Ο ρόλος της υπερρεαλίζουσας εικόνας στην ποίηση του Παναγιώτη Δήμου

Σύμφωνα με τους Ρώσους Φορμαλιστές ο ρόλος της εικόνας δεν είναι να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το νόημα, αλλά να μας αναγκάσει να ξαναδούμε τον κόσμο με καινούρια μάτια. Η ποιητική εικόνα παραδοξοποιεί τα πράγματα, ανοικειώνει την αντίληψή μας όπως αυτή έχει παγιωθεί και αυτοματοποιηθεί στη συνείδησή μας. Στο ίδιο πνεύμα ο Quentin Blake βλέπει μια αναλογία ανάμεσα στο παράλογο των λέξεων και στο παράλογο των εικόνων. Οι όψεις του παραλόγου έρχεται άλλοτε ως παραμόρφωση του κόσμου ή του ειδώλου του κι άλλες φορές ως αταίριαστος συνδυασμός εικόνων μέσα από το κοσμοείδωλο του δημιουργού, που

αλλοιώνουν την πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.

Σε μία τέτοια οπτική υπακούει και η νέα ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Δήμου, «συμπλέκτης» (Μανδραγόρας, 2019). Στη στιχουργική του Δήμου λογική και ά-λογο συνυπάρχουν είτε με τη μορφή της παραλληλίας είτε με τη μορφή της εγκιβωτισμένης λεκτικής εικόνας. Έτσι όμως δηλώνει τη στενή σχέση των δύο, του παράλογου και του άλογου. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο άλογο και το παράλογο∙ το παράλογο είναι εσκεμμένο∙ το συλλαμβάνει κανείς λογικά και αναδημιουργεί τον κόσμο. Το άλογο δεν υπακούει σε καμία εμπρόθετη ενέργεια έκφρασης, είναι από μόνο του άλογο.
Οι εικόνες δεν έχουν άλλη λειτουργία από το να επιτρέπουν την ομαδοποίηση ανομοιογενών αντικειμένων και ενεργειών κι έτσι πετυχαίνον να εξηγούν το άγνωστο διά του γνωστού (Καψωμένος, 2009:134). Ο ποιητής μέσα στο χάος βρίσκει ανταπόκριση στο τεράστιο πλήθος εικόνων και ήχων που τον περικλείει. Και έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η ποιητική του από μία άλλη οπτική αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό το χάος. Άλλωστε, ο άνθρωπος λαμβάνει εμπειρίες, τις αξιοποιεί και τις προσδέχεται και συμβολικά για να αισθητοποιήσει το εσωτερικό του χάος (Τάσιος & Ιωαννίδης, 2009). Ο Δήμου σκηνογραφεί τον έρωτα και το υπαρξιακό τραύμα με μια σειρά επιλογών και συμπεριφορών που κινούνται στους κάθετους άξονες του συνειρμού και της εικόνας. Έτσι, αναδημιουργεί μια σειρά από εικόνες που ορίζουν αυτό που εύστοχα γράφτηκε για το βιβλίο ως «υπερρεαλίζων λυρισμός».

Στόχος της εικόνας είναι η διέγερση αναγνώριση των πραγμάτων. Άλλωστε, είναι φορέας πολιτισμικών κωδίκων (Καψωμένος, 2009:136). Η αλογία, στην ποιητική του Παναγιώτη Δήμου, αποτελεί το κονίαμα των εικόνων (δρομολόγιο, πέρα χώρα, μετακόμιση, υπαίθριος χώρος, διόρθωση, επιτάχυνση). Η συνειρμική σύνδεσή τους δημιουργεί ένα ψηφιδωτό αναμνήσεων και μελαγχολίας (υπνοβάτης, ανθοπωλείο, αίθουσα υποδοχής). Για τον Shlovsky η λογοτεχνία δικαιώνεται αισθητικά επειδή είναι αντιρεαλιστική. Στη λογοτεχνία και μετά την επέλαση του υπερρεαλισμού, με όλους τους μετασχηματισμούς του, δεν υπάρχει ταυτότητα σημαίνοντος-σημαινόμενου, γιατί σαν γλώσσα διέπεται από την αυθαιρεσία του σημείου. Στιγμιότυπα (βάρδια, υπαίθριος χώρος) ως σπαράγματα που πηγάζουν από τη μνήμη, πλέκουν έναν ιστό λεκτικών εικόνων. Η μνήμη, εξάλλου, είναι στο προσκήνιο διαρκώς (λάκτισμα, προς Κωνσταντίνου Καβάφη, ήταν, μετακόμιση, φθινοπωρινή ώρα, αποκατάσταση).

Η ποίηση του Δήμου διατηρεί μια πολυκεντρικότητα. Η δισημία και η υπερρεαλίζουσα εικονοποιία διαμορφώνουν συνθέσεις πολυθεματικές. Η επιλογή λέξεων λειτουργεί ως πρίσμα που μεταστρέφει μέσα στη συνειρμική λογική το μήνυμα (σκάλα, αναπληρωματικός χρόνος, ακρωτήρι, απολυτήριο, υπεραστικό, οδηγίες χρήσης). Το ερωτικό στοιχείο συμπλέκεται με την κοινωνική αγωνία και τον κοινωνικό προβληματισμό για τον άνθρωπο. Την ίδια όμως στιγμή η κυριαρχία της θάλασσας και των ανοιχτών χώρων εκδηλώνει μία διάσταση/ανάγκη δραπέτευσης.

Ο θρυμματισμός, σαν ένα ακατάστατο κολλάζ φωτογραφιών, αφήνει να αναδυθεί το άρωμα της νοσταλγίας ή της απογοήτευσης (λάκτισμα). Οι κατακερματισμένοι στίχοι αισθητοποιούν τον κατακερματισμό του ανθρώπου, την απομόνωση του σε έναν κόσμο γεμάτο εικόνες (εκτός έδρας, νυφιάτικο). Ο κατακερματισμός όμως αυτός έχει λειτουργική σχέση με τον στιχουργικό ρυθμό. Υπηρετούν και οι δύο τη συναισθηματική κλιμάκωση (γεωγραφία, δρομολόγιο, κέδροι στην τσέπη, αποκατάσταση, ανορθογραφία, οικιακή χρήση, ακρωτήρι) νοηματοδοτώντας μια στοχαστική διάθεση που πηγάζει από την αμφισημία (Σάμος, ανθοπωλείο). Ο καταληκτικός απομονωμένος στίχος, ως κορύφωση του υπαρξιακού τραύματος (αναμνηστικό Μεγάλου Σαββάτου), συγκεντρώνει πάνω του όλο το συναισθηματικό βάρος του ποιήματος, αφήνοντας τον ακροατή/αναγνώστη να χαθεί στις στοχαστικές ατραπούς που τον οδήγησε ο δημιουργός (υπνοβάτης, ήταν, βάρδια, φωτιστικό, οροσειρά).


Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr
Keywords
Τυχαία Θέματα