Ράφα, η γοητεία της ατέλειας

Εκείνη την εποχή, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, ήταν περίπου βέβηλο να αμφισβητήσει κανείς την πρωτοκαθεδρία του Ρότζερ Φέντερερ. Δεν ήταν θέμα ικανότητας, αλλά αισθητικής: ο Ελβετός ήταν ο χορογράφος που αποθέωνε την φινέτσα του παιχνιδιού, εκείνη τη γοητευτική απλότητα που οι ιδιοφυίες κάνουν να φαίνεται το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Δεν μπορούσες να τα βάλεις με αυτό. Για την ακρίβεια, δεν θα έπρεπε να τα βάλεις με αυτό. Ήταν σα να προσπαθείς να μουτζουρώσεις τη Μόνα Λίζα.

Ε λοιπόν, ο Ράφα Ναδάλ δεν έδινε δεκάρα για όλα αυτά. Όρμησε στα κορτ με μακρύ

μαλλί, αμάνικα και κάπρι, λες και είχε μόλις φύγει από την παραλία στη Μαγιόρκα, όριζε τα χτυπήματά του με μέτρο τους φουσκωμένους δικέφαλους και κυνηγούσε σαν σκύλος το μπαλάκι με γάμπες θαρρείς καμωμένες από τσιμέντο. Το χώμα δεν άργησε να γίνει το βασίλειο του – εκεί που οι ταχύτητες καταλάγιαζαν, αυτός δεν είχε πρόβλημα να μετατρέψει κάθε πόντο σε ένα μικρό μαραθώνιο ώσπου να φωνάξει το κλασικό vamos. Το πάθος του ήταν ο άσβεστος κινητήρας, όμως δεν προσέβαλλε πότε το παιχνίδι, όχι σαν κάμποσα κακομαθημένα της new age εποχής που ακόμη παλεύουν να γνωριστούν με τη λέξη «όχι».

Όχι μόνο δεν ήταν τέλειος, ήταν πολύ μακριά από αυτό. Ήταν όμως πληθωρικά ατελής με ένα τρόπο που ήταν αδύνατον να μην ταυτιστείς. Αν ο Φέντερερ ήταν ο τέλειος κύκλος, αυτός που κανείς θαύμαζε σαν προσωποποίηση της χάρης και της αρμονίας, ο Ναδάλ ήταν η εκδίκηση της ατέλειας, η κοφτερή άκρη μιας τεθλασμένης γραμμής που απειλεί να τον τρυπήσει στη μέση. Νερό από την Ελβετία και φωτιά από την Ισπανία, το ζευγάρι που πήρε τη σκυτάλη από τον Λεντλ και τον Μάκενρο και φύσηξε νέα ζωή στο άθλημα, παρασύροντας μαζί του μια παγκόσμια δημοφιλία ως τότε απλησίαστη.

Η μονομαχία τους στον τελικό του Wimbledon το 2008 παραμένει μία από τις κορυφαίες αθλητικές στιγμές όλων των εποχών, ανεξαρτήτως αθλήματος. Ήταν τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένας άλλος Ναδάλ: απογυμνωμένος από συναίσθημα, ένα ρομπότ ντυμένο στα άσπρα. Αλλιώς δεν θα εκθρονιζόταν ποτέ αυτός που είχε κερδίσει πέντε σερί. Ο Λάνσελοτ τα έβαλε με τον βασιλιά Αρθούρο του τένις και για καιρό κανείς άλλος δεν τόλμησε να πλησιάσει τη στρογγυλή τράπεζα, μέχρι που ένας αυθάδης βαλκάνιος έγινε κράμα και των δύο και βάλθηκε να τους ξεπεράσει. Οι δυο τους έχτισαν μια φιλιά ανήκουστη για αυτό το επίπεδο πρωταθλητισμού, εκεί που κανείς δεν επιτρέπεται να συμπαθεί καν τον αντίπαλο του, μήπως χάσει κάτι από το δολοφονικό του ένστικτο.

Με τον καιρό άλλαξε, όπως αλλάζουμε όλοι. Η τεχνική βελτιώθηκε, τα μπράτσα ξεφούσκωσαν, το παιχνίδι του απέκτησε κι άλλες διαστάσεις, περισσότερα επίπεδα. Το σώμα του με τον καιρό ζήτησε τα χρωστούμενα, μια δεκαετία γεμάτη που το λεηλατούσε, που του ζητούσε κάθε φορά να επαναδιαπραγματεύεται το ρεαλιστικό. Χρειάστηκαν να φτάσει στα 43 του χρόνια, μετά από τουλάχιστον τρία χρόνια με πόνους και χειρουργεία και ανώφελες ελπίδες για να κρεμάσει τη ρακέτα και να πει αντίο. Γιατί ήταν ο Ράφα, και δεν θα σταματούσε μέχρι τον τελευταίο πόντο.

Και σήμερα τον αποχαιρετάμε, ευχαριστώντας τον για τις αναμνήσεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα