Χάνουμε το... δάσος των δανείων

τράπεζα (η) 1. αυτή που δρα ανεξέλεγκτα εκμεταλλευόμενη την ισχύ ή την επιρροή της «ίσως να μπορούσα να κάνω κάτι για να την εμποδίσω να μου φέρεται ...

Keywords
Τυχαία Θέματα
Χάνουμε,chanoume