Παπαπέτρου: Επιστροφή στο σπίτι

Το περσινό καλοκαίρι ο Ιωάννης Παπαπέτρου χρειαζόταν οπωσδήποτε μια αλλαγή. Για την ακρίβεια, το ίδιο επιθυμούσε από τον Ιούλιο του 2021, όμως τότε πείστηκε να παραμείνει, στήριγμα της μεταβατικής κατάστασης. Το Βελιγράδι έμοιαζε ιδανικός προορισμός: μια ομάδα χωρίς «κερδίζω τώρα» φιλοδοξίες, όχι καμιά φοβερή πολυκοσμία στο «3», ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον πάγκο ως εγγύηση και πρόκληση μαζί. Την ίδια στιγμή η φυγή από το εσωστρεφές και συχνά τοξικό ελληνικό περιβάλλον θα του πρόσφερε, θεωρητικά,

το καθαρό μυαλό να δουλέψει (και να πετύχει) απερίσπαστος.

Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη.

Η μετάβαση αποδείχτηκε προβληματική. Από τα σχεδόν 31 λεπτά πρόπερσι και τα 30 πέρσι, είδε το χρόνο του να μειώνεται δραστικά. Στα πρώτα έξι ματς, μόνο μία φορά ξεπέρασε τα 25 λεπτά. Πολύ μπες-βγες, ένας παίκτης που ψαχνόταν στο παρκέ και έμοιαζε πρωτόπειρος στην Ευρωλίγκα οχι τυχαία, έχασε και τα έξι τρίποντα που δοκίμασε σε εκείνο το διάστημα. Όμως το κύριο πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο χρόνος συμμετοχής. Ο Παπαπέτρου είχε χώρο σε μια ομάδα που χωρίς τους Σμάιλαγκιτς και Αβράμοβιτς είχε απελπιστικά μικρό rotation και είχε ανάγκη όλους τους παίκτες της. Ταυτόχρονα εξελίχτηκε πολύ γρήγορα σε μια επιθετική μήχανη με πάμπολλα αμυντικά κενά, όμως ο Έλληνας φόργουορντ δεν βρήκε ποτέ τρόπο να ενσωματωθεί σε αυτή. Έχοντας τριγύρω του τέσσερις παίκτες με ταλέντο στο ένας εναντίον ενός (Πάντερ, Νάναλι, ΛεΝτέι, Έξουμ) θα μπορούσε θεωρητικά να εκμεταλλευτεί τη βαρύτητα τους για να σκοράρει τόσο σε spot up καταστάσεις, όσο και σε κοψίματα μακριά από τη μπάλα και close , οut καταστάσεις.

Τζίφος. Απολογισμός πρώτου γύρου, 4.5 πόντοι, 25% τρίποντο, 0.9 ασίστ.

Δύο πράγματα πιθανότατα στάθηκαν αιτίες αυτής της αναποτελεσματικότητας, άμεσα συνδυασμένα μεταξύ τους. Η ταχύτητα του παιχνιδιού και ο χρόνος που είχε τη μπάλα στα χέρια του.

Τα δύο του τελευταία χρόνια στον Παναθηναϊκό ο Παπαπέτρου απόλαυσε, λίγο βάσει σχεδίου και άλλο τόσο βάσει ανάγκης, προνόμια δευτερεύοντα δημιουργού. Είχε συνηθίσει να έχει για αρκετή ως πολλή ώρα τη μπάλα στα χέρια του και την ίδια στιγμή την άνεση να ξοδεύει 3-4 δευτερόλεπτα μέχρι να δράσει, σε μια επίθεση που δεν ήταν ακριβώς μνημείο ταχύτητας και ροής. Το γεγονός αυτό του έδωσε περισσότερη άνεση με τη μπάλα και τον βελτίωσε σε επίπεδο δημιουργίας και διορατικότητας, όμως ταυτόχρονα τον έκανε λίγο ράθυμο και αργό στην ταχύτητα των αποφάσεων. Αυτό ακριβώς έχω την αίσθηση πως πλήρωσε στην Παρτίζαν, εκεί όπου για να κρατήσεις τη μπάλα στα χέρια σου έπρεπε να είσαι killer τύπου Πάντερ/Έξουμ/Νάναλι, ή να έχεις συμπαγές post παιχνίδι όπως ο ΛεΝτέι. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και ο 22χρονος Γιαμ Μαντάρ ανταποκρίθηκε καλύτερα στο σύστημα του Ομπράντοβιτς, αφού παρά τις αρκετές αμφιλεγόμενες αποφάσεις του, είχε το συνδυασμό ταχύτητας και εκρηκτικότητας να φτιάξει τη δική του φάση. Αντίθετα ο Παπαπέτρου, ικανός να κάνει πολλά στο παρκέ αλλά χωρίς κάτι να ξεχωρίζει σε top επίπεδο, σύντομα εξοστρακίστηκε σε επίπεδο ρολίστα. Οι 204 πόντοι του ήταν εύκολα οι λιγότεροι από το 2016-17 και έπειτα, δηλαδή την προτελευταία του χρονιά στον Ολυμπιακό.

Η επιστροφή στο «σπίτι» του Ο.Α.Κ.Α. ήταν, μετά από την κακή εμπειρία του Βελιγραδίου, μια συνετή και χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο επιλογή στα 29 του χρόνια. Ο Παπαπέτρου επιστρέφει σε ένα περιβάλλον στο οποίο νιώθει άνετα, θα νιώσει εμπιστοσύνη και στήριξη και είναι σε θέση να θυμηθεί ποια πράγματα είναι σε θέση να προσφέρει σε σταθερή βάση στο παρκέ. Ο Παναθηναϊκός ενισχύει τον ελληνικό κορμό του με έναν διεθνή παίκτη εγνωσμένης αξίας, για τον οποίο όσο μέτρια κι αν πήγαν τα πράγματα στην Παρτίζαν, δεν ξέχασε ξαφνικά το μπάσκετ. Με καλούς δημιουργούς όπως οι Σλούκας-Βιλδόσα και στο αρκετά πιο ελεύθερο μπάσκετ του Αταμάν σε σχέση με την τριγωνομετρία του Ζοτς, είναι σε θέση να αφήσει την παρένθεση πίσω και να μπει στην ακμή της καριέρας του ελπίζοντας πως είναι σε θέση να αφήσει το στίγμα του στην επιστροφή των πράσινων στο επάνω πάτωμα της Ευρωλίγκας. Και αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβεί οπωσδήποτε με την ταμπέλα του πρωταγωνιστή.

Keywords
Τυχαία Θέματα