Διαβάσαμε: «Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά» του Χάλιντ Χαλίφα

Ένα road trip στην ρημαγμένη από τον πόλεμο Συρία για τρία αδέλφια και τον νεκρό πατέρα τους, καθ’ οδόν προς την τελευταία κατοικία του, αναδεικνύει την φρίκη αλλά και τις κωμικές πλευρές του «συριακού προβλήματος».

Σε κάποια στιγμή, στο τελευταίο τέταρτο του βιβλίου, ο μικρότερος αδελφός και αφηγητής του βιβλίου, ο Μπούλμπουλ, λογαριάζει σοβαρά να κάνει το βήμα από την Τουρκία στην Ελλάδα κι από εκεί στον ευρωπαϊκό βορρά. Στέκεται μπροστά στον

συνοριακό σταθμό που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από την Αναμπίγια, το χωριό απ’ όπου κατάγονταν ο πατέρας του και όπου βρίσκονταν πλέον θαμμένος, όμως ο ξάδελφός του, που τον έχει μεταφέρει ως εκεί, ανησυχεί για την ψυχολογική και πνευματική κατάστασή του και τον πείθει να γυρίσουν πίσω.

Ο κόσμος που περιμένει στον συνοριακό σταθμό για να περάσει στην Τουρκία είναι πολύς, ένα ατέλειωτο ποτάμι που κυλάει χωρίς διάλειμμα μέρα και νύχτα επί μήνες ολόκληρους. Όμως το περίεργο δεν είναι αυτό. Είναι ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που συνεχίζουν τις ζωές τους μέσα στα ερείπια, υλικά και ηθικά, του εμφύλιου πολέμου. Γι’ αυτούς, τους περισσότερους, το κίνητρο για την παραμονή τους δεν είναι η αγάπη για τον τόπο, ούτε η συνήθεια, αλλά το μίσος, το άσβεστο πάθος για εκδίκηση που πυροδότησαν τα χρόνια που πέρασαν. Ο θάνατος ενός γιου στα μπουντρούμια των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας, η αιχμαλωσία ενός αδελφού στα χέρια κάποιας εξτρεμιστικής ομάδας, τα πτώματα – βορά στα σκυλιά στο πλάι των δρόμων, οι χιλιάδες καθημερινοί εξευτελισμοί.

Κόντρα σε ό,τι θα περίμενε κανείς, οι ήρωες του Χάλιντ Χαλίφα δεν είναι ούτε ιδιαίτερα θαρραλέοι, ούτε απόλυτα ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Τέκνα ενός αυτάρεσκου δημόσιου υπαλλήλου που, παρά τη σχετική φτώχια του, έτρεφε φιλοδοξίες κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης για τα παιδιά του, ζουν ο καθένας στον δικό του γυάλινο κόσμο. Οδηγός λεωφορείου το πρωί, ο οποίος μεταφέρει γκρουπ από Ρωσίδες χορεύτριες το βράδυ, ο μεγάλος γιος, είναι πλήρως αποξενωμένος από τον πατέρα του. Η Φάτιμα, που φαντάζονταν το μέλλον της λαμπρό, έχει παλεύει να συμβιβαστεί με την μετριότητα της ζωής της. Και τέλος, ο Μπούλμπουλ, ο μικρός, ένας άχρωμος υπάλληλος ιδιωτικής εταιρείας, χωρισμένος από τη γυναίκα του και το παιδί του, ηττημένος κατά κράτος αφού δεν τόλμησε να ακολουθήσει με συνέπεια ούτε τις σπουδές του, ούτε τον μεγάλο έρωτά του.

Η πορεία τους, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι παράλληλη με την πορεία της χώρας, από τη γέννησή της ακόμα – σπαρμένη με παροδικούς ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις και πισωγυρίσματα.

Επιστροφή στα γεγονότα που αποτελούν την ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος. Ο πατέρας των τριών ηρώων, παλιό μέλος του κυβερνώντος κόμματος Μπαάθ, πριν αυτό έρθει στην εξουσία, ζει σε μια κωμόπολη σε μικρή απόσταση από τη Δαμασκό και έχει προσχωρήσει από χρόνια στις τάξεις της αντιπολίτευσης, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των συνδημοτών του. Όταν η κατάσταση της υγείας του στην αποκλεισμένη πόλη επιδεινώνεται, οι συναγωνιστές του ενημερώνουν τον Μπούλμπουλ ο οποίος σπεύδει να τον παραλάβει νύχτα από ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο στα περίχωρα. Η ριψοκίνδυνη επιχείρηση ολοκληρώνεται με επιτυχία αλλά λίγες ημέρες αργότερα ο ηλικιωμένος, ταλαιπωρημένος από την πείνα και τις κακουχίες καταλήγει σε κάποιο νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Όμως πριν πεθάνει προφταίνει να δεσμεύσει τον γιο του ότι θα τον θάψει στην Αναμπίγια, το χωριό απ’ όπου κατάγονται, σαράντα χιλιόμετρα από το Χαλέπι, στον βορρά της χώρας.

Ο Μπούλμπουλ δέχεται, ελπίζοντας ότι το γεγονός θα οδηγήσει σε κάποιου είδους οικογενειακή επανασύνδεση, και παρασύρει τα αδέλφια του σε μια περιπέτεια που σε πολλές περιστάσεις θα μοιάζει δίχως επιστροφή.

Η συνέχεια θα μπορούσε να είναι από slapstick comedy με φόντο τη Μέση Ανατολή σήμερα. Με έμπνευση από το «Καθώς ψυχορραγώ» του Γουίλιαμ Φόκνερ, ο συγγραφέας παρακολουθεί τα τρία αδέλφια στο ταξίδι τους, με το βαν του μεγαλύτερου αδελφού, από τη Δαμασκό προς τον βορρά της Συρίας, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Η βασανιστική πορεία τους από οδόφραγμα σε οδόφραγμα θυμίζει ταξίδι στο κέντρο της Κόλασης, με τους τρεις τους και την σορό, που σταδιακά τουμπανιάζει και μετά σήπεται, να διασχίζουν και τους εννέα κύκλους της επικράτειας του Εωσφόρου.

Μπουχτισμένοι στρατιώτες, εξαγριωμένοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας, μέλη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και εισαγόμενοι τζιχαντιστές εναλλάσσονται στα φυλάκια, ενώ σε απόσταση λίγων μέτρων πολεμικά αεροπλάνα αφήνουν τις βόμβες τους. Σε μία περίπτωση οι κυβερνητικοί συλλαμβάνουν το πτώμα, αφού τα χαρτιά του μαρτυρούν ότι ανήκε στην αντιπολίτευση. Σε μια άλλη περίπτωση ο Μπούλμπουλ οδηγείται στο κρατητήριο μέχρι να μάθει να εκτελεί σωστά τα θρησκευτικά του καθήκοντα.

Και η μυρωδιά του θανάτου πυκνώνει μέσα και έξω από το αυτοκίνητο.

Μέχρι που φτάνουν στον προορισμό τους. Ακόμα πιο μόνοι, ακόμα πιο ηττημένοι, χωρίς τις ελάχιστες ψευδαισθήσεις που τους επέτρεπαν να συντηρούν ένα πρόσχημα κανονικής ζωής.

Ο Χάλιντ Χαλίφα περιγράφει με ρεαλισμό τις πληγές μιας χώρας, και μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής, που εδώ και έναν περίπου αιώνα, από την «λήξη» του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κακοφορμίζουν καθημερινά. Σκίζει το πέπλο των αριθμών που καλύπτει την οικτρή πραγματικότητα του προσφυγικού και φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων που ζουν στην δίνη ενός ακήρυκτου πολέμου, χωρίς συναισθηματολογίες, με λιτό λόγο και υποδόριο χιούμορ.
Ένα βιβλίο που αξίζει να βάλετε στην βαλίτσα των διακοπών σας.

«Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά» του Χάλιντ Χαλίφα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Διαβάσαμε, Χάλιντ Χαλίφα,diavasame, chalint chalifa