Μούρτας Χουρτσιλάβα: Το «πιτ μπουλ» του Καυκάσου

Ο Μούρτας Χουρτσιλάβα υπήρξε ένας από τους πιο σκληροτράχηλους αμυντικούς του Σοβιετικού ποδοσφαίρου, γνωστός με το παρατσούκλι το «πιτι μπουλ» από τον Καύκασο.

Ο Σοβιετικός, γεωργιανής καταγωγής, αμυντικός μέσος και κεντρικός αμυντικός, Μούρτας Χουρτσιλάβα (Murtaz Kalistratovich Khurtsilava), γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1943, στη Μπαντζά στην ανατολική Γεωργία. Στις αρχές της καριέρας του αγωνιζόταν ως αμυντικός μέσος, ενώ αργότερα κάλυψε τη θέση του κεντρικού αμυντικού. Υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες αμυντικούς του σοβιετικού

ποδοσφαίρου.

Πέρασε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Ντιναμό Τιφλίδας, με την οποία αναδείχθηκε πρωταθλητής Σοβιετικής Ένωσης το 1964, για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου, αλλά και για το γεωργιανό ποδόσφαιρο γενικότερα. Υπήρξε μέλος της εθνικής Σοβιετικής ομάδας όταν αυτή τερμάτισε στη 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, 3η στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972 και φιναλίστ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της ίδιας χρονιάς.

Ανακαλύφθηκε παίζοντας ποδόσφαιρο στον κήπο του σχολείου του στο Γκεγκετσκόρι, μια μικρή πόλη στην περιοχή του Καυκάσου -τώρα γνωστή ως Μαρτβίλι- όπου έμαθε να παίζει ποδόσφαιρο με μια μπάλα από άχυρο και κουρέλια. Σε συλλογικό επίπεδο, έκανε το ντεμπούτο του, το 1961 με την πρώτη ομάδα της Ντιναμό Τιφλίδας, τη πιο σημαντική γεωργιανή ομάδα ποδοσφαίρου, αγωνιζόμενος με τα χρώματά της έως το 1975, συμμετέχοντας σε σχεδόν 300 αγώνες πρωταθλήματος, σημειώνοντας 15 γκολ και κατακτώντας το σοβιετικό πρωτάθλημα του 1964, για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου, αλλά και του γεωργιανού ποδοσφαίρου γενικότερα.

Τερμάτισε στη Τρίτη θέση το 1967, το 1969, το 1971 και το 1972. Έκλεισε την καριέρα του στην Τορπέντο Κουταίσι το 1976.
Στα νιάτα του έπαιζε στην μεσαία γραμμή, αλλά αργότερα μετακόμισε στο ρόλο του κεντρικού αμυντικού, μια θέση που κατείχε για το υπόλοιπο της καριέρας του. Έγινε γνωστός για το ευ αγωνίζεσθαι που τον διέκρινε και την ικανότητά του στα σουτ από μεγάλη εμβέλεια. Επιπλέον, ήταν σε θέση να αναλαμβάνει ρόλους συνδετικού κρίκου μεταξύ της άμυνας και της επίθεσης, ενεργώντας συχνά ως υποστήριξη για τους κεντρικούς επιθετικούς.

Ήταν μέλος της εθνικής Σοβιετικής ομάδας, που τερμάτισε 2η στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972, έχοντας μάλιστα ένα σουτ στο δοκάρι στον τελικό, 3η στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 και 4η στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Έκανε το ντεμπούτο του στις 3 Οκτωβρίου του 1965 σε έναν αγώνα εναντίον της Ελλάδας. Συμμετείχε και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Έκανε μαζί της 69 εμφανίσεις, σκοράροντας 6 γκολ. Μαζί με τον Αλεξάντερ Τσιβάντζε (Alexandre Chivadze) είναι οι μόλις δύο Γεωργιανοί, που έχουν διατελέσει αρχηγοί της εθνικής σοβιετικής ομάδας. Έχει και 13 συμμετοχές στην Ολυμπιακή ομάδα, με 2 γκολ.

Μετά τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση, το 1977, δημιούργησε δική του επιχείρηση στην Τιφλίδα, όπου κατοικεί πλέον με την οικογένειά του. Είχε τη θέση του βοηθού προπονητή, όπως και αυτή του τεχνικού διευθυντή στη Ντιναμό Τιφλίδας, ξεκινώντας την καριέρα του για το σκοπό αυτό στο 1977. Διετέλεσε για δύο χρόνια στο πηδάλιο της Ντιναμό Τιφλίδας (δέκα χρόνια μετά την εμπειρία του ως βοηθός) και ως προπονητής της εθνικής Νέων της Γεωργίας. Από το 2001έως το 2003 ήταν βοηθός του Αλεξάντερ Τσιβάντζε στην εθνική Γεωργίας.

Τον Νοέμβριο του 2003, στα πλαίσια του Ιωβηλαίου (50 χρόνια) της UEFA, επελέγη ως ο Χρυσός Παίκτης της Γεωργίας από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας, ως ο Σημαντικότερος Παίκτης τους τα τελευταία 50 χρόνια.

Keywords
Τυχαία Θέματα