Αδιόρθωτοι οι γερμανοί

γερμανός (ο)1. αυτός που τα παίρνει όλα κυριολεκτικά «είπα στον Γιώργο ότι στην ηλικία του πρέπει να πιάνει την πέτρα και να τη στύβει, αλλά δεν ...

Keywords
Τυχαία Θέματα
Αδιόρθωτοι,adiorthotoi