Ήταν ο Παπαφλέσσας παπάς;

Η μορφή του Παπαφλέσσα, κατά κόσμον Γρηγόριος Δικαίος ή Φλέσσας, έχει περάσει στη συλλογική μνήμη ως ηρωική, ανυπότακτη και έντονα επαναστατική. Για πολλούς, είναι το σύμβολο του παθιασμένου κληρικού που έβαλε φωτιά στον Αγώνα του 1821. Όμως η ιστορία του, όταν την εξετάσει κανείς με προσοχή, φέρνει στο φως ένα πρόσωπο πιο σύνθετο και πιο ανθρώπινο από την αγιογραφία που έχει επικρατήσει. Ήταν πράγματι ιερέας με τον τρόπο που το κατανοούμε σήμερα; Ή ήταν

ένας ανυπότακτος, χαρισματικός, αμφιλεγόμενος άνθρωπος που φόρεσε το ράσο περισσότερο σαν εργαλείο παρά σαν πνευματική αποστολή;

Ο Παπαφλέσσας γεννήθηκε το 1788 στη Μηλέα Μεσσηνίας και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Δικαίος. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή Βελανιδιάς κοντά στην Καλαμάτα, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Γρηγόριος. Η χειροτονία του σε διάκονο έγινε μάλλον πρόχειρα και χωρίς την αναμενόμενη εκκλησιαστική εκπαίδευση. Το «παπάς» που τον συνοδεύει φαίνεται να είναι περισσότερο τιμητικός ή λειτουργικός τίτλος, καθώς οι πηγές δεν είναι σαφείς αν ποτέ έγινε κανονικός ιερέας, δηλαδή πρεσβύτερος με δικαίωμα τέλεσης Θείων Μυστηρίων. Εδώ αρχίζει το θολό κομμάτι της ταυτότητάς του: η Εκκλησία τον αναγνώριζε; Ή ήταν ένας επαναστάτης που φορούσε το ράσο όπως άλλοι φορούσαν το γιαταγάνι;

Ο ίδιος ο Παπαφλέσσας φαίνεται πως χρησιμοποίησε την ιδιότητά του ως μοναχού ή διακόνου για να αποκτήσει πρόσβαση σε κύκλους που διαφορετικά δεν θα τον αποδέχονταν. Εγγράφηκε σε σχολές, συμμετείχε σε φιλολογικούς και πολιτικούς κύκλους, ενώ η φήμη του ως παρορμητικού, συχνά ασεβούς και ριψοκίνδυνου ανθρώπου τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Έφυγε για τη Σμύρνη και αργότερα για την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την εκκλησιαστική του ιδιότητα ως κάλυψη για τις επαναστατικές του δράσεις.

Τα αρχεία της Εκκλησίας δεν αναφέρουν επίσημα τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο, ούτε κάποια αναγνώριση του έργου του από την επίσημη Ιεραρχία της εποχής. Αντιθέτως, υπήρξαν εντάσεις και αντιπάθειες λόγω της ασυμβίβαστης και παρορμητικής του φύσης. Ορισμένοι επίσκοποι και ανώτεροι κληρικοί τον αντιμετώπιζαν με δυσπιστία, όχι μόνο για τον χαρακτήρα του, αλλά και επειδή έθετε σε κίνδυνο τις εύθραυστες ισορροπίες με την Οθωμανική διοίκηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ είχε εκφράσει επιφυλάξεις για τη δράση του.

Η προσωπική του ζωή ήταν επίσης έξω από τα όρια που θα περίμενε κανείς από έναν παραδοσιακό κληρικό. Οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του με γυναίκες, το φλογερό ταμπεραμέντο του και η έλλειψη εγκράτειας ήταν κοινό μυστικό. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως το ράσο ήταν γι’ αυτόν ένας ρόλος, ένας τρόπος να κινηθεί με άνεση στο ρευστό και επικίνδυνο τοπίο του προεπαναστατικού κόσμου. Άλλοι όμως τον βλέπουν ως ένα αληθινό παιδί της Εκκλησίας που πάλεψε για την πατρίδα και δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του για την πίστη και την ελευθερία.

Το αποκορύφωμα της πορείας του ήρθε το 1825, στη μάχη στο Μανιάκι, όπου έπεσε πολεμώντας τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ. Η εικόνα του ρασοφόρου που πέφτει ηρωικά στη μάχη έχει αποτυπωθεί βαθιά στο εθνικό φαντασιακό. Και ίσως αυτή η εικόνα είναι και η απάντηση στο ερώτημα αν ήταν παπάς ή όχι. Γιατί για πολλούς, ο Παπαφλέσσας δεν ήταν απλώς ένας κληρικός, αλλά ένας επαναστάτης με ψυχή ιεραποστόλου, που δεν περιοριζόταν από τους τύπους.

Η επίσημη Εκκλησία, αν και αρχικά επιφυλακτική, τον τιμά σήμερα ως Εθνομάρτυρα, ενώ η Πολιτεία αναγνωρίζει τη συμβολή του στον Αγώνα του ’21. Κι όμως, το ερώτημα παραμένει γοητευτικά ανοιχτό: ήταν πραγματικά παπάς ή ένας άνδρας που φόρεσε το ράσο για να κάνει επανάσταση; Η απάντηση ίσως κρύβεται στην ίδια του τη ζωή: ταραχώδης, σύνθετη, γεμάτη αντιφάσεις – όπως ακριβώς και η Ιστορία.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα