«Συνεννόηση προοδευτικών δυνάμεων»: Μια χίμαιρα που -ευτυχώς- δεν οδηγεί πουθενά

Ο πολίτης που μετά την «εμπειρία Μητσοτάκη», θα ήθελε να ψηφίσει τον Τσίπρα, τρόμαζε με την ιδέα να ξαναδεί υπουργούς τον Πολάκη, τον Παππά, τον Τζανακόπουλο, τον Σκουρλέτη, τον Φίλη.

Στο πρόσφατο συνέδριο του «Βήματος» ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε ότι από πολιτική συγκρότηση και επάρκεια δημόσιας παρουσίας, μόνο τον Βαγγέλη Βενιζέλο

έχει αντίπαλο. Ακόμη και όταν σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται: «πάντοτε είχαμε κυβερνήσεις που έπεφταν, τώρα πέφτουν οι αντιπολιτεύσεις».

Το πιο ενδιαφέρον από όσα είπε, ήταν ότι στην πολιτική συγκυρία -όπως άλλωστε πάντα στην πολιτική- «το ζητούμενο δεν είναι η συναίνεση, αλλά η αντιπολίτευση». Ποιος θα διαφωνήσει; Ιδιαίτερα απέναντι σε μια κυβέρνηση που χτίζει συστηματικά την «κοινωνία του ενός τρίτου» - ασκώντας πολιτική που υπηρετεί ταυτόχρονα τα συμφέροντα μιας οικογένειας.

Απέναντι σ’ αυτό το φαινόμενο -κραταιό ακόμη, παρά τη δημοσκοπική υποχώρηση της ΝΔ, ίσως και αυτή χειραγωγουμένη, ώστε η ανάκαμψη να προέλθει… δημοσκοπικά- ο Αλέξης Τσίπρας προτείνει: «Είναι αναγκαία η στοιχειώδης συνεννόηση ανάμεσα στις κατακερματισμένες δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, για μια προγραμματική σύγκλιση».

Πρόκειται για «τεχνική» και «διαδικαστική» υπόδειξη και όχι πολιτική πρόταση. Αυτή παραμένει ζητούμενο. Ακόμη και κατά τη διατύπωσή του, η «προγραμματική σύγκλιση» αναζητείται. Κατά τα λοιπά, καλή η ιδέα της «προοδευτικής συνεννόησης», αλλά παραβλέπει κάποια πράγματα:

- Το ένα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι σημερινή. Η προηγούμενη τετραετία της χαρακτηρίστηκε -και- από τον Τσίπρα, ως «χειρότερη κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση». Αλλά στο τέλος το εκλογικό σώμα την επιβράβευσε με το παραπάνω. Υπάρχει «προοδευτική» εξήγηση;

- Το δεύτερο είναι η ανάστροφη ανάγνωση του πρώτου: η πικρή προσωπική εμπειρία του πρώην Πρωθυπουργού, με την καταψήφιση του κόμματός του, απέναντι σ’ αυτή την κυβέρνηση. Η αιτία βρίσκεται στο παράδοξο να οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 με προτεινόμενη κυβερνώσα ομάδα, εκείνους με τους οποίους έχασε το 2019.

Ο πολίτης που μετά την «εμπειρία Μητσοτάκη», θα ήθελε να ψηφίσει τον Τσίπρα, τρόμαζε με την ιδέα να ξαναδεί υπουργούς τον Πολάκη, τον Παππά, τον Τζανακόπουλο, τον Σκουρλέτη, τον Φίλη. Τη Δούρου επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας και την ομάδα του ΣΎΡΙΖΑ στο Ευρωκοινοβούλιο να μένει στις γραμμές τις περιθωριακής «Ευρωπαϊκής Αριστεράς» - με τα γκρουπούσκουλα και τους αντιευρωπαϊστές.

Από αυτήν την άποψη, η λύση «ξανά Τσίπρα», στην πράξη ήταν μη λύση. Και ο «δημοκρατικός ψηφοφόρος» κατέφυγε στην αποχή, όπως έκανε και το 2024.

Σήμερα η κατάσταση είναι χειρότερη. Ο Τσίπρας -ως πρόσωπο αναφοράς στη συσπείρωση του 2015 και το 2019- αυτοπαρουσιάζεται ως «βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ». Και ο χώρος απεικονίζεται με χαμηλής απήχησης -και ενίοτε ποιότητας- εκπροσώπηση: Φάμελλος, Κασσελάκης, Χαρίτσης, Ζωή, Βαρουφάκης, συν Λαφαζάνης, Κοτζιάς, Κόκκαλης. Δεν αποκλείεται να προκύψει και Πολάκης.

Για ποια ακριβώς συνεννόηση μιλάμε, μεταξύ ποιων και με ποιο στόχο; Ποια πολιτική ομάδα θα τη μετατρέψει στον δημόσιο χώρο, σε λόγο, κείμενο, προσωπική παρουσία, πρόγραμμα, ιδεολογία, συλλογικό όραμα; Ποιες είναι οι «προοδευτικές δυνάμεις» που θα συμπράξουν;

Οι Συριζαίοι, νυν και πρώην, δίνουν την εντύπωση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Αντί να σταθούν μπροστά στον καθρέφτη τους, επιδίδονται σε… κυνήγι δημοσκοπικών απεικονίσεων και τους φθάνει να είναι καλούτσικες αρκεί να είναι καλύτερες από του διπλανού.

Στο διπλανό μπαλκόνι, το ΠΑΣΟΚ απλώς δεν ενδιαφέρεται για «συνεννόηση» - και αν το κάνει μάλλον προς τον Μητσοτάκη θα στραφεί. Ο Ανδρουλάκης νερώνει την πολιτική και τη φυσιογνωμία του, απολαμβάνει τη γλαρόσουπα της «συναίνεσης», καταθέτει στεφάνι στο Μετρό της Θεσσαλονίκης και -δια της αρμόδιας για τον πολιτικό σχεδιασμό του- ταυτίζεται με τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής: το διαβόητο «σχέδιο Πισσαρίδη».

Ασφαλώς ούτε το ΚΚΕ ενδιαφέρεται για καμία «συνεννόηση», αφού δεν θεωρεί καν τους άλλους «προοδευτικές δυνάμεις». Κλεισμένο στον -αξιοπρεπή πρέπει να πούμε- κόσμο του, περνάει με τον Κουτσούμπα μέρες δόξας -που δεν είχε ούτε με τον Φλωράκη- φλερτάροντας με το 10%.

Τέλος είναι αξιοσημείωτο ότι, πλέον δεν υπάρχει ένα τυπικά «κεντρώο» κόμμα – ως συνιστώσα του προοδευτικού τόξου. Ούτε καν μεμονωμένες προσωπικότητες…

Αυτός είναι ο χάρτης του «προοδευτικού χώρου»: Το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και η Βαβυλωνία, που γέννησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πόσοι είναι σε θέση να «συνεννοηθούν» με ποιους, σε ποια βάση και τι ακριβώς θα προκύψει; Αν στην πραγματικότητα το μάξιμουμ της επιδίωξης με την πρόταση Τσίπρα, είναι απλώς η επανένωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΕΑΡ - το εγχείρημα θα καταλήξει μια τρύπα στο νερό.

Η «συνεννόηση» χωρίς το ΠΑΣΟΚ τι ακριβώς θα αποδώσει; Αλλά ακόμη και με το ΠΑΣΟΚ, ούτε καν το θέμα της ηγεσίας στην «ενωμένη προοδευτική παράταξη» δεν θα μπορούσαν να λύσουν. Σε ποιον θα δοθεί το σκήπτρο του επικεφαλής - και μέλλοντος πρωθυπουργού: στον Ανδρουλάκη, που έχει το μεγαλύτερο κόμμα, ή στον Τσίπρα, με έχει βαρύτερο προσωπικό ιστορικό φορτίο;

Ακόμη και αν «ρυθμιστεί» κι αυτό και τρία, ή περισσότερα «προοδευτικά» κόμματα, καταλήξουν σε πρόγραμμα επί χάρτου - ποια πολιτικά στελέχη θα το υπηρετήσουν στον δημόσιο χώρο, ελκυστικά και με ομοιογένεια; Όσοι μετέχουν στις σημερινές επιμέρους ηγετικές ομάδες; Όχι μόνο δεν μπορούν να πείσουν, αλλά κάποιους θα τους πάρουν με τα νεράντζια…

Συμπέρασμα: είτε ο Τσίπρας όταν μιλάει για «συνεννόηση» εννοεί τα κομμάτια και θρύψαλα του ΣΥΡΙΖΑ, είτε απλώς κάνει λάθος. Σε κάθε περίπτωση: λύση με εναλλακτική αξιοπιστία απέναντι στη ΝΔ, δεν είναι να «συνεννοηθούν» τα σημερινά κόμματα της «προοδευτικής παράταξης». Είναι να διαλυθούν.

Αν το ΠΑΣΟΚ βαρύνεται με τα Μνημόνια, το κόμμα που κυβέρνησε ανέλπιστα το 2015, βαρύνεται με το παλιό αμάρτημα του ΚΚΕ: οι επιλογές του το 1945, πήγαν τη Δημοκρατική Παράταξη είκοσι χρόνια πίσω. Μόλις το 1964 ανάσανε και έπρεπε να φτάσει στο 1981 για επιστρέψει πραγματικά, ως κυβερνώσα δύναμη. Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επέβαλε τη διάλυση των προηγούμενων σχημάτων, αντί να πελαγοδρομεί για «συνεννόησή» τους.

Επειδή ο Μητσοτάκης, ως διαχειριστής της ΝΔ και της Δεξιάς, επικράτησε και από τις αστοχίες των κομμάτων της Δημοκρατικής παράταξης, αυτό που θα τον απειλήσει ως κυρίαρχο του παιχνιδιού, δεν είναι η «συνεννόηση» αυτών των κομμάτων. Αλλά ένα νέος πολιτικός φορέας, που θα προκύψει από τις στάχτες τους.

Οι μικροκομματικές κινήσεις όσων -ενίοτε μικρονοικών- ψάχνουν απλώς για λύση που να τους περιέχει - δεν μπορούν να διαμορφώσουν προϋποθέσεις πολιτικής επικράτησης. Ακόμη και αν η «συνεννόηση» των υφιστάμενων σχηματισμών είναι καθολική και απόλυτη. Πάντα θα υπάρχει το παρελθόν, οι αντιφάσεις και οι ανεπάρκειές τους, θα επισείουν τη διάλυσή τους.

Η Δημοκρατική παράταξη δεν σηκώνει νέες «Συμμαχίες», που δεν σήκωνε ούτε το 1977. Για να βρεθεί πλειοψηφική λύση απαιτούνται δυο προϋποθέσεις: να υπάρχει ο ηγέτης που θα την εκφράσει και οι ενδιαφερόμενοι να σκάψουν βαθιά στην Ιστορία. Ποιο θα προηγηθεί δεν έχει σημασία - το ένα θα φέρει το άλλο.

Αν κόμματα και κομματίδια, ηγέτες και ηγετίσκοι, δεν μπορούν να ανατρέξουν σε ελληνικά παραδείγματα, ας καταφύγουν στην πολιτική ιστορία της, επίκαιρης, Γαλλίας. Όχι ασφαλώς για να θαυμάσουν το σημερινό «μέτωπο» -με πρωταγωνιστή τον παράφρονα Μελανσόν- αλλά να εμπνευστούν από το Επινέ του 1971 και τους δρόμους που άνοιξε.

Αλλά γι’ αυτό, χρειάζεται στρατηγικό βάθος σκέψης, πολιτικό σχέδιο υπομονή και κουλτούρα πρωτοβουλίας. Χωρίς αυτά η «συνεννόηση των προοδευτικών δυνάμεων» θα είναι μια χίμαιρα, που καλυτέρα να μην προχωρήσει - γιατί μάλλον την πολιτική επικράτηση της Δεξιάς θα παρατείνει…

Keywords
Τυχαία Θέματα
Συνεννόηση, -ευτυχώς-,synennoisi, -eftychos-