Ρίχνουν νερό στον μύλο του ψεκασμού

Βούρκος (ο) 1. στάσιμα βρoμόνερα «για κάποιον λόγο που κανείς δεν καταλάβαινε ο Νίκος από μικρός, όποτε έβλεπε βούρκο, έπεφτε μέσα» 2. ηθική παρακμή, ...

Keywords
Τυχαία Θέματα