξεπαστρέψουμε μόνοι μας μια ομάδα που είχε ακόμα πολλά να δώσει (και φυσικά τα καταφέραμε) και οι Ίβηρες μας άφησαν πίσω μερικά έτη φωτός.

Είναι λίγο κωμικό να χολοσκάει πια κανείς μαζί τους απασχολούμενος στα σοβαρά με συγκρίσεις: είναι σαν να σου έχει μείνει η μεταχειρισμένη – αλλά τώρα 15ετίας – ,

αμαξάρα και να θες ακόμα να κάνεις κόντρες με χαλασμένο μπουζί και φθαρμένα λάστιχα. Θα τους περάσεις σε μια ευθεία, αλλά θα σε περιμένουν στη γραμμή του τερματισμού τρώγοντας tapas.

Αλλά από τη μελαγχολία δεν γλιτώνεις, όχι τουλάχιστον με τις μνήμες του αποκλεισμού τόσο νωπές. Παίρνεις φυσιολογικά το μέρος των Γερμανών, όχι με φανατισμό και εξαλλοσύνες, απλώς θέλεις να προχωρήσει αυτός που μόλις σε έστειλε σπίτι, ει δυνατόν να το κατακτήσει κιόλας, να χρυσωθεί το χάπι όπως στην Ισπανία το ’14, πέσαμε στους Σέρβους, πήγαν τελικό.

Και κανένα θέμα δεν θα υπήρχε αν καθάριζε ο Ρούμπιο, αν οι Γκασόλ ήταν ακόμα εδώ, ο Γιουλ έστιβε μανταρινάδες και ο Τσάτσο μοίραζε μπασκετικό IQ ως τις κερκίδες. Όμως αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Οι – ας καγχάσω – εβρισκόμενοι σε μεταβατική περίοδο Ισπανοί έσκασαν μύτη στο τουρνουά με δυο παίκτες από την Ουνικάχα Μάλαγα (Μπριθουέλα, Ντίαθ), έναν της Χοβεντούτ Μπανταλόνα (Πάρρα), δύο της Βαλένθια (Πραντίγια, Λόπεθ-Αροστέγι), έναν της Τενερίφης (Χάιμε Φερνάντεθ) και για πέμπτο ψηλό τον Σέμπας Σάιθ, έναν Ισπανοδομηνικανό που παίζει μια τριετία τώρα στην Ιαπωνία (!). Τους βάζεις κάτω, τους μετράς, βγαίνουν επτά. Επτά στους δώδεκα, madre mia.

ΠΗΓΗ: FIBA

Μένουν πέντε. Ο Λορέντζο Μπράουν, παλιός γνώριμος του Σκαριόλο από τους Ράπτορς και γνωστή ποσότητα στην Ευρωλίγκα, ο 37χρονος Ρούντι που ήταν σαν τον θείο που βγάζει βόλτα τα ανιψάκια του στο Βερολίνο και τρεις NBAερς, εκ των οποίων κανένας δεν είναι γκαρντ. Ο 20χρονος Γκαρούμπα που εμφανίστηκε λες και κάποιος τον είχε αφήσει 1 χρόνο σε ζεστό μέρος να φουσκώσει καλυμμένο με μια πετσέρα και τους δυο Ερνανγκόμεθ, τα αδέλφια τα οποία έζησαν στη σκιά των Γκασόλ και η ερώτηση ήταν αν μπορούσαν να κάνουν ένα αυτόφωτο τουρνουά.

Lo siento mucho αλλά αμέλησα τον Σέρτζιο Σκαριόλο, τον επίγονο του Αϊτο Γκαρθία Ρενέσες σε ό,τι αφορά τις δεκατέσσερις γενεές που τον έχουν περάσει τα ελληνικά μέσα επί μια 15ετία τώρα. Σκαρφαλωμένος στις πλάτες της χρυσής γενιάς είχε ήδη πριν το φετινό Ευρωμπάσκετ στη συλλογή του δύο ολυμπιακά μετάλλια, ένα χρυσό παγκόσμιο, άλλα τρία χρυσά και ένα χάλκινο σε Ευρωμπάσκετ. Ναι, αλλά είχε τον Πάου και τον Ναβάρο, λες και το να διαχειρίζεσαι με μαεστρία αυτού του είδους τις προσωπικότητες έπαψε να είναι κομμάτι της δουλειάς.

ΠΗΓΗ: FIBA

Έρχεται λοιπόν ο 61χρονος Ιταλός με το μαλλί μαφιόζου που έχει πέσει στο βάζο με την μπριγιαντίνη όταν ήταν μικρός και βάζει σφραγίδα ξεγυρισμένη στην ομάδα. Της αφαιρεί την πίεση με αποθεωτικές δηλώσεις για τους αντιπάλους, μασκαρεύει τις αδυναμίες της, αναδεικνύει τον αρχηγό Ρούντι, δίνει τον τρόπο σε Μπράουν-Βίλι να κυριαρχήσουν και στους υπόλοιπους την ομαδική λειτουργία που επιτρέπει σε όλους να συνεισφέρουν, ανάλογα την ημέρα και τον αντίπαλο. Στήνει ζώνες– ξέρετε, τις στιγματισμένες στην Ελλάδα από κάποιο Ιωαννίδειο ξόρκι που κρατάει ακόμα – γυρνάει τρία, διάβολε, σερί νοκ άουτ ματς στα οποία ήταν ένα φύσημα από τον αποκλεισμό, πάει τελικό.

Τα φώτα της δημοσιότητας θα πάνε δικαίως στον στρατηγό Μπράουν, την κολώνα Βίλι, το αμυντικό τέρας Γκαρούμπα που μοίραζε και ασίστ μπροστά, στον Χουάντσο «Μπο Κρουζ» που κράταγε το καλύτερο του ματς για τον ημιτελικό. Αλλά τέσσερις – πέντε με τον Ρούντι – δεν θα αρκούσαν απέναντι στην πυραυλοκίνητη Γερμανία.

Αλλά ο Σκαριόλο το κάνει με τον Ντίαθ να μοιράζει ψυχούλα και cojones σε ισόποσες δόσεις, τον Λόπεθ-Αροστέγι να παίζει άφοβος, τους Χ.Φερνάντεθ και Μπριθουέλα έτοιμους να πάρουν την ευθύνη, τον Πραντίγια να τις παίξει με όποιον βρει απέναντι του προσπαθώντας στα 21 του να πάρει την ισοπαλία που θα είναι σαν νίκη. Ρολίστες, ναι, αλλά των 15 και βάλε λεπτών, όχι τρίλεπτα και οκτάλεπτα. Έτσι κράτησαν την ενέργεια ψηλά, ειδάλλως θα είχαν πει adios από το 35΄ και δεν θα γύριζαν ποτέ. Με τους Γερμανούς σκόραραν οι 10/11 που έπαιξαν. Με τους Φινλανδούς 10/12, με αποκάλυψη τον Μπριθουέλα (14π). Και για όποιον δεν έχει κάνει την πράξη, στα χιαστί βάζουν 99.3 πόντους, με τρία 40λεπτα και μία παράταση, μια επίθεση de puta madre. Και γαμώ.

Βούιξαν τα social media για την ισπανική νοοτροπία του νικητή, τους «γεννημένους πρωταθλητές» και τα τοιαύτα. Όλα αυτά είναι σωστά και άγια, ταυτόχρονα όμως και απέραντα αόριστα. Τόσο που βολεύουν γάντι αν θέλει κανείς να αποφύγει να κοιτάξει την αλήθεια κατάματα.

ΠΗΓΗ: FIBA

Οι Ισπανοί κάνουν σεμιναριακή δουλειά στις μικρές ηλικίες – μόνο το περασμένο καλοκαίρι έφτασαν στον τελικό όλων των διοργανώσεων στις οποίες συμμετείχαν τόσο σε επίπεδο γυναικών όσο και ανδρών. Όμως όλα αυτά τα παιδιά που δεν είναι της Ρεάλ, της Μπάρσα ή του ΝΒΑ έχουν στο κοντέρ τους χιλιόμετρα στα παρκέ της ACB. Όχι σαν ανενεργοί ρολίστες, ούτε σαν νέοι που περιμένουν να γιορτάσουν τα 25α γενέθλια τους για να σταματήσουν να εμφανίζονται στα τελευταία λεπτά αγώνων που έχουν κριθεί. Είναι μέλη υγιών, οργανωμένων ομάδων που τους δίνουν την ευκαιρία και προβάλλουν τις ανάλογες απαιτήσεις. Σε ένα πρωτάθλημα στο οποίο η πρώτη Μπάρσα είχε 7 ήττες, η δεύτερη Ρεάλ 9 και η «Ευρωλιγκάτη» Μπασκόνια 14, οι παίκτες σφυρηλατούνται και αναδεικνύονται με έναν τρόπο που στην Ελλάδα έχει για τα καλά πια ξεχαστεί.

Ο Χάιμε Πραντίγια έπαιρνε χρόνο συμμετοχής στην Ευρωλίγκα με τη Βαλένθια, αν και κουτουλούσε περισσότερο από ότι έτρεχε. Ο Μπριθουέλα ήταν 7 χρόνια στην Εστουδιάντες πριν μετακομίσει. O Λόπεθ-Αροστέγι βγήκε από τις ακαδημίες της Χοβεντούτ και έμεινε εκεί έξι χρόνια πριν μετακομίσει στη Βαλένθια. Εκτός Εθνικής, ο Οριόλ Παουλί ήταν σταρ το 2014 στο Ευρωμπάσκετ U-20 της Κρήτης. Δεν τα κατάφερε στην Μπάρσα, έφυγε στα 20, πέρασε έξι χρόνια στην Γκραν Κανάρια και δύο στην Ανδόρα και φέτος επέστρεψε στη Βαρκελώνη.

Βλέποντας τον Άλμπέρτο Ντίαθ να αφήνει την καρδιά του στο παρκέ της Mercedes-Benz Arena θυμήθηκα πως είναι γεννημένος στη Μάλαγα και δεν το έχει κουνήσει από εκεί ως σήμερα, στα 28 του. Η πόλη τον λατρεύει και από το 2015 που τελείωσε το αγροτικό του, στα 21, μετρά 7 σερί σεζόν στην Ουνικάχα. Ο δικός μας 11ος-12ος, ο Μιχάλης Λούντζης, ψάχνει ακόμα τον βηματισμό του και υποφέρει από την ατολμία του ανθρώπου που δεν έχει κάνει ακόμα τα σημαντικά του λάθη.

Δεν είναι μάγια και κατάρες, που δεν κερδίζουμε ποτέ.

Keywords
Τυχαία Θέματα