Έκαψε ζωντανούς τη γυναίκα του, την πεθερά του και τα δύο του παιδιά. Η τελευταία εκτέλεση θανατικής ποινής στην Ελλάδα

10:40 7/3/2025 - Πηγή: Sportime

Ήταν ένα σκοτεινό ξημέρωμα του Αυγούστου του 1972 όταν ένας άνδρας στέκονταν δεμένος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του, αλλά το βλέμμα του ήταν άδειο. Οι στρατιώτες έπιαναν σφιχτά τα όπλα τους, κάποιοι προσπαθούσαν να αποφύγουν το βλέμμα του καταδικασμένου. Ο Βασίλης Λυμπέρης ήξερε ότι σε λίγα δευτερόλεπτα η ζωή του θα έφτανε στο τέλος. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που εκτελέστηκε στην Ελλάδα με την ποινή του θανάτου. Και η ιστορία που τον οδήγησε

εκεί ήταν τόσο φρικτή, που ακόμη στοιχειώνει τη μνήμη όσων τη γνωρίζουν.

Όλα ξεκίνησαν λίγους μήνες πριν, μια παγωμένη νύχτα του Ιανουαρίου του 1972. Ο Λυμπέρης, ένας άνδρας μόλις 27 ετών, δεν άντεχε άλλο την απόρριψη. Η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει, παίρνοντας μαζί τα δύο τους παιδιά και καταφεύγοντας στο σπίτι της μητέρας της. Εκείνος δεν μπορούσε να δεχτεί το τέλος, δεν ήθελε να αποδεχτεί ότι η ζωή του δεν ήταν πια υπό τον έλεγχό του. Η οργή τον τύφλωσε. Μαζί με τρεις συνεργούς, που είχαν πειστεί να τον βοηθήσουν, έφτασε στο σπίτι της πεθεράς του στο Χαλάνδρι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Όλοι μέσα στο σπίτι κοιμόντουσαν.

Ο Λυμπέρης και οι συνεργοί του δεν άνοιξαν την πόρτα με θόρυβο, δεν ξύπνησαν τα θύματά τους για να τα αντιμετωπίσουν. Όχι, η πράξη του ήταν ψυχρή, μελετημένη, αδιανόητα σκληρή. Άρχισαν να περιχύνουν το σπίτι με βενζίνη. Ο αέρας γέμισε με την αποπνικτική μυρωδιά των εύφλεκτων υγρών. Ύστερα, μια μόνο σπίθα αρκούσε για να φέρει την κόλαση. Μέσα σε λίγα λεπτά, η φωτιά κατάπιε τα πάντα. Η σύζυγός του, τα παιδιά του, η πεθερά του – όλοι παγιδευμένοι, όλοι χωρίς διαφυγή.

Οι γείτονες ξύπνησαν από τις κραυγές που έσκιζαν τη νύχτα, αλλά ήταν ήδη αργά. Η φωτιά είχε θεριέψει και τίποτα δεν μπορούσε να σωθεί. Τα δύο παιδιά, ένα κορίτσι τριών ετών και ένα αγοράκι δύο ετών, πέθαναν ακαριαία, οι μικρές ανάσες τους έσβησαν μέσα στον καπνό και τη φλόγα. Η πεθερά του δεν πρόλαβε καν να τρέξει. Η σύζυγός του, βαριά τραυματισμένη, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Πρόλαβε μόνο να ψελλίσει το όνομα του ανθρώπου που είχε ανάψει τη φωτιά, προτού αφήσει την τελευταία της πνοή.

Η σύλληψη του Λυμπέρη ήταν άμεση. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας πατέρας είχε κάψει τα ίδια του τα παιδιά. Το δικαστήριο ήταν αμείλικτο. Καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε θάνατο – μία για κάθε ψυχή που είχε αφαιρέσει. Εκείνος δεν έδειξε ποτέ πραγματική μεταμέλεια. Ζήτησε απλώς να μην αργήσει η εκτέλεσή του.

Και έτσι, ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972, σε ένα απομακρυσμένο πεδίο βολής στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Βασίλης Λυμπέρης στάθηκε απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι στρατιώτες πήραν θέση, το παράγγελμα δόθηκε και η σιωπή της αυγής διακόπηκε από τις ομοβροντίες. Το κορμί του σωριάστηκε στο χώμα.

Αυτό ήταν το τέλος της ζωής του, αλλά και το τέλος της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Αν και υπήρξαν κι άλλες καταδίκες σε θάνατο τα επόμενα χρόνια, καμία δεν εκτελέστηκε. Το 1993, η θανατική ποινή καταργήθηκε οριστικά, αφήνοντας τον Λυμπέρη ως τον τελευταίο άνθρωπο που έζησε αυτή την εφιαλτική μοίρα.

Σήμερα, η ιστορία του παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ελληνικής εγκληματολογίας. Μια υπόθεση που συγκλόνισε την κοινωνία, μια πράξη τόσο φρικτή που κανείς δεν ήθελε να τη θυμάται. Αλλά είναι εκεί, χαραγμένη στην ιστορία, υπενθυμίζοντας ότι μερικά εγκλήματα είναι τόσο μεγάλα, που ακόμα και η πιο ακραία τιμωρία δεν μοιάζει αρκετή.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα