Αυτές είναι οι χειρότερες ελληνικές ταινίες που βγήκαν ποτέ

15:54 5/3/2025 - Πηγή: Sportime

Φαντάσου να κάθεσαι στον καναπέ σου, να ανοίγεις την τηλεόραση και να πέφτεις πάνω σε μια ταινία που μοιάζει σαν να γυρίστηκε από κάποιον που δεν είχε ιδέα τι κάνει—κι όμως, έχει ελληνικούς τίτλους και ονόματα που σου θυμίζουν κάτι από παλιές βιντεοκασέτες. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει δώσει αριστουργήματα, αλλά έχει γεννήσει και κάποιες ταινίες που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πώς πήραν το πράσινο φως για να βγουν στη μεγάλη οθόνη. Με βάση τις βαθμολογίες του IMDb, ας βουτήξουμε σε έναν

κόσμο γεμάτο αμήχανες σκηνές, κακόγουστα αστεία και σενάρια που μοιάζουν γραμμένα στο πόδι, για να γνωρίσουμε τις χειρότερες ελληνικές ταινίες που έμειναν στην ιστορία για όλους τους λάθος λόγους.

Πρώτη στάση, το 1988, σε μια εποχή που η ελληνική βιντεοταινία ζούσε τις τελευταίες της μέρες δόξας. Εκεί συναντάμε το «Τσιμπήστε μας κι αφήστε μας», μια κωμωδία που μάλλον ξέχασε να βάλει το γέλιο στη συνταγή της. Με μόλις 1.7 βαθμούς από 11 τολμηρούς θεατές, η ταινία μοιάζει σαν ένα ατελείωτο πάρτι χωρίς καλεσμένους—πολλές φωνές, πολύς θόρυβος, αλλά καμία ουσία. Οι διάλογοι είναι τόσο ξύλινοι που θα μπορούσαν να φτιάξουν έπιπλα, ενώ η πλοκή, αν μπορείς να την πεις έτσι, χάνεται ανάμεσα σε υπερβολικές γκριμάτσες και σκηνές που δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Είναι από εκείνα τα έργα που σε κάνουν να νιώθεις ότι οι ηθοποιοί έπαιζαν για να πληρώσουν το ενοίκιο, κι όχι γιατί πίστευαν σε αυτό που έκαναν.

Πάμε παρακάτω, στο 2011, όπου η νέα γενιά αποφάσισε να αναστήσει παλιές δόξες με το «The Pontians: New Generation». Με 1.7 από 194 ψήφους, αυτή η ταινία πήρε την παράδοση των Ποντίων και την έβαλε σε έναν μπλέντερ γεμάτο κακό χιούμορ και στερεότυπα. Η ιδέα ήταν να γελάσουμε με τις περιπέτειες μιας οικογένειας που προσπαθεί να προσαρμοστεί στη σύγχρονη ζωή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν σαν κακοψημένη πίτα—βαρύ, άγευστο και δύσκολο να το χωνέψεις. Οι ηθοποιοί φαίνονται να προσπαθούν, αλλά το σενάριο τους αφήνει να πνιγούν σε έναν ωκεανό από αμήχανα αστεία και σκηνές που μοιάζουν να γυρίστηκαν χωρίς δεύτερη λήψη. Είναι μια ταινία που θέλει να σε κάνει να γελάσεις, αλλά καταλήγει να σε κάνει να κοιτάς το ταβάνι από αμηχανία.

Και μετά έχουμε το «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» του 2011, μια απόπειρα να ξαναζωντανέψει η θρυλική κωμωδία της δεκαετίας του ’80. Με 1.8 από 798 ψήφους, αυτή η ταινία είναι η απόδειξη ότι μερικές φορές το παρελθόν πρέπει να μένει εκεί που ανήκει. Αντί για τη φρεσκάδα και το αυθόρμητο χιούμορ του πρωτότυπου, εδώ βρίσκουμε ένα κουρασμένο ριμέικ γεμάτο ανακυκλωμένα αστεία και υπερβολικές ερμηνείες που δεν κολλάνε στη σημερινή εποχή. Οι μαθητές τρέχουν, οι καθηγητές φωνάζουν, αλλά η μαγεία έχει χαθεί—σαν να βλέπεις έναν κλόουν να προσπαθεί να κάνει τα ίδια κόλπα σε ένα άδειο τσίρκο. Είναι από εκείνα τα έργα που σου θυμίζουν ότι η νοσταλγία μπορεί να γίνει παγίδα αν δεν της δώσεις κάτι καινούργιο να πει.

Γυρνάμε πίσω στο 1980, στην εποχή που οι βιντεοκασέτες γέμιζαν τα ράφια, με το «Τώρα θέλω… τώρα!». Με 1.8 από 10 ψήφους, αυτή η ταινία είναι σαν να βλέπεις έναν κακό θεατρικό μονόλογο που κάποιος αποφάσισε να γυρίσει σε φιλμ. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν άντρα που κυνηγάει τις επιθυμίες του, αλλά το μόνο που κυνηγάς εσύ ως θεατής είναι η στιγμή που θα τελειώσει. Οι σκηνές μοιάζουν αποκομμένες η μία από την άλλη, σαν κομμάτια από διαφορετικές ταινίες που κάποιος κόλλησε μαζί με ταινία. Το χιούμορ είναι τόσο χοντροκομμένο που νιώθεις ότι σε χτυπάει στο κεφάλι, ενώ η παραγωγή φωνάζει φτήνια από κάθε πλάνο—από το φωτισμό μέχρι τα σκηνικά που μοιάζουν να φτιάχτηκαν την τελευταία στιγμή.

Και τέλος, το «Βουλευτές και βουλευτίνες», πάλι από το 1980, με 1.9 από 12 ψήφους, κλείνει την παρέλαση των ατυχών αυτών δημιουργιών. Εδώ, η ταινία προσπαθεί να σατιρίσει την πολιτική ζωή της εποχής, αλλά καταλήγει να είναι πιο θλιβερή από τα ίδια τα πολιτικά σκάνδαλα που θέλει να κοροϊδέψει. Οι ηθοποιοί φωνάζουν ατάκες που πέφτουν στο κενό, ενώ η πλοκή είναι τόσο χαοτική που μοιάζει σαν να γράφτηκε πάνω σε χαρτοπετσέτα την ώρα του καφέ. Είναι από εκείνα τα φιλμ που νιώθεις ότι γυρίστηκαν για να γεμίσουν χρόνο στα βίντεο κλαμπ, χωρίς καμία φιλοδοξία να αφήσουν το παραμικρό σημάδι—εκτός ίσως από μια αίσθηση αμηχανίας που μένει μαζί σου για μέρες.

Αυτές οι ταινίες, όσο κακές κι αν είναι, έχουν κάτι το μαγικό—όχι γιατί είναι καλές, αλλά γιατί δείχνουν μια εποχή, έναν τρόπο σκέψης, ακόμα και μια αθωότητα στην αφέλειά τους. Είναι σαν να βλέπεις ένα παλιό οικογενειακό βίντεο που σε κάνει να γελάς, όχι γιατί είναι αστείο, αλλά γιατί είναι τόσο αληθινά αδέξιο. Μπορεί να μην τις αντέχεις για δεύτερη προβολή, αλλά σίγουρα έχουν κερδίσει μια θέση στην ιστορία του ελληνικού σινεμά—έστω και σαν τα μαύρα πρόβατα της οικογένειας.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα